Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Ηράκλειτος και Χριστιανισμός: Οι ουσιώδεις διαφορές


1)      Ο Χριστιανισμός θεωρεί ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε από το Θεό εκ του μηδενός με μόνο το λόγο του. Ο Ηράκλειτος θεωρεί τον κόσμο ως αυθύπαρκτη οντότητα, που περιοδικά δημιουργείται και καταστρέφεται. Δεν υπάρχει αρχή του κόσμου σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση. Ο κόσμος θεωρείται αιώνιος.  Περεταίρω δεν αποτελεί κατά τον σκοτεινό Εφέσιο το σύμπαν δημιούργημα κανενός θεού ή ανθρώπου, αλλά είναι αείζωο πυρ που δημιουργείται και καταστρέφεται, ανάβει και σβήνει με βάση κάποιους φυσικούς νόμους, μέτρα τους ονομάζει, και όχι άτακτα και χαοτικά. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα 30 που λέει ότι « Τον κόσμο αυτό, που είναι ο ίδιος για όλα τα όντα δεν τον έπλασε μήτε θεός μήτε άνθρωπος...» Η σαφής αυτή ομολογία θα ήταν ικανή να εξασφαλίσει την εσχάτη των ποινών μπροστά σε ένα θρησκευτικό δικαστήριο του Μεσαίωνα. Ευτυχώς γιαυτόν που τη διατύπωσε, είχε ζήσει πολλούς αιώνες πριν την χριστιανική ιερή εξέταση.
 Απεναντίας το σύμπαν της ύλης για τους χριστιανούς έχει αρχή και τέλος. Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν λέει ο Ιησούς ( Μάρκος, κεφ.13 , 29 ) οι δε λόγοι μου θα μείνουν αιώνια. Κατ’ επέκταση ο χριστιανικός χρόνος είναι γραμμικός, ένας μονόδρομος που οδηγεί από τη Δημιουργία στην Δευτέρα Παρουσία. Πριν και μετά τα ορόσημα αυτά η αιωνιότητα. Από την άλλη η φιλοσοφία του Εφέσιου σοφού οδηγεί στην άποψη ότι ο χρόνος είναι κυκλικός. Υπάρχουν άπειρες δημιουργίες και καταστροφές αυτού του κόσμου. Αρχή της δημιουργίας η φωτιά, που μετατρέπεται σε θάλασσα και αυτή σε γη και ουρανό. Στο τέλος αυτά εκπυρώνονται και η διαδικασία επαναλαμβάνεται αενάως.
 
2) Είναι χαρακτηριστική η ρήση του Ηράκλειτου ότι ο ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα γιατί αν το κάνει οι Ερινύες θα τον βρουν και θα τον τιμωρήσουν. (Απ. 94) Θεοί, άνθρωποι και σύμπαν υπόκεινται σε νόμους, τους οποίους δεν μπορούν να  παραβιάσουν. Ο υπέρτατος κύριος για τον Ηράκλειτο είναι ο φυσικός νόμος, που είναι εγγενές χαρακτηριστικό του Λόγου, του πυρφόρου συμπαντικού θεού που συνέχει το σύμπαν. Ο Χριστιανισμός δεν δέχεται το μέτρο που περιορίζει την εξουσία του θεού. Ο Τριαδικός Θεός είναι υπέρτερος του φυσικού νόμου, διότι αυτός τον δημιουργήσε. Όπως παρατηρούμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, υπάρχει αναφορά σε υπερφυσικές παρεμβάσεις του Θεού στον κόσμο που εμφανώς παραβιάζουν το φυσικό νόμο. Σε μια περίπτωση ο Θεός φέρεται να σταμάτησε τον ήλιο, για να μπορέσουν οι Ισραηλίτες να τελειώσουν νικηφόρα μια μάχη. Ο Ιησούς στην Καινή Διαθήκη ανασταίνει νεκρούς, ξεπαιρνώντας το μη αναστρέξιμο του θανάτου. Χαρακτηριστικός δε είναι ο χαρακτηρισμός του Θεού ως παντοδύναμος, που φανερώνει ακριβώς την απεριόριστη ισχύ και δυνατότητες του.
3) Διαφορά υπάρχει και στον ορισμό του καλού και του κακού.Ο Χριστιανισμός θεωρεί τον Θεό ως το αιώνιο, άτρεπτο, αναλλοίωτο αγαθό ον, προσωποποίηση του καλού. Απεναντίας το κακό οντολογικά για τη μονοθεϊστική αυτή θρησκεία είναι ανύπαρκτο. Δεν υπάρχει εξ’αντικειμένου αλλά είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό και η αυτονόμηση του. Ο Θεός ανέχεται την απομάκρυνση του ανθρώπου από αυτόν σεβόμενος την ελευθερία του και το αυτεξούσιο. Το κακό οριοθετεί την ροπή της ύλης προς το μηδέν, το μη ον. Βέβαια η ύλη έχει άκομα μια ροπή, αυτή της θέωσης που πραγματώνεται μόνο κοντά στο Θεό. καταληκτικά το καλό είναι ο Θεός, η απόλυτη και αιώνια ύπαρξη, το δε κακό είναι η αποστασία, η ανυπαρξία, το μηδεν.
    Από την άλλη ο Εφέσιος φυσικός φιλόσοφος θεωρεί ότι ο θεός υπερβαίνει την αντίθεση καλού και κακού. Είναι γενικά η υπέρβαση των αντιθέτων, που ως τέτοια συλλαμβάνονται από τους ανθρώπους. Είναι τρεπτός συμμετέχοντας στην συνεχή κίνηση και αλλαγή του σύμπαντος, αλλά και άτρεπτος αφού η ίδια η αλλάγη είναι αναλλοιώτος κανόνας. Η μορφή αλλάζει, η ουσία του σύμπαντος, δηλαδή το πύρ, είναι αναλλοίωτο. Το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο αποτελούν τις υποκειμενικές, μερικές απόψεις των πεπερασμένων όντων που τις βιώνουν. Από την άλλη ο Θεός μορφοποιώντας την ολότητα του σύμπαντος βρίσκεται πάνω από το καλό και το κακό. Όπως χαρακτηριστικά λέει το απόσπασμα  « για το θεό τα πάντα είναι καλά, αγαθά και δίκαια όμως οι άνθρωποι θεωρούν άλλα άδικα και άλλα δίκαια».Καλό και κακό είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, οι δύο αντίθετοι πόλοι του ιδίου μαγνήτη.
4) Ο Χριστιανισμός θεωρεί το Θεό ως κοινωνία τριών προσώπων. Απεναντίας ο θεός του Ηράκλειτου είναι απρόσωπος. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας κατά κάποιο τρόπο ομοιάζουν με τα ανθρώπινα πνευματικά χαρακτηριστικά. Αυτό γιατί οι  άνθρωποι είναι πλασμένοι κατ’εικόνα και ομοίωση του Θεού ότι και να σημαίνει αυτό. Ο αυτοδημιουργούμενος θεός του Ηράκλειτου είναι μια μη προσωπική, πανταχού διαχεόμενη, πυρφόρος , ενεργητική αρχή. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει από το σύμπαν γιατί αποτελεί την συνεκτική του αρχή. Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν στο πυρ, το ίδιο και ο πυρφόρος συμπαντικός νους ο Λόγος. Η δοξασία του Ηράκλειτου καταλήγει σε ένα πανθεϊσμό, αφού τα πάντα έχουν ένα μέρος της ουσίας του Θεού.Σε αντίθεση η ουσία του Χριστιανικού  Θεού αντιδιαστέλλεται από τη φθαρτή ουσία του σύμπαντος. Η Αγία Τριάδα είναι άτρεπτη και αναλλοίωτη, μη υποκείμενη σε οποιαδήποτε μεταβολή, είναι αιώνια εφόσον πάντοτε υπάρχει πάνω και πέραν από το χρόνο.
    Ο άνθρωπος, κατά τον Ηράκλειτο μπορεί να πλησιάσει να ενωθεί με το Θεό, χρησιμοποιώντας την ενδοσκόπηση, την ενόραση , την συστηματική αναζήτηση. Όταν οι άνθρωποι τον ρώτησαν πως γνωρίζει όσα γνωρίζει, τους απάντησε ότι ερεύνησε τον εαυτό του. ( απ. 101 ). Εξάλλου πίστευε ότι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, αφού έλεγε ότι σοφία είναι να γνωρίζει κανείς την αρχή που κυβερνά κανείς τα πάντα δια των πάντων. (απ. 41 ). Προφανώς ο Θεός του Ηράκλειτου δεν διαφέρει στην ουσία του από τον κόσμο, κατά κάποιο τρόπο είναι ο κόσμος, και άρα είναι προσβάσιμος από τον άνθρωπο, που θα δεί την ολότητα και την ενότητα του σύμπαντος και θα βιώσει τον εαυτό του ως μέρος της ενότητας. Από την άλλη ο Θεός του Χριστιανισμού δεν είναι άμεσα προσβάσιμος στον άνθρωπο. Ότι ξέρουμε γιαυτόν είναι ότι ο ίδιος, μέσω του Ιησού Χριστού και των προφητών μας αποκάλυψε, στην ουσία του δε παραμένει άγνωστος.Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, να ενωθεί με αυτόν, χωρίς την μεσιτεία του Ιησού Χριστού και των διαδόχων του, δηλαδή του Χριστιανικού Ιερατείου. Αν και κοινωνία προσώπων η Αγία Τριάδα είναι απρόσιτη στον πιστό χωρίς την ενέργεια των μεσαζόντων, του Ιερατείου, που έχει το δικαίωμα, αυτό και μόνο να εκτελεί τα μυστήρια της εκκλησίας. Αν και απρόσωπος δε ο Θεός του Ηράκλειτου είναι πιο οικίος γιατί είναι προσβάσιμος χωρίς μεσάζοντες από τον άνθρωπο που τον ζητά....
6)  Ο Χριστιανισμός βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα. Η ψυχή υπάρχει όταν υπάρχει το σώμα, αυτό προφανώς συμβαίνει με τη σύλληψη. Δεν υπάρχει ψυχή πριν τη σύλληψη, όπως δεν υπάρχει και σώμα. Προφανώς ο Χριστιανισμός δεν δέχεται τη Θεωρία της μετενψύχωσης. Μετά το θάνατο του ανθρώπου το σώμα του αποσυντίθεται, η δε ψυχή περιμένει την Δευτέρα παρουσία του Χριστού και την τελική του κρίση. Αναλόγως της κρίσης αυτής το αναγεννημένο σώμα του ανθρώπου θα τοποθετηθεί στην κόλαση ή τον παράδεισο. Μιλάμε για αναγεννημένο σώμα εφόσον, άπαντες κατά τη Δευτέρα παρουσία θα αναστηθούν σωματικά και θα παρουσιαστούν μπροστά στον Κριτή.
    Ο Ηράκλειτος από την άλλη θεωρεί την ψυχή και το σώμα ως δύο διαφορετικές οντότητες. Η ψυχή προϋπάρχει του σώματος, το οποίο θεωρείται από αυτόν ως φυλακή της ψυχής, σύμφωνα και με τις ορφικές αντιλήψεις. Το απόσπασμα 77 πολύ χαρακτηριστικά λέει ότι για τις ψυχές είναι τέρψη ή θάνατος το να γίνουν υγρές. Τέρψη είναι το να πέσουν στον κόσμο της γεννήσεως. Είναι φανερή η πίστη στην ύπαρξη της ψυχής ανεξάρτητα και πριν από το σώμα. Στο ίδιο απόσπασμα ο Ηράκλειτος λέει : « Εμείς ζούμε το θάνατο εκείνων ( των ψυχών ), ενώ εκείνες ζουν το δικό μας θάνατο.» Για τις ψυχές η ενσάρκωση είναι κάτι σαν φυλακή, θάνατος. Ενσαρκούμενη η ψυχή φυλακίζεται στο υλικό σώμα, πέφτει, πεθαίνει στον κόσμο της ύλης. Με το θάνατο η ψυχή απελευθερώνεται, η φυλακή της δεν υπάρχει πλέον είναι ελεύθερη να φύγει. Η πιο πάνω Ηρακλείτια θεωρία δεν είναι ασύμβατη με την αντίστοιχη θεωρία της μετεμψύχωσης. Όστοσο δεν έχουν διασωθεί σαφείς αναφορές του Εφέσιου σοφού υπέρ της μετεμψύχωσης. Στο απόσπασμα 98 αναφέρεται ότι οι ψυχές οσφραίνονται στον Άδη. Ακόμα στο απόσπασμα 27 αναφέρει ότι μετά το θάνατο περιμένουν τους ανθρώπους όσα ούτε ελπίζουν ούτε φαντάζονται. Προφανώς υπάρχει αναφορά στην επιβίωση της ψυχής σε ένα άλλο κόσμο μετά τον θάνατο. Το αν η επιβίωση αυτή αποτελεί την εναλλακτική επιλογή μιας μετεμψύχωσης δεν διευκρινίζεται. Μήπως υπάρχει μια αρχή που ανάλογα με τα έργα της ψυχής θα την κρίνει; Μήπως μια αρνητική κρίση σημαίνει μετενσάρκωση ενώ μια θετική οδηγεί σε ένα Ηρακλείτιο παράδεισο; Τα διασωθέντα στοιχεία είναι ανεπαρκή για να δώσουμε απαντήσεις...
7) Ο Ηράκλειτος είναι εναντίον της προσκύνησης των ομοιομάτων των Θεών. Θεωρεί την πράξη αυτή ανόητη γιατί ο θεός στην ουσία του είναι άσχετος με το υλικό του ομοιώματος. Ένας άνθρωπος που προσεύχεται σε ένα άγαλμα είναι σαν να μιλά σε ένα τοίχο. Πόσο ανόητος είναι άραγε ένας άνθρωπος που απευθύνεται σε ένα ομοίωμα σαν να μιλά στον ίδιο το Θεό; Προφανώς ο άνθρωπος αυτός στερείται στοιχειώδους γνώσης αναφορικά με αυτό που προσκυνά. Οι απόψεις αυτές εκφράζονται στο απόσπασμα 5. Σ’αυτό κακίζονται όσοι προσεύχονται στ’αγάλματα ως μη έχοντες καμμιά επίγνωση της ουσίας των θεών, τους οποίους συγχίζουν με τα ομοιώματα τους. Ακόμα θεωρεί ότι το να προσπαθεί να εξαγνιστεί κάποιος με τα αίματα των θυσιών, ισοδυναμεί με το να προσπαθεί να ξεπλυθεί κάποιος με λάσπη.
    Αν ο Εφέσιος σοφός ζούσε την εποχή της εικονομαχίας θα ήταν εικονομάχος. Προφανώς θα διαφωνούσε και με τις ανάλογες υπερβολές που γίνονται σήμερα. Τι θα έλεγε άραγε ο Ηράκλειτος βλέποντας τους πιστούς να προσκυνούν κομμάτια από το τίμιο ξύλο  , χιτώνες και άλλα ενδύματα και υποδήματα του Χριστού και των αγίων, άγια οστά, δακρυροούσες εικόνες και άλλα συναφή προσκυνήματα; Πώς θα αντιμετώπιζε το γεγονός ότι εικόνες του ιδίου αγίου χωρίζονται σε θαυματουργές και μη;Σίγουρα θα κάκιζε την αφέλεια των πιστών. Θα έλεγε ότι το χρώμα μιας εικόνας, το υλικό ενός υφάσματος ή ένα οστό δεν αντιπροσωπεύει κατ’ ανάγκη κάτι το υπερφυσικό. Ακόμα πως είναι άτοπο το γεγονός ότι η εικόνα της Παναγίας ενός ναού δεν είναι θαυματουργή, ενώ άλλου είναι. Ακόμα ότι το ξύλο ή το ύφασμα ή το οστό δεν μπορεί να είναι άγιο, το ομοίωμα δεν μπορεί να ταυτίζεται με το πρωτότυπο. Προφανώς θα έλεγε ακόμα ξεκάθαρα ότι η όλη επιχείρηση προσκυνήματος ιερών αντικειμένων δεν βοηθά τον πιστό αλλά τα οικονομικά των ιερατείων, που εισπράττουν πάντοτε τις γενναίες εισφορές των πιστών.     
    

 Τάδε έφη Ηράκλειτος
κσμον τνδε, τν ατν πντων, οτε τις θεν οτε νθρπων ποησεν, λλ ν ε κα στιν κα σται πρ εζωον πτμενον μτρα κα ποσβεννμενον μτρα.

Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον έπλασε, αλλ’ ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου