Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Πλάτωνος Πολιτεία Βιβλίο Δεύτερο


Β βιβλίο

Σύνοψη
Ερευνάται η ουσία του  δικαίου με αντιπαραβολή των εννοιών του δίκαιου και του άδικου ανθρώπου. Η διερεύνηση γίνεται  στα πλαίσια της λειτουργίας της πόλης, εφόσον ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Η ύπαρξη της πόλης είναι αναγκαιότητα, εφόσον είναι αναγκαιότητα ο καταμερισμός εργασιών.  Όλοι δεν μπορούν να τα κάνουν όλα, κανείς δεν είναι αυτάρκης. Ο νόμος αποτελεί το ρυθμιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι συμβιώνουν. Η λιτότητα των πολιτών βοηθά τη λειτουργία της πόλης και  τις σχέσεις μεταξύ τους, εφόσον όσο πιο εξεζητημένες οι ανάγκες τόσο πιο περίπλοκη η κοινωνική δομή, γιατί χρειάζεται περεταίρω εξειδίκευση για να τις ικανοποιήσουν. Η συζήτηση οδηγείται σταδιακά στα χαρακτηριστικά της ιδανικής πολιτείας. Ο Πλάτων στηλιτεύει τις παραδοξολογίες των ποιητών που περιγράφουν θεούς με ανθρώπινες αδυναμίες. Η έννοια του δικαίου είναι σύμφυτη με την έννοια του θεού.

Ανάπτυξη

Διάλογος Γλαύκωνα - Σωκράτη
Ο Γλαύκων¹ παίρνει τη σκυτάλη. Προτείνει στο Σωκράτη, να τους πείσει, πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι προτιμότερο κάποιος να είναι δίκαιος παρά άδικος².΄Ο Σωκράτης αποδέχεται να συνεχίσει τη συζήτηση.  Ο Γλαύκωνας του υποβάλλει ότι υπάρχουν οι ακόλουθες τρεις κατηγορίες αγαθών:
1.       Αγαθά τα οποία αποτελούν αυταξίες, όπως η χαρά και οι αβλαβείς ηδονές. Τα αγαθά αυτά τα επιδιώκουμε για τον εαυτό τους και όχι για τις συνέπειες τους.
2.       Υπάρχουν αγαθά τα οποία είναι μεν καλά τα ίδια το χρόνο που τα βιώνεις, όμως επιπλέον έχουν και θετικές συνέπειες. Η υγεία για παράδειγμα είναι αγαθό, οι συνέπειες της όμως, όπως η ευεξία, η ποιότητα ζωής και η μακροβιότητα είναι επίσης επιθυμητά. Ένα δεύτερο αγαθό της κατηγορίας αυτής είναι η φρόνηση.
3.       Τρίτο είδος αγαθού είναι εκείνο το οποίο όταν το βιώνεις φαίνεται επίπονο και κοπιώδες, όπως η γυμναστική, η κατάποση πικρών φαρμάκων στα πλαίσια της θεραπείας, η σκληρή εργασία που προκαλεί καταπόνηση. Όμως τα αποδεχόμαστε γιατί αν και πικρά στην αρχή, μακροπρόθεσμα έχουν ως συνέπεια ωφέλειες ακριβές, όπως η υγεία, η θεραπεία των ασθενειών και η αυτάρκεια στην ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών.
Ο Σωκράτης αποδέχεται την κατηγοριοποίηση των αγαθών που του υποβάλλει ο Γλαύκωνας, οπότε ο τελευταίος τον ερωτά σε ποια από τις  κατηγορίες  αυτές κατατάσσει τη δικαιοσύνη. Ο Σωκράτης κατατάσσει το δίκαιο στη δεύτερη κατηγορία, δηλώνοντας ότι αποτελούν χαρά τόσο η άσκηση του, όσο και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του. Ο Γλαύκων ακολούθως καλεί το Σωκράτη να επανεξετάσουν την επιχειρηματολογία του Θρασύμαχου για να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η υπεροχή του δικαίου έναντι του αδίκου. Είναι γεγονός,  λέει ο αδελφός του Πλάτωνα, ότι πολλοί εφαρμόζουν τη δικαιοσύνη ως αναγκαίο κακό, παρά καλό. Στα αυτιά των πολλών η ατιμώρητη αδικία είναι καλύτερη από τη ζωή του δικαίου. Θέλω να πειστώ πέραν πάσης αμφιβολίας συνεχίζει ο συνοδοιπόρος του Σωκράτη, ότι η δικαιοσύνη είναι καλύτερη της αδικίας. Όπως ο Θρασύβουλος επαίνεσε την αδικία, επαίνεσε και εσύ την δικαιοσύνη και ανάδειξε την υπεροχή της ποιότητας της ζωής του δικαίου σε σχέση με του αδίκου.
Η αδικία είναι καλή όταν αδικείς τους άλλους και κακή όταν την υφίστασαι συνεχίζει ο Γλαύκωνας. Γι’ αυτό οι αδύνατοι δημιούργησαν το νόμο και τη δικαιοσύνη για να μετριάσουν τις συνέπειες της αδικίας που την υφίστανται λόγω της αδυναμίας τους³. Από την άλλη οι δυνατοί δεν θέλουν τη δικαιοσύνη γιατί είναι ευτυχισμένοι αδικώντας τους άλλους ατιμώρητα. Η δικαιοσύνη λοιπόν, συμπεραίνει ο Γλαύκων, είναι ο μέσος όρος, ο συμβιβασμός, μεταξύ της  άκρας ευτυχίας  να αδικείς τους άλλους ατιμώρητα και της άκρας δυστυχίας να σε αδικούν συνέχεια χωρίς να μπορείς, λόγω της αδυναμίας σου, να τους εκδικηθείς. Το δίκαιο είναι σεβαστό γιατί οι πολλοί αδύνατοι που δεν μπορούν να αδικήσουν και συνεχώς αδικούνται βρίσκουν σε αυτό παρηγοριά. Το δίκαιο βάζει κάποιους φραγμούς στους λίγους ισχυρούς, τους υποβάλλει να τηρούν τα προσχήματα,  μετριάζει τις αδικίες τους. Είναι μέρος του κοινωνικού συμβολαίου, η αναγκαία ρυθμιστική συνθήκη λειτουργίας της Πολιτείας
Αυτοί που εφαρμόζουν το δίκαιο το κάνουν ως αντίδοτο της αδυναμίας τους που τους εμποδίζει να αδικήσουν τους άλλους. Όταν όμως στον αδύνατο δοθεί εξουσία τότε λόγω πλεονεξίας τείνει να αδικήσει τους άλλους. Για να δείξει παραστατικά τι εννοούσε, ο Γλαύκων δίνει το ακόλουθο παράδειγμα:

Η Ιστορία του Γύγη
Ο Γύγης ήταν βοσκός στην υπηρεσία του βασιλιά της Λυδίας. Κάποτε έγινε νεροποντή, δυνατός σεισμός και φανερώθηκε ένα μεγάλο χάσμα εκεί που βοσκούσε το κοπάδι του. Μπήκε μέσα στο σπήλαιο και μεταξύ άλλων, βρήκε ένα νεκρό γίγαντα που φορούσε στο δάκτυλο του ένα δακτυλίδι. Όταν αργότερα οι βοσκοί του βασιλιά συγκεντρώθηκαν για να του αναφέρουν  τα αποτελέσματα της δουλειάς τους, έφτασε και ο Γύγης φορώντας το δακτυλίδι. Όταν τυχαία έστριψε την πέτρα του δακτυλιδιού προς το μέσα μέρος του χεριού του έγινε αόρατος! Οι βοσκοί δεν αντιλαμβάνονταν την παρουσία του. Εκμεταλλευόμενος το τρομερό πλεονέκτημα που του έδινε το δακτυλίδι, ο Γύγης μπήκε αόρατος στο παλάτι, σκότωσε το βασιλιά και πήρε τη θέση του!

Το παράδειγμα του Γύγη συμπέρανε ο Γλαύκωνας φανερώνει ότι ακόμα και ο πλέον δίκαιος, όταν αποκτήσει απεριόριστη δύναμη γίνεται πλεονέκτης, καταχραστής και φονιάς. Γιατί όποιος φορεί το δακτυλίδι του Γύγη μπορεί να μπει σε όποιο σπίτι θέλει, να κλέψει, να σκοτώσει και να βιάσει ατιμώρητος. Άρα ο άνθρωπος έχει μέσα του τα πιο άγρια ένστικτα. Μόνο η αδυναμία του τον αναγκάζει να τα τιθασεύσει και να περιορίσει στα όρια του νόμου. Όσο πιο αδύναμος είναι ο άνθρωπος τόσο περισσότερο επικαλείται την προστασία του νόμου. Αυτό γιατί, αφού δεν μπορεί να αδικήσει, έχει το νόμο ως ασπίδα για να μην αδικηθεί. Από την άλλη ο δυνατός προσπαθεί να παρακάμψει το νόμο, γιατί εμποδίζει την ανεξέλεγκτη  επιβολή του επί των αδυνάτων συνανθρώπων του.
Ο πλέον άδικος, λέει ο Γλαύκωνας, είναι αυτός που αδικεί και κατορθώνει όπως το Γύγη να μένει απαρατήρητος. Για να το δικαιολογήσει λέει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία από ένα παλιάνθρωπο που ξεγελά τους συμπολίτες του σε τέτοιο βαθμό που τον τιμούν ως δίκαιο. Ο απατεώνας αυτός καλύπτει την αδικία του τόσο με την επιτηδειότητα του λόγου,  με τη σωματική του ρώμη,  και με τον πλούτο του. Με τα λεφτά του δωροδοκεί και διαφθείρει. Προσφέρει θυσίες και θεάματα και με αυτά καλύπτει τις αδικίες του και παριστάνει τον ευεργέτη ενώ είναι εκμεταλλευτής. Παρουσιάζεται ως δίκαιος και ευεργέτης του λαού επιστρέφοντας μικρό μέρος όσων καρπώθηκε, ενώ ουσιαστικά δεν είναι παρά κλέφτης και καταχραστής. Με αυτά τα όπλα κατορθώνει να ξεγλιστρά και να δικαιώνεται, ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που αποκαλύπτεται μια από τις αδικίες που έκανε. Λόγω των διασυνδέσεων που έχει κατορθώνει να ξεγελά τον Νόμο και να κάνει τις μεγαλύτερες αδικίες ατιμώρητα.
Από την άλλη ο δίκαιος στερείται πονηριάς και επιτηδειότητας. Εύκολα λοιπόν πέφτει θύμα συκοφαντίας και διαβολής. Έτσι οι άκακοι και δίκαιοι άνθρωποι γίνονται συνήθως θύματα των επιτηδείων και των πονηρών ανθρώπων και η ζωή τους είναι πολύ δύσκολη. Κάποτε φτάνουν στο σημείο να πληρώνουν ξένα κρίματα και να τιμωρούνται από το νόμο στη θέση των πραγματικά αδίκων που κατορθώνουν με την πονηριά τους να ξεφεύγουν από τα δίκτυα της δικαιοσύνης. Ακόμα και να κάνει ένα μεγάλο καλό ο δίκαιος δεν καρπούται τη δίκαιη αμοιβή του γιατί λόγω αγαθότητας και αφιλοκέρδειας δεν καταδέχεται να προβάλει τα δίκαια του. Στο τέλος, και στην καλύτερη περίπτωση ο δίκαιος πεθαίνει μόνος, φτωχός και αδικημένος.
Τα πιο πάνω επιχειρήματα υποσημειώνουν το κρίσιμο ερώτημα. Είναι ο δίκαιος ευτυχέστερος του αδίκου ή το αντίθετο συμβαίνει;

Συζήτηση Σωκράτη Αδείμαντου Γλαύκωνα
Στη συζήτηση μπαίνει ο Αδείμαντος, ο αδελφός του Γλαύκωνα. Σε αντίθεση με τον αδελφό του λέει ότι οι γονείς παροτρύνουν τα παιδιά τους να είναι δίκαια. Γιατί όποιος είναι δίκαιος έχει καλή φήμη. Χαίρει της εμπιστοσύνης των συμπολιτών του οι οποίοι τον προτιμούν ως γαμπρό για τις κόρες τους και ως αξιωματούχο της πόλεως, γιατί έχουν εμπιστοσύνη στην εντιμότητα του. Επιπλέον πιστεύεται πως ο δίκαιος έχει την εύνοια των θεών. Παραθέτει ως τεκμήριο αυτής της εύνοιας τους στίχους του Ομήρου και του Ησιόδου. Στους στίχους των σπουδαίων αυτών ποιητών αναφέρεται ότι τα χωράφια των δικαίων καρπίζουν περισσότερο και τα πρόβατα τους έχουν άφθονο μαλλί και κρέας.
Επιπλέον ο ορφικός ποιητής Μουσαίος λέει ότι οι δίκαιοι μεταθανάτια στεφανώνονται και περνούν ζωή χαρισάμενη στον Άδη. Επιπλέον οι θεοί ως ανταμοιβή για τον έντιμο βίο τους αφήνουν τις γενεές των απογόνων τους να ζουν μακάριες στη γη επί πολλά χρόνια. Απεναντίας οι ασεβείς και οι άδικοι μετά θάνατο βασανίζονται στα τάρταρα του Άδη. Είναι γνωστός ο πύθος των  Δαναΐδων. Όμοια και οι άδικοι βασανίζονται στο βόρβορο του Άδη αναγκαζόμενοι, ανεπιτυχώς και ατερμόνως να κουβαλούν νερό σε κόσκινα. Ακόμα και στη ζωή όμως συχνά τιμωρούνται  από τους αδικημένους που βρίσκουν τρόπους να τους θέσουν προ των ευθυνών τους.
Περεταίρω η κοινή γνώμη εξυμνεί τη δικαιοσύνη ως άθλο δύσκολο, επίπονο αλλά ωραίο. Από την άλλη η ατιμώρητη αδικία μπορεί να είναι προσωρινά ευχάριστη και προσιτή, όμως είναι αισχρή. Υπάρχουν βέβαια και οι κόλακες που για ίδιο όφελος τιμούν τους πλούσιους και άδικους και περιφρονούν τους δίκαιους αν είναι φτωχοί. Ο δρόμος της αρετής είναι δύσκολος ενώ της κακίας εύκολος, όπως δείχνουν και οι άθλοι του Ηρακλέους. Κάποιοι λένε πως η εύνοια των θεών μπορεί να κερδηθεί με θυσίες και αφιερώματα στους ναούς τους. Οι διάφοροι αγύρτες πείθουν τους αφελείς ότι ακόμα και οι θεοί εξαγοράζονται.
Απ’ όλες αυτές τις πλειστάκις αντιφατικές απόψεις, προκύπτει για τους νέους ανθρώπους το βασανιστικό ερώτημα που συνοψίζεται στους στίχους του Πινδάρου ως εξής:

Άραγε ως Ηρακλής να τολμήσω με μόχθους και βάσανα να κατακτήσω τον ψηλό πύργο της αρετής ή με πλάγιους τρόπους να ακολουθήσω το δρόμο της απάτης;
Οι άνθρωποι επικεντρώνουν την προσοχή τους στα φαινόμενα και όχι την ουσία. Η εντύπωση είναι πιο δυνατή από την αλήθεια που είναι είδος δυσθήρατο. Εξωτερικά οι πονηροί δείχνουν δίκαιοι για να κερδίσουν τους αφελείς. Η δικαιοσύνη τους όμως είναι επίπλαστη και υπάρχει μόνο για να κερδίζουν την εύνοια του κόσμου και τα υλικά οφέλη που αυτή δίνει.  Έχουν εξωτερικά το σχήμα της αρετής ενώ εσωτερικά είναι  πονηρές αλεπούδες και σαρκοβόροι λύκοι, όπως λέει ο ποιητής Αρχίλοχος.
Στον αντίλογο ότι δεν είναι εύκολο πάντα να ξεγελάς τον κόσμο πρέπει να παραδεχτούμε, παραδέχεται ο Αδείμαντος ότι πράγματι υπάρχει δυσκολία. Ο πανούργος που είναι έξυπνος εξασφαλίζει με το αζημίωτο τη βοήθεια των δημαγωγών και των δικηγόρων, που με σοφιστείες και δικανικά τεχνάσματα κάνουν το μαύρο άσπρο. Παρουσιάζουν τον άδικο ως δίκαιο και αμαυρώνουν τη φήμη του δικαίου. Έτσι οι πονηροί και άδικοι κατορθώνουν να ζουν πλουσιοπάροχα ενώ οι δίκαιοι υποφέρουν, δυστυχούν και στερούνται.
Ο Σωκράτης αποκρίνεται ότι τους θεούς ούτε να τους ξεγελάσεις ούτε να τους νικήσεις μπορείς. Σε αυτό ο Αδείμαντος αποκρίνεται ότι αν οι θεοί είναι ανύπαρκτοι ή αδιάφοροι για τους ανθρώπους και τα έργα τους, τότε η γνώση που έχουν για τα ανθρώπινα δεν επηρεάζει τη ζωή μας. Ακόμα όμως και να υπάρχουν, οι θεοί μπορούν να μεταπειστούν και να μην τιμωρήσουν τον άδικο άνθρωπο,  αν αυτός τους εξευμενίσει με θυσίες. Έτσι συμφέρει να είναι κανείς άδικος εφόσον ακόμα και ο θεός μπορεί να εξαγοραστεί με ένα μικρό μέρος των λαφύρων της αδικίας.
Ο Σωκράτης επιμένει λέγοντας ότι οι άδικοι τιμωρούνται στον Άδη για τις αδικίες τους και άρα είναι ασύμφορο να είμαστε άδικοι. Ο Αδείμαντος όμως επιμένει ότι και οι πεθαμένοι μπορούν να εξαγοράσουν την εύνοια των θεών, αν οι ζώντες συγγενείς τους προσφέρουν τις δέουσες θυσίες. Οι έξυπνοι λέει ο Αδείμαντος, συνδυάζουν την επιφανειακή κοσμιότητα με την επιτηδευμένη αδικία. Άρα ξεγελούν θεούς και ανθρώπους ζώντας καλά και πλουσιοπάροχα και εδώ και στον Άδη.
Αν εξαιρέσει κάποιος κάποιους σπάνιους θεοφώτιστους άντρες, που είναι φύση δίκαιοι, αυτοί που κατακεραυνώνουν την αδικία το κάνουν γιατί είναι αδύνατοι και δειλοί και φοβούνται να αδικήσουν. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, αν αποκτήσουν   δύναμη ξεχνούν τη δικαιοσύνη και αδικούν  τους άλλους με τρομερή μανία, όπως δείχνει και το παράδειγμα του Γύγη. Αν η δικαιοσύνη είναι το μέγιστο αγαθό και η αδικία το μέγιστο κακό, γιατί οι άνθρωποι τείνουν προς την αδικία και χρειαζόμαστε συνεχώς τους φύλακες που προσέχουν τους ανθρώπους να μην αδικήσουν;  Αν η δικαιοσύνη ήταν η μέγιστη ηδονή της ψυχής τότε δεν θα ήταν οι φύλακες του νόμου  άχρηστοι;
Ο Αδείμαντος τελειώνει το μεγάλο μονόλογο του παρακινώντας το Σωκράτη να μην αποδείξει ότι η δικαιοσύνη είναι ανώτερη της αδικίας, αλλά ότι η δικαιοσύνη είναι αυταξία, όπως την όραση, την ακοή και τις υπόλοιπες αισθήσεις τις οποίες αυτονόητα θεωρούμε ως το θεμέλιο μιας καλής ζωής. Ο Σωκράτης λοιπόν καλείται να αποδείξει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι απλώς μια αναγκαία κοινωνική σύμβαση, ικανή να εξισορροπεί τα αντίθετα συμφέροντα των ανθρώπων και να μετριάζει την κακή θέση των αδυνάτων βάζοντας φραγμούς στην αυθαιρεσία των ισχυρών. Καλείται να αποδείξει ότι η δικαιοσύνη  είναι, αυτή  καθ’ εαυτή Το Αγαθό ενώ η αδικία Το Κακό.
Ο Σωκράτης δηλώνει τη δυσκολία του να πείσει τους συνομιλητές του που δεν ικανοποιήθηκαν από   όσα είπε στο Θρασύμαχο. Παρά ταύτα δηλώνει ότι θα κάνει ότι μπορεί για να τους πείσει. Ακολούθως εισάγει τον ακόλουθο ορισμό.  Διαχωρίζει τη δικαιοσύνη σε ατομική, που χαρακτηρίζει ένα άτομο και σε συλλογική που είναι η δικαιοσύνη που αφορά μια ολόκληρη πόλη. Ο Αδείμαντος δέχεται το διαχωρισμό και ο Σωκράτης του ζητά να μελετήσουν το δίκαιο ως συλλογικό αγαθό στα πλαίσια της πόλης. Ο Σωκράτης δηλώνει ότι μια πόλη γεννιέται γιατί οι άνθρωποι, ως μεμονωμένα άτομα δεν είναι αυτάρκεις, ενώ στα πλαίσια της πόλης συμπληρώνει ο ένας τις ανάγκες του άλλου. Δεν μπορεί ένα άτομο να είναι ταυτόχρονα γεωργός, τεχνίτης, ράφτης κτηνοτρόφος, κτίστης κλπ. Άλλα για να λειτουργήσει η πόλη κάνει ένα επάγγελμα που ικανοποιεί τις ανάγκες των συνανθρώπων του στον τομέα αυτό ενώ, με τον ίδιο τρόπο συμπολίτες του με διαφορετικά επαγγέλματα ικανοποιούν τις δικές του πολυποίκιλες ανάγκες. Οι πολίτες έχουν ανάγκη τροφής. Την ανάγκη αυτή ικανοποιούν άλλοι πολίτες που είναι γεωργοί. Όμοια οι κάτοικοι έχουν ανάγκη στέγης. Την ανάγκη αυτή ικανοποιούν οι κτίστες κ.ο.κ.  Στα πλαίσια της κοινωνίας υπάρχει λοιπόν εξειδίκευση γιατί οι ανάγκες είναι πολλές και οι γνώσεις κάθε ξεχωριστού ατόμου λίγες. Κάθε άτομο κάνει την εργασία εκείνη που του πάει καλύτερα και έχει τη φυσική κλήση για να την κάνει. Το μοντέλο εκείνο στο οποίο ο κάθε άνθρωπος ικανοποιεί μόνος του τις ανάγκες του, κάνοντας όλες τις δουλειές είναι ανεπαρκές γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι καλός σε όλα. Κάθε άνθρωπος εξειδικεύεται σε μια εργασία στην οποία έχει φυσική κλίση. Υπάρχει καταμερισμός εργασίας και συνακόλουθα δεκάδες διαφορετικά επαγγέλματα σε μια πόλη.
Παρά τα πολυάριθμα επαγγέλματα, καμμιά πόλη δεν είναι πλήρως αυτάρκης και χρειάζεται να εισάγει αγαθά λέει ο Σωκράτης και ο Αδείμαντος συμφωνεί. Κάθε πόλη λοιπόν θα πρέπει να έχει σημαντικό αριθμό εμπόρων για εισαγωγές και εξαγωγές. Πλήθος αγαθών που χρειάζεται η πόλη για ιδία χρήση ή για να τα ανταλλάζει με άλλες πόλεις για να εισάγει  ότι χρειάζεται καλύπτεται από το εμπόριο.
Η πολυπλοκότητα των συναλλαγών έκανε αδύνατο τον αντιπραγματισμό, επισημαίνουν οι δύο συνομιλητές. Δεν είναι πράγματι εύκολο να συμπίπτει πάντοτε η προσφορά ενός αγαθού με τη ζήτηση του, ούτε συμπίπτει χρονικά  και τοπικά η ύπαρξη ανθρώπων που έχουν αγαθά τα οποία αμοιβαίως θέλουν να ανταλλάξουν. Έτσι υπάρχει η ανάγκη δημιουργίας του χρήματος, ως κοινού μέτρου της αξίας των αγαθών. Επιπλέον είναι αναγκαίοι οι μεσάζοντες μεταπωλητές έμποροι, οι οποίοι αγοράζουν έναντι χρήματος ποικίλα αγαθά και τα μεταπωλούν σε όσους έχουν ανάγκη με κέρδος.
Ακόμα, επισημαίνει ο Σωκράτης, υπάρχουν και αυτοί που είναι μεν πνευματικά νωθροί όμως έχουν μεγάλη σωματική δύναμη, την οποία πουλούν σε όσους τη χρειάζονται κάνοντας σκληρές χειρωνακτικές εργασίες. Αυτοί είναι οι μισθωτοί εργάτες που είναι επίσης απαραίτητοι σε κάθε πόλη για να μεταφέρουν αγαθά, να βγάζουν τα μέταλλα από τη γη κλπ .
Σε όλο αυτό το πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων και αλληλεπιδράσεων ποια είναι η θέση της δικαιοσύνης και της αδικίας ρωτά ο Σωκράτης. Με ποια από τα προαναφερθέντα επαγγέλματα, τα οποία αποτελούν τον κοινωνικό ιστό, έχει σχέση η δικαιοσύνη;

Ο Γλαύκωνας διακόπτει τη συζήτηση λέγοντας  ότι χρειάζονται και άλλα αγαθά, πέραν των στοιχειωδών, για μια πολυτελή διαβίωση. Αυτό οδηγεί σε νέα επαγγέλματα που ικανοποιούν την τάση των ανθρώπων για επίδειξη και πολυτέλεια και κάνουν τις κοινωνικές σχέσεις πλέον περίπλοκες. Έτσι για τα παλάτια των αρχόντων χρειάζονται αρχιτέκτονες, λιθοξόοι, μουσικοί, ζωγράφοι, διακοσμητές, ποιητές, ηθοποιοί, γελωτοποιοί, κατασκευαστές ακριβών ειδών και αρωμάτων  και πλείστοι άλλοι. Η ανάγκη για περισσότερα αγαθά οδηγεί τις πόλεις σε επεκτατικούς πολέμους για απόσπαση αγαθών και εδάφους. Αυτό γιατί το έδαφος και οι φυσικοί πόροι του κράτους κρίνονται ανεπαρκείς όταν οι άρχοντες κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως οι πολίτες δεν είναι λιτοδίαιτοι, αλλά επιζητούν συνεχώς περισσότερα.  Η ρίζα λοιπόν των πολέμων είναι η ανθρώπινη απληστία και πλεονεξία. Ο πόλεμος όμως οδηγεί στο να ακολουθήσουν πολλοί άνθρωποι το επάγγελμα του πολεμιστή. Αυτοί είναι εξειδικευμένοι στο επάγγελμα του στρατιώτη. Στη παρατήρηση δε του Γλαύκωνα ότι στρατιώτες θα μπορούσαν, περιστασιακά, να είναι μόνο οι πολίτες, ο Σωκράτης αντιτείνει ότι ένας επαγγελματικός στρατός, λόγω εξειδίκευσης είναι καλύτερος από ένα στρατό επιστράτων απόλεμων πολιτών. Αυτό βρίσκεται σε συμφωνία με την επαγγελματική εξειδίκευση που υπάρχει σε κάθε πόλη, λέει ο Σωκράτης και ο Γλαύκωνας αναγκάζεται να συμφωνήσει.
Ο Σωκράτης αποκαλεί τους επαγγελματίες πολεμιστές φύλακες της πόλης και ακολούθως θέτει το ερώτημα ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά των ιδανικών φυλάκων. Ύστερα παρομοιάζει ένα καλό φύλακα-πολεμιστή με ένα καθαρόαιμο σκυλί ράτσας. Όπως το σκυλί φύλακας έχει πολύ καλή ακοή, είναι δυνατό, ευκίνητο και με κοφτερά δόντια και νύχια  για να πιάσει το θήραμα του, έτσι και ο επαγγελματίας πολεμιστής πρέπει να ευρίσκεται σε άριστη φυσική κατάσταση, να είναι σωματικά ισχυρός, να είναι εκπαιδευμένος στους πολεμικούς ελιγμούς, στην πάλη, στη μάχη σώμα με σώμα. να έχει θάρρος, οξύνοια, πολεμικό ένστικτο και τα κατάλληλα όπλα που θα τον οδηγήσουν στη νίκη όταν χρειαστεί να πολεμήσει. Οι φύλακες πρέπει να είναι οξύθυμοι με τους εχθρούς και φιλικοί με τους πολίτες. Όπως τα σκυλιά που είναι φιλικά και υπάκουα προς τους ιδιοκτήτες και τους γνωστούς τους,  αλλά εχθρικά και επιθετικά προς τους ξένους και κακόβουλους άγνωστους.
Τα σκυλιά όπως και οι καλοί φύλακες είναι φιλομαθείς λέει ο Σωκράτης γιατί έχουν αναπτύξει κώδικα αναγνώρισης εχθρών και φίλων και συνακόλουθα αναπτύσσουν την ανάλογη συμπεριφορά προς τον καθένα. Ο Γλαύκωνας συμφωνεί. Ο καλός φύλακας της πόλης λοιπόν πρέπει εκτός από άριστος γνώστης των πολεμικών τεχνών να είναι και φιλοσοφημένο άτομο με κριτικό μυαλό. Ακολούθως στη συζήτηση μπαίνει ξανά ο Αδείμαντος ο αδελφός του Γλαύκωνα και διαλέγεται με το Σωκράτη επί του θέματος της εκπαίδευσης των φυλάκων της πόλης. Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης περιλαμβάνει τόσο το μάθημα της Μουσικής όσο και της Γυμναστικής
Οι υποψήφιοι φύλακες της πόλης πρέπει από παιδιά να εκπαιδεύονται με διδακτικούς μύθους και όχι με μύθους με αμφίβολο ή αλληγορικό περιεχόμενο. Η θεογονία του Ησιόδου και τα ποιήματα του Ομήρου που παριστάνουν τους θεούς γεμάτους πάθη, μίση και ύπουλους  πρέπει να αποφεύγονται. Δεν είναι  ο θεός ον αγαθό και συνακόλουθα πρέπει  να παριστάνεται ως τέτοιο;⁹ ρωτά ο Σωκράτης για να κατακεραυνώσει τον Όμηρο που σκιαγραφεί τους Θεούς ως γεμάτους με μικρόψυχα πάθη. Ο Αδείμαντος συμφωνεί με την παρατήρηση η οποία συμπληρώνεται με τη διαπίστωση ότι εκ του αγαθού μόνο ωφέλεια προκύπτει. Οι ιδρυτές της πόλης λοιπόν  πρέπει να επιτρέπουν τη διδασκαλία κάποιων μύθων ως διδακτικών και ωφέλιμων  και να απαγορεύουν τη διδασκαλία άλλων ως βλαβερών για την ανάπτυξη των παιδιών.
Από τον Θεό προκύπτουν μόνο τα αγαθά ενώ τα κακά έχουν αλλότριες αιτίες. Άρα δεν πρέπει να δεχόμαστε την ποίηση του Ομήρου που αναφέρει ότι ο Δίας έχει δύο πιθάρια το ένα γεμάτο καλά και το άλλο κακά. Σε κάθε άνθρωπο λέει ο Όμηρος, ο Δίας μοιράζει τυχαία είτε μόνο καλά είτε μόνο κακά είτε ανάμεικτα. Ούτε να διδάσκουμε τις αναφορές του Ομήρου ότι τάχα οι θεοί υποκινούν τα κακά ή την καταπάτηση των όρκων. Αλλά οι μύθοι πρέπει να διδάσκουν ότι οι θεοί πράττουν το καλό, ή τιμωρούν την αδικία για να προστατεύσουν τους αδικούμενους και να διδάξουν τους αδίκους την επανόρθωση και τη μη επανάληψη της αδικίας. Διδάσκοντας τους νέους, μέσω των μύθων, ότι οι θεοί είναι αγαθοί και ότι η αδικία τιμωρείται προάγουμε την ευνομία και τη δικαιοσύνη στην πόλη.  Οι νομοθέτες λοιπόν να ψηφίζουν νόμους που επιβάλλουν την παρουσία θεών θεματοφυλάκων του αγαθού.
Όπως ένα σπίτι που είναι κτισμένο σωστά και δομημένο με τα καλύτερα υλικά αντιστέκεται με επιτυχία στις επιβουλές της φύσης, έτσι και μια ορθά εκπαιδευμένη ψυχή είναι σε θέση να αντισταθεί στις κακές επιβουλές. Ακόμα περισσότερο ο θεός ως ον τέλειο είναι πλήρως αμετάβλητος και σταθερά προσανατολισμένος προς το καλό¹º και δεν μπορεί να μεταβληθεί σε κακό ον ή όν που προκαλεί κακές επιδράσεις στους ανθρώπους. Ως τέλειο, άριστο, εύμορφο, αγαθό ον ο θεός είναι αμετάβλητος γιατί αν μπορούσε να γίνει καλύτερος θα ήταν ατελής, αν δε ο ίδιος τρεπόταν προς το κακό δεν θα ήταν αγαθός ούτε τέλειος ούτε θεός αιώνιος αλλά άνθρωπος θνητός και ατελής.
Η τελειότητα και το αμετάβλητο του θεού είναι ασυμβίβαστη με τις  ανθρωπομορφικές εικόνες των ποιητών που παρουσιάζουν τον Πρωτέα να αλλάζει μορφές, το Δία και την Ήρα να μεταμορφώνονται σε ζητιάνους και να πλανιούνται στις πόλεις των ανθρώπων . Είναι επίσης αδιανόητο  οι μητέρες να τρομάζουν τα παιδιά τους λέγοντας τους ότι κάποιοι θεοί μεταμορφώνονται σε δαίμονες και φοβίζουν τα ανυπάκουα παιδιά τη νύκτα.
Ακολούθως ο Σωκράτης ρωτά τον Αδείμαντο αν οι Θεοί εξαπατούν τους ανθρώπους δήθεν ότι μεταβάλλουν μορφή ή λένε άλλης μορφής ψέματα, αλλά αυτός δηλώνει άγνοια. Περεταίρω ο Σωκράτης διατυπώνει τη θέση ότι κάθε νούσιμο ον απεχθάνεται το ψέμα και την απάτη γιατί αυτά είναι συνώνυμα με την άγνοια και την αμάθεια ενώ είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό του ανθρώπου η ροπή προς την γνώση, που ταυτίζεται με την αλήθεια. Ο Αδείμαντος συμφωνεί. Καταλήγουν λοιπόν στην άποψη ότι το ουσιαστικό ψέμα και όχι το επουσιώδες ή κατά σύμβαση είναι απαράδεκτο και για θεούς και για ανθρώπους¹¹.
Υπάρχουν όμως και ψέματα κατά σύμβαση και κατά συνθήκη, που λέμε σε κάποιο εχθρό για να προστατευθούμε, ή σε κάποιο παράφρονα για να αποτρέψουμε μια παράλογη αντίδραση. Αυτά τα ψεύδη είναι ανεκτό να λέγονται από ανθρώπους ως ιαματικά ψεύδη  για το ευρύτερο καλό. Οι θεοί όμως που είναι πέραν και πάνω των συμβάσεων της ανθρώπινης κοινωνίας δεν λένε καθόλου ψέματα. Ο Σωκράτης καταλήγει λοιπόν ότι η τελειότητα της θεϊκής φύσης είναι ασυμβίβαστη με οποιοδήποτε ψεύδος ή απάτη. Ο Αδείμαντος συναινεί.
Ο Σωκράτης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενώ η αξία του Όμηρου και του Αισχύλου ως ποιητών είναι αναμφισβήτητη, οι μύθοι που διαδίδουν για τους θεούς είναι απαράδεκτοι. Φέρνει ως παράδειγμα τον Αισχύλο που παρουσιάζει τον Απόλλωνα να λέει στη Θέτιδα το ψέμα ότι τα παιδιά της θα ζήσουν πολλά χρόνια, θέση προφανέστατα ψευδής αν σκεφτούμε τον πρόωρο θάνατο του Αχιλλέα. Ως νομοθέτες της ιδανικής πόλης θα απαγορεύσουμε τους δασκάλους να διδάσκουν τέτοιους μύθους στους μαθητές και όσοι ποιητές παρουσιάζουν σε θεατρικά τους έργα τους θεούς ως ψεύτες δεν θα πρέπει να εξασφαλίζουν χορηγούς τα δε έργα τους να απαγορεύονται.

Σημειώσεις 2ου Βιβλίου
1.       Ο Γλαύκωνας ήταν αδελφός του Πλάτωνα και γιος του Αρίστωνα. Ήταν μαθητής του Σωκράτη όπως ο μικρότερος αδελφός του.
2.       Βιβλίο 2ο 357 a Ὦ Σώκρατες, πότερον ἡμᾶς βούλει δοκεῖν πεπεικέναι ἢ ὡς  ἀληθῶς πεῖσαι ὅτι παντὶ τρόπῳ ἄμεινόν ἐστιν δίκαιον εἶναι ἢ ἄδικον;
3.       Βιβλίο 2ο 359 a
4.       Βιβλίο 2ο 359 e καὶ ἐντεῦθεν δὴ ἄρξασθαι νόμους τίθεσθαι καὶ συνθήκας αὑτῶν, καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον
5.       Βιβλίο 2ο 362 d – 383 c
6.       Μουσαίος: Αθηναίος ποιητής, μαθητής του Ορφέα, και χρησμοθέτης κατά τον Ηρόδοτο
7.       Βιβλίο 2ο 369 c Γίγνεται τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πόλις, ὡς ἐγᾦμαι, ἐπειδὴ τυγχάνει ἡμῶν ἕκαστος οὐκ αὐτάρκης, ἀλλὰ πολλῶν ‹ὢν› ἐνδεής·
8.       Βιβλίο 2ο 369 b Ἀγορὰ δὴ ἡμῖν καὶ νόμισμα σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται ἐκ τούτου.
9.       Βιβλίο 2ο 379Β Οὐκοῦν ἀγαθὸς ὅ γε θεὸς τῷ ὄντι τε καὶ λεκτέον οὕτω;
10.    Βιβλίο 2ο 380μὴ πάντων αἴτιον τὸν θεὸν ἀλλὰ τῶν ἀγαθῶν.
11.    Βιβλίο 2ο 382c Τὸ μὲν δὴ τῷ ὄντι ψεῦδος οὐ μόνον ὑπὸ θεῶν ἀλλὰ καὶ ὑπ᾽ ἀνθρώπων μισεῖται. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου