Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Είναι έργο της ακμής του συγγραφέως και πιθανότατα γράφηκε μεταξύ 385-375π.Χ. σε περίοδο παρακμής της Αθηναϊκής
Δημοκρατίας. Ο συγγραφέας της δεν πιστεύει στη Δημοκρατία. Έμμεσα καταδικάζει
τους δημαγωγούς που κολακεύουν τα πάθη του όχλου αντί να τον χειραγωγούν προς
το σωστό, το δίκαιο και το καλό του συνόλου. Αν ο επιτάφιος του Περικλέους
είναι ο ύμνος της Δημοκρατίας ή Πολιτεία είναι ο ύμνος της πεφωτισμένης
δεσποτείας, ενός ουτοπικού πολιτεύματος
που δεν εφαρμόστηκε ποτέ και πουθενά. Το έργο επίσης εμβαθύνει στο θέμα της
Δικαιοσύνης. Η πλατωνική Πολιτεία αναφέρεται επίσης διεξοδικά στον τρόπο
εκπαίδευσης και αγωγής των «Ηγεμόνων Φιλοσόφων» και των «Φυλάκων». Η Παιδεία
διαμορφώνει τους φωτισμένους άρχοντες που διοικούν με σκοπό την αρετή, τη
δικαιοσύνη, τη διαπαιδαγώγηση του Λαού. Το έργο αποτελείται από 10 βιβλία.
Α Βιβλίο
Σύνοψη
Το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας μας τοποθετεί χρονικά στον Πειραιά στον οίκο
του Κέφαλου κατά τη διάρκεια της γιορτής μιας θρακικής θεότητας Πραγματεύεται
την έννοια του δικαίου. Είναι άραγε το δίκαιο όπλο επιβολής των ισχυρών ή
υπάρχει αντικειμενικά η έννοια της δικαιοσύνης ως έκφραση της αρετής. Ο
Πλάτωνας με το στόμα του δασκάλου του Σωκράτη προσπαθεί να καταρρίψει τη θέση
των σοφιστών ότι πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος, και να φέρουν τη δικαιοσύνη
στα υποκειμενικά μέτρα και συμφέροντα κάποιας μερίδας ανθρώπων. Κατά τους
Πλάτωνα και Σωκράτη η δικαιοσύνη είναι το μέγιστο αγαθό και ευδαιμονία, ενώ η
πίστη ότι οι άδικοί ευημερούν είναι σε τελική ανάλυση έωλη.
Ανάπτυξη
Διάλογος Σωκράτη Κέφαλου¹
Ο Σωκράτης διηγείται πως μετά το
τέλος της τελετής προς τιμή της Θεάς², μαζί με τον Γλαύκωνα κίνησαν να επιστρέψουν στην Αθήνα. Όμως ο υπηρέτης
του Πολέμαρχου τους παρακίνησε να τον
περιμένουν. Πράγματι σε λίγο έφθασε ο Πολέμαρχος μαζί με τον Αδείμαντο αδελφό
του Γλαύκωνα και πείθουν τους δύο
ταξιδιώτες να μείνουν στο σπίτι του Πολέμαρχου για συζήτηση. Εκεί ήταν οι
αδελφοί³ και ο
πατέρας του Πολέμαρχου ο Κέφαλος, ο οποίος ανοίγει τη συζήτηση με το Σωκράτη,
λέγοντας του ότι τώρα που είναι γέρος δεν έχει τη δύναμη να ταξιδεύει συχνά.
Γι’ αυτό πρέπει ο Σωκράτης να τον επισκέπτεται στον Πειραιά για να συζητούν. Ο διάλογος είναι
από τις λίγες ηδονές που μπορούν να χαρούν οι ηλικιωμένοι. Ο Σωκράτης
ανταποδίδει τη φιλοφρόνηση και ρωτά τον ηλικιωμένο συνομιλητή του πόσο δύσκολα
είναι τα γηρατειά. Ο Κέφαλος αναφέρει
ότι παρόλο που οι περισσότεροι τα καταριούνται λόγω της ανημποριάς και της
αδυναμίας που φέρνουν, αυτός πιστεύει ότι έχουν τα θετικά τους, όπως η
απελευθέρωση από την τυραννία των
αφροδίσιων ηδονών, η γαλήνια
σκέψη και η ώριμη ενατένιση της ζωής.
Ο Σωκράτης προκαλεί τον Κέφαλο λέγοντας του ότι έχει εύκολα γηρατειά λόγω
του πλούτου του. Ο γέρο συνομιλητής του παραδέχεται ότι ο πλούτος βοηθά σε
κάποιο βαθμό τον ηλικιωμένο να κάνει τη ζωή του ευκολότερη, όμως ένας πλούσιος
αλλά άφρονας γέρος δεν θα είναι πιο ευτυχισμένος από ένα φτωχό αλλά σώφρονα
ηλικιωμένο. Ακολούθως ο Κέφαλος ερωτάται από το δάσκαλο του Πλάτωνα αν απόκτησε
μόνος του την περιουσία του ή αν την κληρονόμησε. Αυτός απάντησε ότι ο παππούς
του αύξησε την οικογενειακή περιουσία ενώ ο πατέρας του ξόδεψε ένα σημαντικό
μέρος από αυτή. Ο ίδιος αναφέρει ότι θα κληρονομήσει στα παιδιά του περισσότερα
από όσα πήρε από τον πατέρα του, όμως λιγότερα από όσα άφησε ο παππούς του. Η
απόκριση του Σωκράτη είναι ότι οι αυτοδημιούργητοι πλούσιοι προσέχουν τα
χρήματα τους, ενώ όσοι τα βρήκαν έτοιμα ξοδεύουν ευκολότερα. Ο Σωκράτης
ακολούθως ρωτά τον Κέφαλο ποιο είναι το μέγιστο αγαθό που απόλαυσε εξαιτίας της
μεγάλης του περιουσίας. Η απάντηση είναι ότι ο πλούτος προστατεύει το λογικό
άνθρωπο από την ανάγκη, η οποία μπορεί να τον οδηγήσει στο να αδικήσει κάποιο
συνάνθρωπο του. Άρα ο σοφός άνθρωπος διαχειρίζεται δίκαια τον πλούτο του για
τον εαυτό του και τους άλλους.
Ο Σωκράτης βρίσκει αφορμή από την απάντηση και ζητά από τον συνομιλητή του
τον ορισμό της δικαιοσύνης. Είναι η δικαιοσύνη μόνο η ανταπόδοση των οφειλόμενων⁴;
Διάλογος Σωκράτη Πολέμαρχου
Στο σημείο αυτό ο Κέφαλος αποχωρεί
για να ετοιμάσει τις θυσίες για τη Θεά και τη συζήτηση συνεχίζει ο γιός του Πολέμαρχος⁵.
Αυτός διατυπώνει τη θέση ότι δίκαιο είναι η αρμόζουσα ανταπόδοση των
οφειλόμενων ανάλογα με τις περιστάσεις
κάθε περίπτωσης. Ανταπόδοση δηλαδή καλού στο φίλο και κακού στον εχθρό. Ο Σωκράτης κάνει την ακόλουθη ερώτηση στον
Πολέμαρχο: Η Ιατρική προσφέρει ίαση στους άρρωστους, η γεωργία καρπούς, η
υποδηματοποιεία υποδήματα. Η δικαιοσύνη προσφέρει τι και σε ποιους; Η απάντηση
του Πολέμαρχου είναι ότι διασφαλίζει τη σωστή διαχείριση των συναλλαγών και των
συμβολαίων. Προκύπτει μαιευτικά ότι η άποψη ότι δικαιοσύνη είναι η ευεργεσία
των φίλων και η τιμωρία των εχθρών δεν είναι κατ’ ανάγκη ορθή γιατί οι άνθρωποι
κάποτε κάνουν λάθος στην επιλογή των φίλων. Άρα είναι λάθος και αδικία η
ευεργεσία ενός κακού φίλου και αδικία η έχθρα εναντίον ανθρώπου που θεωρείς
μοχθηρό ενώ είναι καλός.
Η συζήτηση μεταφέρεται στον ορισμό του φίλου και του εχθρού. Ο Πολέμαρχος
ορίζει το φίλο ως τον άνθρωπο που συμπεριφέρεται καλά και είναι στην
πραγματικότητα καλός. Όμοια εχθρός είναι αυτός που πραγματικά θέλει το κακό μας
και όχι αυτός που φαινομενικά μας εχθρεύεται
αλλά έχει καλή πρόθεση για μας. Κατ’ ανάγκη ο ορισμός της δικαιοσύνης
για τον Πολέμαρχο τροποποιείται τώρα με την προσθήκη ότι δικαιοσύνη είναι η
ευεργεσία του πραγματικού φίλου και η τιμωρία του πραγματικού εχθρού. Ο
Σωκράτης όμως μαιευτικά αποδεικνύει ότι ο δίκαιος δεν βλάπτει κανένα. Όπως ο
μουσικός δεν παράγει άμουσους ανθρώπους, ούτε ο δίκαιος κάνει τους κακούς πλέον
άδικους. Γιατί όπως η κακομεταχείριση
κάνει τα ζώα χειρότερα, έτσι και η κακομεταχείριση του αδίκου δεν τον κάνει
δίκαιο αλλά επιτείνει την άδικη και βλαπτική πλευρά του χαρακτήρα του. Επιπλέον
είναι χαρακτηριστικό του δικαίου να ωφελεί και όχι να βλάπτει.
Διάλογος Σωκράτη Θρασύμαχου⁶
Στη συζήτηση μπαίνει ο Θρασύμαχος, ο οποίος ειρωνεύεται τη
μαιευτική μέθοδο του Σωκράτη λέγοντας ότι είναι ευκολότερο να ρωτάς και να
ελέγχεις τις απαντήσεις παρά να αποφαίνεσαι ο ίδιος. Ο Σωκράτης απαντά
ανταποδίδοντας την ειρωνεία λέγοντας του ότι αυτός και ο Πολέμαρχος
επιχειρηματολογούν κατά δύναμη και ότι αν αυτός θεωρεί τον εαυτό του γνώστη της
αλήθειας πρέπει να τους λυπάται παρά να τους θυμώνει. Ο Θρασύμαχος αναγνωρίζει
την ειρωνεία και σηκώνει το γάντι λέγοντας ότι θα δώσει ένα μάθημα στο Σωκράτη
που κάνει τον ανήξερο και όλο ρωτά τους άλλους, ελέγχοντας τις απαντήσεις τους
αλλά δεν διατυπώνει ο ίδιος τη δική του γνώμη. Ο Σωκράτης με λεπτή ειρωνεία
παραδέχεται άγνοια και προκαλεί το συνομιλητή του να δώσει, ως γνώστης που
είναι, τη δική του «σοφή» απάντηση. Ο Θρασύμαχος απαντά ότι δίκαιο είναι το
συμφέρον του ισχυρού⁷. Ο Σωκράτης τον προκαλεί να τεκμηριώσει και ο Θρασύμαχος
απαντά ότι είτε Δημοκρατικό, ή τυραννικό, ή αριστοκρατικό είναι το πολίτευμα
μιας πόλης την εξουσία έχει η άρχουσα τάξη. Η άρχουσα τάξη κάθε πόλης θέτει
νόμους που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της και οι δικαστές ως φερέφωνα των
αρχόντων λένε ότι αυτοί οι νόμοι είναι δίκαιοι και όποιος τους παραβαίνει τον
τιμωρούν σαν άδικο. Άρα η δικαιοσύνη, με τη συμβατική της έννοια τουλάχιστον,
είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της εξουσίας και της άρχουσας τάξης.
Ο Σωκράτης συμφωνεί ότι το δίκαιο
είναι το συμφέρον, όμως εξετάζει την προσθήκη «του ισχυρού». Με ερωτήσεις και
απαντήσεις προκύπτει ότι οι νόμοι που ψηφίζουν οι άρχοντες δεν
είναι πάντα καλοί, αφού ως άνθρωποι κάνουν και αυτοί λάθη. Άρα υπάρχει η
περίπτωση να ψηφίσουν και νόμους κατά των συμφερόντων τους συμπεραίνει ο
Σωκράτης. Προφανώς λοιπόν η γενική αρχή «δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού»
δεν ισχύει πάντα, αφού κάποτε και οι ισχυροί νομοθετούν ενάντια στα συμφέροντα τους.
Ο Θρασύμαχος όμως δεν τα βάζει
κάτω. Κατηγορεί το Σωκράτη ότι διαστρεβλώνει τις θέσεις του και τον συκοφαντεί.
Η κάθε έννοια στη γενική της μορφή δεν περιέχει το λάθος. Ο γιατρός θεραπεύει
γιατί εξ’ ορισμού έχει τη γνώση. Ο λογιστής υπολογίζει σωστά, γιατί αν κάνει
λάθος αυτοαναιρείται, το ίδιο και ο τεχνίτης. Άρα και ο άρχοντας νομοθετεί
σύμφωνα με το συμφέρον του και ο αρχόμενος εκτελεί. Άρα δίκαιο είναι πάντα το
συμφέρον του ισχυρού συμπεραίνει ο σοφιστής.
Ο Σωκράτης ρωτά τον Θρασύμαχο αν
ο γιατρός είναι χρηματιστής ή θεραπευτής αρρώστων και αυτός επιλέγει το
δεύτερο. Στην ερώτηση για το αν ο πλοίαρχος είναι άρχοντας των ναυτών ή απλός
ναύτης ο Θρασύμαχος επιλέγει την πρώτη ιδιότητα. Ο Σωκράτης ακολούθως εκμαιεύει
από το Θρασύμαχο ότι κάθε Επιστήμη ή Τέχνη, αν είναι σωστή, υπάρχει για να εξυπηρετεί το συμφέρον αυτού που έχει
όφελος από αυτή. Μεταξύ άλλων παραθέτει τα ακόλουθα παραδείγματα:
1.
Η
ιατρική υπάρχει για να θεραπεύει τα ανθρώπινα σώματα
2.
Η
ιππευτική υπάρχει για τη σωστή διαχείριση των ίππων.
Άρα συμπεραίνει ο Σωκράτης κάθε σωστή επιστήμη υπάρχει για να βελτιώνει,
στον τομέα της, τη ζωή των ασθενέστερων, για την ενδυνάμωση των οποίων
δημιουργήθηκε. Άρα και ο σωστός άρχοντας λέει ο Σωκράτης δεν νομοθετεί υπέρ του
εαυτού του αλλά υπέρ των αρχομένων. Ο Θρασύμαχος όμως δεν συμφωνεί. Όπως ο
κτηνοτρόφος λέει στο Σωκράτη δεν ασκεί την κτηνοτροφία υπέρ των προβάτων και
των βοδιών αλλά υπέρ του δικού του
συμφέροντος, έτσι και οι άρχοντες βλέπουν τους υπηκόους τους σαν τα αρνιά. Οι
διοικούντες την πόλη βλέπουν το λαό ως αντικείμενο εκμετάλλευσης, όπως ο βοσκός
βλέπει το πρόβατο ως πηγή πλούτου για το μαλλί, το γάλα και το κρέας που του
προσφέρει. Γι’ αυτό όσοι υπακούν τους άρχοντες υπηρετούν ως ηλίθιοι ξένα
συμφέροντα κάνοντας τους άρχοντες ευτυχισμένους, ενώ δυστυχούν οι ίδιοι.
Επιπλέον ο δίκαιος και ο έντιμος στην ουσία είναι βλάκας και πάντα
μειονεκτεί απέναντι στον άδικο και τον πλεονέκτη λέει ο Θρασύμαχος στο Σωκράτη.
Όταν συνεταιριστεί ο δίκαιος με τον άδικο, ο δεύτερος πλεονεκτεί γιατί
εξαπατά τον πρώτο παίρνοντας τη μερίδα
του λέοντος. Ο δίκαιος πάντα σαν κορόιδο πληρώνει τους φόρους του ενώ ο άδικος
ως επιτήδειος πλεονέκτης φοροδιαφεύγει. Ο δίκαιος όταν έχει δημόσιο αξίωμα ζημιώνει
γιατί δεν εξυπηρετεί τα προσωπικά του συμφέροντα ενώ ο άδικος κερδίζει όταν
άρχει γιατί χρησιμοποιεί το δημόσιο ταμείο προς ίδιο όφελος. Ο άδικος
συμπεραίνει ο σοφιστής είναι τελικά εύπορος και ευτυχισμένος, ενώ ο δίκαιος
είναι φτωχός, βλάκας και αξιολύπητος.
Η τυρρανίδα δίνεται ως επιχείρημα από το Θρασύμαχο ότι δίκαιο είναι το
συμφέρον του ισχυρού. Ο τύραννος είναι κλέφτης, ιερόσυλος, καταχραστής και
φορέας κάθε αδικίας. Σε αντίθεση όμως με τους κοινούς κακοποιούς, που όταν
συλληφθούν τιμωρούνται, οι τύραννοι απολαμβάνουν τις αδικίες τους ατιμώρητα και
επαινούνται ακόμα από τους πολίτες οι οποίοι γίνονται κόλακες για να αποφύγουν
τα χειρότερα. Όσοι κατηγορούν την αδικία το κάνουν μόνο όταν την υφίστανται,
πότε όμως δεν την κατηγορούν όταν την κάνουν οι ίδιοι. Συμπερασματικά, λέει ο
Θρασύμαχος, η αδικία είναι ισχυρότερη του δικαίου, ιδίως όταν εκτελείται από
πρόσωπα που βρίσκονται σε θέση ισχύος.
Ο Σωκράτης ακολούθως καλεί το Θρασύμαχο να παραμείνει στη συζήτηση, καθώς ο
πρώτος θέλει να αποχωρήσει, για να τεκμηριώσει περεταίρω τη θέση του ότι η
αδικία είναι πιο κερδοφόρα της δικαιοσύνης, ενώ δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν
αποδέχεται ως ορθή την άποψη αυτή. Ο Θρασύμαχος κάνει το δύσκολο λέγοντας ότι
όσα είπε είναι αρκετά πειστικά και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ανοίξει το
κεφάλι των διαφωνούντων για να τα βάλει μέσα.
Ο δάσκαλος του Πλάτωνα ρωτά το Θρασύμαχο, αν ένας σωστός άρχοντας ασκεί τη
διοίκηση με ευχαρίστηση και αυτός απαντά καταφατικά. Θετικά απαντά και στην
ερώτηση αν κάθε τέχνη διαφέρει ως προς τις ωφέλειες και τη δύναμη. Κάθε Τέχνη
προσπορίζει σε αυτό που τη δέχεται μια ιδιαίτερη και διακριτή ωφέλεια, όμως
όλες έχουν κοινή ωφέλεια στον κάτοχο τους ότι του εξασφαλίζουν τα μέσα
βιοπορισμού. Όταν κάποιος είναι ορθός λέει ο Σωκράτης, αναγνωρίζει το βάρος της
ευθύνης που έχει η εξουσία και διστάζει να το αναλάβει. Γι’ αυτό οι άρχοντες
μισθοδοτούνται, γιατί αν είναι έντιμοι αναλαμβάνουν μεγάλο βάρος και ευθύνη
στην προσπάθεια τους να κάνουν καλό στους άλλους και όχι στον εαυτό τους. Οι
άριστοι συμπεραίνει ο Σωκράτης αναλαμβάνουν την εξουσία για να υπηρετήσουν το
κοινό καλό και όχι το ιδιοτελές συμφέρον. Γι’ αυτό δεν επιζητούν την εξουσία
και παρακαλούν να υπάρχει κάποιος καλύτερος τους για να τους απαλλάξει από το
βάρος της. Κάθε γνωστικός άνθρωπος προτιμά να ωφελείται αμέριμνος από τους
άλλους, παρά να είναι συνεχώς μέσα στη σκοτούρα και τα βάσανα για να ωφελήσει
τους άλλους. Όταν όμως η ανάγκη το επιβάλει, κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και
προσπαθεί δια της εξουσίας να λύσει τα προβλήματα των άλλων αφήνοντας πίσω το
ιδιοτελές του συμφέρον. Άρα διαφωνώ με την άποψη ότι δίκιο είναι το συμφέρον
του ισχυρού συμπεραίνει ο Σωκράτης και μάλλον το αντίθετο ισχύει.
Ακολούθως ο Σωκράτης ρωτά τον Γλαύκωνα να του πει τη γνώμη του αναφορικά με
την άποψη του Θρασύμαχου ότι η ζωή του άδικου είναι προτιμότερη από τη ζωή του
δίκαιου. Ο Γλαύκωνας διατυπώνει τη διαφωνία του με το Θρασύβουλο και ο Σωκράτης
τον καλεί σε διάλογο για να αντιμετωπίσουν με την μαιευτική μέθοδο τις
κακοδοξίες του Θρασύμαχου.
Ο σοφιστής αποκαλεί τη δικαιοσύνη ευγενική κουταμάρα και την αδικία,
φρόνηση, όσο ο άδικος ανενόχλητος κατορθώνει να αδικεί ατιμώρητα το σύνολο της
πόλης. Θεωρεί τους λωποδύτες επίσης
κερδοφόρους, όσο αποφεύγουν την τσιμπίδα του Νόμου. Βέβαια, λέει ο Θρασύμαχος,
ο επιτήδειος άδικος κυβερνήτης είναι σε καλύτερη μοίρα από ένα κοινό λωποδύτη.
Ο Σωκράτης ρωτά διευκρινιστικά τον Θρασύμαχο αν θεωρεί την αδικία όχι απλώς
προσοδοφόρα ατιμία αλλά αρετή, σοφία και ομορφιά και αυτός αποδέχεται τον
ευρύτερο ορισμό.
Ακολούθως ο Σωκράτης ρωτά τον Θρασύμαχο αν ένας δίκαιος θα ήθελε να έχει
περισσότερα από ένα άλλο δίκαιο και αυτός απαντά αρνητικά. Αν ο αντίδικος του
δικαίου είναι άδικος; Ρωτά ο δάσκαλος του Πλάτωνα. Τότε ο δίκαιος θα ζητούσε
ανεπιτυχώς να έχει περισσότερα από αυτόν απαντά ο Σοφιστής, ενώ ο άδικος θέλει
να πλεονεκτεί έναντι όλων, δικαίων και αδίκων. Εσύ όμως υποστηρίζεις, λέει ο
Σωκράτης, ότι ο άδικος είναι μυαλωμένος; Ο Θρασύμαχος το παραδέχεται.
Η συζήτηση μεταξύ του σοφού και του
σοφιστή συνεχίζεται ως εξής: Όπως ο μουσικός υπερέχει στην γνώση και τη φρόνηση
από τον άμουσο, ο γιατρός από τον απαίδευτο στην ιατρική ομοίως. Κάθε επιστήμων
είναι σοφός και ενάρετος στον τομέα του συμπεραίνει ο Σωκράτης και υπερέχει
στον τομέα του από αυτούς που στερούνται την ειδική γνώση. Εκείνος που δεν
κατέχει τη γνώση αν και θέλει να υπερέχει του σοφού δεν είναι δυνατό να το
πετύχει, συμπεραίνει περεταίρω ο Σωκράτης και ο Θρασύμαχος το δέχεται χωρίς να
αντιληφθεί αμέσως την αντίφαση που έπεσε. Προφανώς λοιπόν λέει ο Σωκράτης ο
δίκαιος υπερέχει του αδίκου, όπως ο μουσικός του άμουσου. Ο δίκαιος είναι
ενάρετος και σοφός και ο άδικος αμαθής και κακός.
Ο σοφιστής αντιλαμβάνεται την αντίφαση και προσπαθεί να υποβάλει στο
συνομιλητή του ότι τον παγίδεψε με παραπλανητικές ερωτήσεις και ότι δεν τον αφήνει
να αναπτύξει τις απόψεις του. Τελικά συμφωνούν να συνεχίσουν την κουβέντα τους
με τον εξής συμβιβασμό. Ο Θρασύμαχος να αναπτύσσει περισσότερο τις απόψεις του
και ο Σωκράτης να συνεχίσει να υποβάλλει ερωτήσεις.
Αφού η δικαιοσύνη είναι αρετή και σοφία πρέπει να είναι ισχυρότερη από την
αδικία που είναι αμάθεια και άγνοια λέει ο Σωκράτης και αφού ο συνομιλητής του
δεν το δέχεται προσπαθεί να το εξάγει μαιευτικά. Έτσι με μια σειρά
ερωταπαντήσεων προκύπτει ότι η αδικία οδηγεί σε έριδες και τσακωμούς, ενώ η
δικαιοσύνη σε σύμπνοια και ομόνοια. Άρα η δικαιοσύνη είναι δύναμη και η αδικία αδυναμία.
Εφόσον οι θεοί είναι δίκαιοι λέει ο Σωκράτης, ο δίκαιος είναι φίλος των θεών
και ο άδικος εχθρός τους.
Οι άδικοι συμμαχούν μεταξύ τους όταν έχουν κοινό συμφέρον και επιτελούν την
αδικία στους τρίτους, όμως μεταξύ τους είναι δίκαιοι. Γιατί αν ήταν άδικοι προς
όλους δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν τίποτε. Άρα η αδικία είναι αδυναμία,
διχόνοια και έριδα , ενώ η δικαιοσύνη είναι δύναμη, ειρήνη και συναντίληψη. Παραμένει
πάντως ανοικτό, είπε ο Σωκράτης, αν οι δίκαιοι είναι ευτυχέστεροι των αδίκων, ή
το αντίθετο συμβαίνει. Ακολούθως ο δάσκαλος του Πλάτωνα εκμαιεύει από τον
Θρασύβουλο ότι κάθε πράγμα έχει την
κύρια χρησιμότητα του. Τα μάτια χρησιμεύουν στην όραση, τα αυτιά την ακοή κ.ο.κ.
Η όραση είναι η αρετή των ματιών και ο αόμματος είναι δυστυχής. Η έλλειψη της θέασης
του κόσμου είναι το αντίστοιχο με την κακία. Συνακόλουθα η έλλογη σκέψη είναι η
αρετή του εγκεφάλου, όπως η αρετή των ποδιών είναι η μετακίνηση, της καρδίας η
αρετή η κυκλοφορία του αίματος. Η αρετή της ψυχής είναι η δικαιοσύνη. Όπως
αυτός που βλέπει είναι ευτυχέστερος του τυφλού, έτσι και ο δίκαιος πρέπει να
είναι ευτυχέστερος του άδικου, αφού έχει τη συνείδηση του ήσυχη. Ο άδικος μόνο
φαινομενικά επικρατεί και τελικά έχει άσχημα υστερινά. Τελικά η δικαιοσύνη
είναι ωφελιμότερη της αδικίας και ο δίκαιος πλεονεκτεί του αδίκου στην κάρπωση
της ευδαιμονίας συμπεραίνει θριαμβευτικά ο Σωκράτης.
Σημειώσεις Α΄ Βιβλίου
1.
Ο
Κέφαλος ήταν πλούσιος μέτοικος από τις Συρακούσες. Είχε εργαστήριο πολεμικών
ασπίδων.
2.
Η Θεά
Βενδίδα της Θράκης. Η γιορτή της τελούνταν στο τέλος της άνοιξης
3.
Οι γιοί
του Κέφαλου ήταν ο Λυσίας, ο Πολέμαρχος και ο Ευθύδημος
4.
331 d Ορισμός του Σιμωνίδη του επιγραμματοποιού περί
δικαίου: Οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος
ἐστὶν δικαιοσύνης, ἀληθῆ τε λέγειν καὶ ἃ ἂν λάβῃ τις ἀποδιδόναι. Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ὦ
Σώκρατες, ὑπολαβὼν ὁ Πολέμαρχος, εἴπερ γέ τι χρὴ Σιμωνίδῃ πείθεσθαι.
5.
Ο Πολέμαρχος εξοντώθηκε από το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων το 404 π.Χ.
6.
Ο Θρασύμαχος ήταν Ρήτορας και σοφιστής από τη Χαλκηδόνα
που υποστήριζε ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού
7.
338c φημὶ γὰρ ἐγὼ εἶναι τὸ
δίκαιον οὐκ ἄλλο τι ἢ τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον.