Η Οντολογία είναι η
μελέτη του Όντος και του
μηδενός που είναι ο αντίποδας του. Αρχίζοντας από τον Ορισμό του δευτέρου,
αποφατικά φτάνουμε στο πρώτο και
αντίστροφα. Α) Κατά την Ελεατική Σχολή το Μη
Ον είναι άνευ ουσίας, ανύπαρκτο. Τίποτε δεν μπορεί να προέλθει από αυτό,
ούτε μπορούμε να το ορίσουμε, ή να το περιγράψουμε ή να μιλήσουμε γι’ αυτό με
τον τρόπο που μιλούμε για το υπαρκτό. Μη
Ον = ανυπόστατο, απερίγραπτο, αδιανόητο, οδός άβατη, μηδέν και στο κοινωνικό
επίπεδο, η ατεκμηρίωτη δόξα των θνητών
Β) Ο χώρος αποτελεί μέρος της δομής της ενιαίας ύπαρξης, δηλαδή του Όντος.
Γ) Ο Παρμενίδης.
πρεσβεύει τον απόλυτο μονισμό τους Όντος
Δ) Το Ον ορίζεται ως ενότητα, η μόνη αυτό-ύπαρξη, άφθαρτο, συνεχές,
αυθύπαρκτο, αιτιοκρατικό, αιώνιο, πλήρες
και συνολικά αμετάβλητο.
Ο Παρμενίδης περιγράφει το Ον στο Ποίημα του «Περί φύσεως». Τα χαρακτηριστικά του παρμενίδειου ΄Όντος είναι:
Α) Η περιγραφή του Όντος προσομοιάζει με την
αποφατική χριστιανική θεολογία περί του ενός Θεού. Η Via Negativa , η αρνητική οδός προσεγγίζει το άφατο ορίζοντας τι δεν είναι και όχι θετικά, εφόσον η ουσία
του Όντος είναι απροσπέλαστη.
Β) Το Ον είναι αγέννητο, αΐδιο, άχρονο και αιώνιο, άφθαρτο και
αμετάβλητο, ενιαίο και αδιαίρετο, απόλυτα μοναδικό (ένα) και ακίνητο ως σύνολο.
Γ) Η ακινησία προκύπτει ως λογική αναγκαιότητα που αναγκάζει το Ον να μένει
μαζί , ακλόνητο και ατρεμές. Ο μαθητής του Παρμενίδη, ο Ζήνωνας, με τα περίφημα
παράδοξα του, προσπάθησε να αποδείξει την ακινησία της ύπαρξης. Ως παράδειγμα
παραθέτουμε το παράδοξο της άπειρης διχοτόμησης:
Υποθέστε, είπε ο Ζήνωνας, ότι
θέλετε να ταξιδέψετε από το σημείο Α στο σημείο Β. Για να το κάνετε πρέπει να
περάσετε από το μέσο του ΑΒ και έστω ότι ονομάζουμε το μέσο του Γ. Για να
διανύσουμε όμως το ΑΓ πρέπει πρώτα να περάσουμε από το μέσο του και έστω Δ το
μέσο του ΑΓ.
Για να καλύψω όμως το ΑΔ πρέπει να περάσω από το μέσο του και η
διαδικασία διχοτόμησης των ευθυγράμμων τμημάτων
μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, επεκτεινόμενη στον άπειρο χρόνο. Για να
καλύψω λοιπόν το ΑΒ θα πρέπει να περάσω από άπειρα σημεία, το οποίο απαιτεί
άπειρο χρόνο. Άρα η κίνηση είναι αδύνατη, αφού η κάλυψη πεπερασμένου
διαστήματος, οσοδήποτε μικρού, χρειάζεται άπειρες επιμέρους μετακινήσεις οι
οποίες απαιτούν συνακόλουθα άπειρο χρόνο.
Άλλα Ζηνώνεια Παράδοξα: ο Αχιλλέας και η Χελώνα, Η αδυναμία κίνησης του
βέλους «Η οιστός φερομένη έστηκεν»
Δ) Περαιτέρω το
ΟΝ ορίζεται κατά Παρμενίδη ως τέλειο και περατό, δηλαδή πεπερασμένο, αλλά
και σφαιρικό, εφόσον η σφαίρα και ο κύκλος προσομοιάζουν την τελειότητα ενώ το άπειρο ορίζει τη χαοτική
ατέλεια.
Ε) η απόλυτη αλήθεια. Το Ον,
είναι ασυνδύαστο (αφού δεν υπάρχει κάτι πέραν αυτού) και μη διασπώμενο λόγω ενότητας που το
δεσμεύει.
Ζ) Το Ον είναι Ομοιογενές. Δεν
έχει μέρη ούτε διαφοροποιείται κατά τμήματα γιατί αυτό θα διασπούσε την ενότητα
του. Η) Υπάρχει μια οδός έρευνας του Όντος, που οδηγεί σε μια αληθή περιγραφή της αυτό-ύπαρξης. Για το μύστη η
έρευνα του Όντος είναι η επίπονη λογική αναζήτηση που η Θεά καλεί τον Παρμενίδη
να ακολουθήσει.
«τό γάρ αυτό νοειν έστιν τε καί είναι». Ταύτιση Είναι και νόησης; .
Α) Πρόκειται
ίσως για το μέγιστο Δόγμα της Παρμ. φιλοσοφίας: Ταύτιση Είναι και Νόησης (Το γάρ αυτό νοειν έστιν
τε καί είναι) Το ΕΙΝΑΙ νοούμενο αποτελεί
τη μόνη οδό προς τη γνώση και την αλήθεια.
Β) Η ύπαρξη
του κόσμου είναι αλληλένδετη με το
νου που νοεί (συλλογίζεται, σκέφτεται). Ο κόσμος είναι μια σκεπτο-μορφή αδιανόητη
χωρίς το νου. Όπως δεν υπάρχει τηλεοπτική εικόνα χωρίς τηλεοπτικό δέκτη, έτσι
και το Ον «χάνεται» μόλις εκλείψει ο ύστατος νους που το νοεί.
Γ) Σκέψη, νόηση και ύπαρξη συνυπάρχουν σε ένα
αιώνιο σφιχταγκάλιασμα, σαν εραστές σε
αιώνια, ατελεύτητη συνουσία. Ο κόσμος υπάρχει, (κατ’ ακρίβεια πρέπει να λέμε Είναι)
γιατί τον σκεπτόμαστε. Χωρίς τη νόηση
καμιά προσέγγιση της ύπαρξης δεν μπορεί να γίνει.
Δ) Συνακόλουθα η λογική σκέψη είναι το
φως του κόσμου. Φωτίζει αυτό που υπάρχει και το ελευθερώνει από τα
σκοτάδια της λήθης.
Ο Παρμενίδης αναφέρει ότι «μηδέν δ’ ουκ έστιν·» και «ου γάρ μήποτε τουτο δαμη ειναι μή εόντα»· Πώς
προσδιορίζονται από την Ελεατική Φιλοσοφία οι έννοιες του Μηδενός, του Μη Όντος
και της «ανερμάτιστης δόξας των θνητών;
Α) Όπως έχουμε ξαναπεί ο
Παρμενίδης πλησιάζει το Μη Ον/μηδέν αποφατικά. Προσδιορίζει τι δεν είναι.
Β) Δεν μπορούμε να πούμε τι είναι το Μηδέν, γιατί αν το κάναμε τότε θα του δίναμε οντότητα,
υπόσταση που προφανώς δεν έχει.
Γ) το Μη
Ον δεν ταυτίζεται με τον κενό χώρο, που είναι κενός κατά σύμβαση, αφού
πιστεύεται ότι καλύπτεται από την λεπτότατη ουσία του αιθέρα. (Πέμπτη ουσία)
Δ)Είναι
αδιανόητο και ασύλληπτο στη νόηση. Απροσδιόριστο, ανύπαρκτο, απροσπέλαστο και
λεκτικά απερίγραπτο. Ε) Οι άνθρωποι κάνουν συχνά λάθος γιατί δέχονται άκριτα το
αντιφατικό ως ορθό. Έτσι δίνουν υπόσταση στο ανυπόστατο και λανθασμένα νοούν το
μηδέν ως Είναι.
Ε) Συνακόλουθα η δόξα των βροτών είναι αναξιόπιστη γιατί
αναμειγνύει το Είναι με το μηδέν χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι το
ένα αναιρεί το άλλο. Μοιάζει με την περιπλάνηση στο χώρο χωρίς
πυξίδα. Οι θνητοί κάνουν κύκλους και επιστρέφουν στην αφετηρία, δηλαδή στο
μηδέν.
Τα ανωτέρω δηλώνουν και οι στίχοι 6.8-9 που τονίζουν την καταστροφική αυτή
πλάνη. οις τό πέλειν τε καί ουκ ειναι ταυτόν νενόμισται κου ταυτόν, πάντων δέ
παλίντροπός εστι κέλευθος 6.8-9 Δηλαδή: ταυτίζουν την ύπαρξη και την ανυπαρξία
γι’ αυτό άπρακτοι επιστρέφουν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν.
Ζ) Οι απόψεις του «ποιμνίου», περί των πραγμάτων είναι ασαφείς,
ανολοκλήρωτες, ρευστές, διφορούμενες, νεφελώδεις. Εστιάζονται οι
άνθρωποι στα φαινόμενα και ξεχνούν τα νοούμενα. Μόνο βλέπουν αυτό που λάμπει,
πιστεύουν αυτό που θωπεύει το αυτί τους, αγγίζουν και πιάνουν το πολύχρωμο
περιτύλιγμα με το επιτηδευμένο σχέδιο, χωρίς να ερευνούν τι υπάρχει στο
εσωτερικό. Δεν
κρίνουν, ούτε συγκρίνουν, ούτε νοούν, συνακόλουθα επί της ουσίας δεν
κατανοούν, γιατί το μυαλό τους είναι βαρύ από την πνευματική ραθυμία.