Νεοπλατωνικοί:
Η παράδοση που δημιούργησε ο Πλάτωνας,
συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, που δίδαξαν στην Ακαδημία, μέχρι το 529μ.Χ.
που την έκλεισε ο Ιουστινιανός. Για τους κυριώτερους Πλατωνικούς φιλοσόφους,
της χιλιετούς αυτής περιόδου θα κάνουμε αναφορά πιο κάτω. Θα παρατεθεί η
φιλοσοφία του καθενός, και στο τέλος θα γίνει συνολική συγκριτική αντιπαράθεση
της με τις δοξασίες του Ηράκλειτου.
Ο Πλωτίνος: (203 – 270 μ.Χ. )
Ο Φιλόσοφος αυτός που έζησε τον
τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα, επέκτεινε την θεωρία του Πλάτωνα εισάγοντας σε
αυτήν και αριστοτελικά στοιχεία, μορφοποιώντας τελικά την δική του μεταφυσική
φιλοσοφία, τη Θεωρία των τριών υποστάσεων. Αυτές είναι, με τη σειρά από το
Ανώτερο προς το κατώτερο, η μονάδα (Εν) , ο νους και η ψυχή. Σύμφωνα με τον
Πλωτίνο, ανώτερη βαθμίδα του όντος είναι η μονάδα, το υπέρτατο αγαθό Ον,
αντίστοιχο με το Θεό δημιουργό του Πλάτωνα. Το υπέρτατο Εν είναι η απαρχή, ο
σκοπός, η αιτία όλων των υποστάσεων και των όντων που έπονται. Ακολουθεί ο
Νούς, που αποτελεί το αντίστοιχο του κόσμου των ιδεών. Είναι αιώνιος και
σταθερός, άφθαρτη , πνευματική εικόνα του αγαθού. Μόνο ο νους μπορεί να δει το
άφθαρτο Εν, ο οποίος το γέννησε, χωρίς η γέννηση αυτή να προσδίδει χρονική
αλληλουχία, αφού και τα δύο είναι αθάνατα, άναρχα, αιώνια. Η ψυχή έπεται του
νου, διαφοροποιείται όμως ριζικά από αυτόν στα χαρακτηριστικά. Αποτελεί την
δύναμη, που κινεί, μορφοποιεί, μεταβάλλει τον αισθητό κόσμο. Η ψυχή είναι
είδωλο του νου, προέρχεται δηλαδή από αυτόν όπως και ο νους προέρχεται από το
Εν, την ύπερτατη μονάδα Θεό. Η ψυχή όμως είναι η γέφυρα μεταξύ νοητού και
αισθητού κόσμου, ο αγώγος μέσα από τον
οποίο οι ιδιοτητες του νοητού κόσμου αντανακλούνται στον κόσμο της ύλης. Η
κοσμική ψυχή, η σύνολη αιτία μορφοποίησης του κόσμου εξατομικεύεται στις
ατομικές ψυχές των επιμέρους ανθρώπων, ζώων, και μη βιολογικών όντων.
Η ύλη χωρίς την επενέργεια της
ψυχής είναι άμορφη, απαθής νεκρή. Αποτελεί τον καθρέφτη πάνω στον οποίο
προβάλλονται οι μορφές του νοητού κόσμου. Ο κόσμος της ύλης αποτελεί απεικόνιση
του νοητού κόσμου των ιδεών. Ως τέτοιος δεν στερείται ομορφιάς, παρόλο που η
ύλη, αυτή καθεαυτή, είναι σκοτεινή, νεκρή και άμορφη.Η μορφή που έχει ο φυσικός
κόσμος, είναι το είδωλο των ιδεών, που καθρεφτίζονται στην ύλη. Μελετώντας ο
άνθρωπος τον υλικό κόσμο κόσμο μπορεί να ανακαλύψει μέσα του την συλλογική
ψυχή, τον λόγο που τον μορφοποιεί. Η γνώση για τον Πλωτίνο αποτελεί την
προσπάθεια θέασης, μέσα από την αντανάκλαση τους στον υλικό κόσμο, των ανώτερων
νοητών όντων, δηλαδή της ψυχής, του νου, και του ανώτερου αγαθού όντος. Το κατά
πόσο αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα, δεδομένου ότι αυτό που βλέπει
κοιτάζοντας τον κόσμο αποτελούν μόνο σκιές και ασθενείς αντανακλάσεις της
πραγματικότητας είναι συζητήσιμο. Σίγουρα όμως μπορεί να επιτευχθεί σε κάποιο
βαθμό. Όπως κάθε ανώτερη βαθμίδα, αυτοθεούμενη, δίνει υπόσταση στην επόμενη,
έτσι κινούμενοι αντίστροφα μπορούμε από τις κατώτερες βαθμίδες να νοήσουμε τις
ανώτερες.
Με ποιο όμως τρόπο η ψυχή,
όντας μέρος του νοητού κόσμου επιδρά στον αισθητό; Ο Πλωτίνος για να λύσει το
πρόβλημα αυτό εισάγει τη θεωρία της διπλής φύσης της ψυχής. Το νοητό της μέρος
είναι στραμμένο προς το συμπαντικό νου, ενώ το αισθητό αλληλεπιδρά με τη ύλη.
Με τη ρύθμιση αυτή προσπαθεί να ενώσει το νοητό με το αισθητό, την ύλη με το
πνεύμα και να εξηγήσει την αλληλεπίδραση τους. Το πόσο το επιτυγχάνει είναι
θέμα συζήτησης. Μπορεί να λεχθεί ότι αυτή η διχοτόμηση της ψυχής μεταξύ νόησης
και αίσθησης είναι προσπάθεια υπέρβασης του αδιεξόδου που προκύπτει από το
χωρισμό του κόσμου σε δύο διαφορετικά μέρη, την ύλη και το πνεύμα...
Πώς όμως γεννιούνται και
μορφοποιούνται οι διαδοχικές υποστάσεις; Η λέξη κλειδί για τον Πλωτίνο είναι η
αυτοθέαση. Το αδιαφοποποίητο Εν, η άγνωστη μονάδα, δημιουργεί τον Νού, θεόμενη τον εαυτό της. Δημιουργεί έτσι μια
δεύτερη υπόσταση, εικόνα της πρώτης, μορφή από την μορφή της.Ο Νους νοεί το Εν
και η διαφοροποίηση αρχίζει από αυτή την νόηση. Ο νους δίνει στο Εν πέρα από
την ιδιότητα της ενότητας, αυτή της ταυτότητας. Ταυτιζόμενος όμως ο Νους με το
Εν ώς προς την ουσία διαφοροποιείται ως προς την υπόσταση. Η διαφοροποίηση,
μαθηματικά εκφράζεται από το 2. Ταυτόχρονα η άγνωστη μονάδα γνωστοποιείται,
διαφοροποιείται μορφοποιείται ως πρότυπο του Νου. Ο τελευταίος Θεόμενος κατ’
επέκταση τον εαυτό του δημιουργεί την ψυχή, η οποία δρα μέσα στο χώρο και στο
χρόνο μορφοποιώντας τον. Αποτελεί η ψυχή τη γέφυρα μεταξύ του αιώνιου και του αδιαφοροποίητου
με το μεταβλητό και το χρονικό. Ο Νούς θεάται τον εαυτό του ως δρον πρότυπο
στον υλικό κόσμο. Η θέαση του νου στην ύλη υποστασιοποιείται ως ψυχή. Η ψυχή
είναι ο Λόγος που κινεί τον κόσμο, είτε ως ατομική , είτε ως συμπαντική .
Ο άνθρωπος για τον Πλωτίνο είναι
ελεύθερο ον. Μπορεί ως ψυχή να επιστρέψει στην πηγή. Με ενόραση να έχει θέαση
του συμπαντικού νου και του αγαθού ενός.Να υπερβεί την φαινομενική πολλαπλότητα
και να φτάσει στην ενότητα των πάντων μέσα από την θέαση της αμέριστης θείας μονάδας.
Η πορεία αυτή είναι εσωτερική μυστικιστική εμπειρία. Ο αισθητός κόσμος είναι το
αποτέλεσμα της όρασης από την αδρανή ύλη της τρισυπόστατης θεότητας. Το σύμπαν
έτσι είναι ένα ολόγραμμα, μια σκεπτομορφή της φύσης. Είναι όμως και ένα όριο
εφόσον πέραν αυτού δεν μπορεί να υπάρχει αντανάκλαση και θέαση μιας επόμενης
σκεπτομορφής.
Ο Πορφύριος 234 - 304μ.Χ:
Υπήρξε μαθητής του Πλωτίνου. Προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα αναφορικά με
το ρόλο και τη φύση της ψυχής. Αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι η ψυχή , ως μέλος
του νοητού κόσμου, δεν μπορεί να ενωθεί με το σώμα που ανήκει στον αισθητό. Ο
Πορφύριος θεώρησε ότι η ύλη είναι απλώς μια ψευδαίσθηση μια σκεπτομορφή της
ψυχής. Επιπλέον συνέπτυξε το τριαδικό σύστημα του δασκάλου του Πλωτίνου σε
δυαδικό ενώνοντας κατά κάποιο τρόπο το Εν με τον Νου. Θεώρησε ότι το έν δεν
είναι τελείως διαφορετικό από το νου, εφόσον η ετερότητα δεν είναι μια από τις
ιδιότητες του. Έτσι η ψυχή μπορεί να έρθει σε απευθείας επαφή με το υπέρτατο ον
( το Εν ) χωρίς μεσάζοντες...Για να γίνει αυτό πρέπει η ατομική ψυχή να βιώσει
τη βαθύτερη ενότητα των πάντων, να βιώσει ότι το υποκείμενο και το αντικείμενο
της γνώσης συμπίπτουν. Η βίωση του αδιαχώριστου, του μοναδικού είναι είναι το
υπέρτατο αγαθό ον , η μονάδα των πλατωνιστών, η υπερμυστική εμπείρια της γνώσης
του Θεού. Η ένωση με τον Θεό είναι ατομική μυστικιστική εμπειρία, που ο σοφός
μπορεί να την πετύχει χωρίς τη μεσιτεία ενός θρησκευτικού ιερατείου. Ο μύστης
προσπαθεί να μοιάσει με το θεό, να γίνει ένα μαζί με την ουσία του και όχι
απλώς να ασπαστεί τις απόψεις του ιερατείου γιαυτόν. Με βάση αυτές τις απόψεις
ο Πορφύριος κατέκρινε στο έργο του « Κατά Χριστιανών» τη χριστιανική θεολογία.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού, η εκκλησία αποφάσισε να καταστρέψει στην
πυρά το έργο αυτό. Πράγματι ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν.
Ο Πορφύριος έβαλε τη μαγεία στο
νεοπλατωνισμό. Θεωρεί ότι το κατώτερο μέρος της ψυχής, το στραμμένο προς τις
αισθήσεις μπορεί να καθαρθεί με θεουργικές πράξεις, ερχόμενο σε επαφή με τους
δαίμονες. Την στροφή του νεοπλατωνισμού προς τη θεουργία , θα μεγαλώσει
περισσότερο με τον Ιάμβλιχο, μαθητή του Πορφύριου.
Ιάμβλιχος( 245-324μ.Χ)
Καταγόταν από τη Χαλκίδα της
Κοίλης Συρίας. Υπήρξε μαθητής του Πορφύριου και διευθυντής της φιλοσοφικής
σχολής της Απάμειας της Συρίας. Εισηγαγε μια σειρά νέες ιδέες στον
Νεοπλατωνισμό, οι κυριότερες των οποίων είναι:
Α) Η εισαγωγή της έννοιας του Αρρήτου, ως υπέρτατου όντος στη θέση του
Πλωτινικού Ενός.Η υπέρτατη, άφατη αυτή αρχή δεν υποκαθιστά το Εν, αλλά υπάρχει
πέραν αυτού. Κατά τον Ιάμβλιχο η ενότητα υπάρχει σε αντίθεση με την
πολλαπλότητα, άρα το Εν δεν είναι το απόλυτο ον αφού ορίζεται από αυτή την
αντίθεση.
Β) Διατύπωσε τον νόμο των μέσων όρων. Σύμφωνα με αυτό διαχώρισε την
υπερβατική ιδέα, ως άυλη υπόσταση, από την καθολική έννοια, που ως τέτοια
υπάρχει ως χαρακτηριστικό σε όλα τα όντα που την έχουν, και το μεμονομένο ον
που έχει το συγκεκριμμένο χαρακτηριστικό. Πιο συγκεκριμμένα τα τρία μέρη της
ιδέας είναι:
1) Το νοητό μέρος, καλούμενο και αμέθεκτο. ( Για παράδειγμα η υπερβατική ιδέα
της ωραιότητας )
2) Το μετεχόμενο μέρος της ιδέας.( Για παράδειγμα η ωραιότητα που υπάρχει
σε όλα τα όντα )
3) Το μετέχον μέρος της ιδέας. ( Τα συγκεκριμμένα όντα που είναι όμορφα,
που μετέχουν την έννοια της ομορφιάς.
Ο μεσαίος όρος, το μετεχόμενο ,
η καθολική έννοια δηλαδή, αποτελεί τη γέφυρα που συνδέει τους δύο άλλους όρους,
δηλαδή την υπερβατική, αμέθεκτη ιδέα με το αισθητό, υλικό αντικείμενο που την
υποστασιοποιεί στον πραγματικό κόσμο. Από την άλλη όχι μόνο ενώνει αλλά και
διαχωρίζει τους άκρους όρους εξασφαλίζοντας τη χωριστή τους λειτουργία και
υπόσταση. Κάθε ον έχει τριπλή σύσταση, ως εξής:
1) Κατ’αιτία: Το μέρος αυτό αναφέρεται στην υπερβατική αρχή από την οποία
πηγάζουν τα όντα.
2) Καθ’ ύπαρξη: Αναφέρεται στο επίπεδο ύπαρξης κάθε όντος.
3) Κατά μέθεξη: Το επίπεδο αυτό αναλογεί στα είδωλα των όντων, στις εικόνες
τους δηλαδή όπως αυτές σχηματοποιούνται στα κατώτερα επίπεδα ύπαρξης.
Γ)Η τριαδική δομή των εννοιών αντιστοιχεί στον Πλωτινικό Τριαδικό σύστημα
ως εξής:
1) Ο νους αποτελεί αμέθεκτη μονάδα, αλλά ταυτόχρονα περιλαμβάνει τους
μετεχόμενους νόες. Ο νους δηλαδή, είναι ταυτόχρονα υπερβατική ιδέα του
συμπαντικού νου, αλλά ταυτόχρονα επιμερίζεται, κατά κάποιο τρόπο, σε επιμέρους νόες , στα συγκεκριμμένα όντα.
Οι ιδέες μετέχουν στα όντα του αισθητού κόσμου, χωρίς να πάψουν να υπάρχουν
ξεχωριστά ως οντότητες του νοητού κόσμου.
2)Παρόμοια διατύπωση υπάρχει για την ψυχή, που επίσης μπορεί να νοηθεί ως
αμέθεκτη μονάδα, αλλά και επιμέρους ψυχές, που μετέχουν στα επιμέρους όντα
ζωοποιώντας τα.
Δ) Ο Ιάμβλιχος εισήγαγε τη θεουργία στο νεοπλατωνικό ιδεολογικό στερέωμα.
Τι ακριβώς είναι όμως η θεουργία; Είναι ένα σύστημα ενεργειών, πάνω σε υλικά
όντα, με σκοπό να επηρεάσουμε τα ανώτερα υπερβατικά όντα.Κάθε ουράνιο ον, έχει
το αντίστοιχο του στον υλικό κόσμο. Επηρεάζοντας το είδωλο όμως, επιδράς στο
πρωτότυπο. Ο Θεουργός με μια σειρά τελετουργίες πάνω σε υλικά σώματα, μπορεί να
επηρεάσει θείες οντότητες του ενδιάμεσου επιπέδου. Η επίδραση αυτή δεν
αναφέρεται στον υπέρτατο Θεό, το άρρητο Ον, αλλά στα ενδιάμεσα όντα δηλαδή τις
επιμέρους ψυχές και νόες.
Πρόκλος (410-485μ.Χ)
Εισήγαγε τις ακόλουθες αρχές στον
νεοπλατωνισμό, διαφοροποιώντας τις θεωρίες του Ιάμβλιχου και του Πλωτίνου στα
ακόλουθα σημεία:
Α)Επέκτεινε την ισχύ του τριαδικού νόμου του
Ιάμβλιχου στο Εν του Πλωτίνου. Αναγνώρισε μέσα στο αμέθεκτο Εν , μια σειρά από
μετεχόμενα Όντα τις Ενάδες. Το γιατί δεν διέβλεψε οποιαδήποτε αντίφαση σε αυτή
την διατύπωση, που αναιρεί την πολλαπλότητα του ενός, είναι αξιοσημείωτο. Οι
Ενάδες συνδέουν το Εν με τις κατώτερες πραγματικότητες. Οι Ενάδες αντιστοιχούν
με τους Θεούς της αρχαίας εποχής. Είναι ομοούσιες με το Εν , ενώ ταυτόχρονα
αυτοτελείς.
Το Έν δεν έρχεται απευθείας σε επαφή με τις κατώτερες πραγματικότητες, αλλά
μέσω των Ενάδων, με τον ίδιο τρόπο που ο Χριστιανικός Θεός δεν έρχεται σε επαφή
με τον κόσμο με την ουσία του, αλλά με τις Άκτιστες Ενέργειες του. Οι Ενάδες
ομαδοποιούνται σε κατηγορίες, κάθε μια από αυτές δημιουργεί, οντότητες των
κατωτέρων υποστάσεων. ( Νους, ψυχή, υλικός κόσμος )
Είναι φανερή η επίδραση της αποφατικής θεολογίας του νεοπλατωνισμού , στην
διαμόρφωση της αντίστοιχης χριστιανικής θεωρίας.
Β) Η διαδικασία της δημιουργίας είναι άχρονος. Πάντοτε υπήρχε η αιώνια
μονάδα και πάντοτε εκπόρευε, μέσω των άκτιστων ενεργειών της, των ενάδων, τη δημιουργική
δράση της. Ο υλικός κόσμος κατά τον Πρόκλο είναι αιώνιος.
Γ) Το αποτέλεσμα, μιας δημιουργικής δράσης μοιάζει με την αιτία του, είναι
όμως πάντα κατώτερο αυτής. Το αίτιο ως ανώτερο και ισχυρότερο έχει μεγαλύτερη
ισχύ, ευρύτερη δράση και επίδραση. Ο νους και οι συνιστώσες του έχουν
μεγαλύτερη ισχύ της ψυχής. Στο κάτω μέρος της κλίμακας είναι η ανόργανη ύλη,
αδύναμη να προχωρήσει σε άλλη εκπόρευση. Ο άνθρωπος κατά συνέπεια αδυνατεί να
φτάσει μόνος του στο Θεό όντας στο κάτω μέρος της κλίμακας δημιουργίας. Μπορεί
να γνωρίσει και να επηρεάσει τα ανώτερα νοητά όντα μέσω της θεουργίας. Αυτή
συνίσταται στη γνώση χρήσης των συμβόλων, ως ατραπών που οδηγούν στις αόρατες
θείες δυνάμεις. Τα σύμβολα είναι μεν υλικά σώματα, αποτελούν όμως ορατά σημεία
των αοράτων δυνάμεων. Ο μύστης κατέχει τους τρόπους, μέσω τελετών και ειδικών
συνταγών να πετύχει, με γέφυρα τα σύμβολα την επαφή με τα ανώτερα όντα.
Δ) Ο Πρόκλος πίστευε στον νόμο της συμπάθειας και τον χρησιμοποιούσε στην
τέλεση των θεουργικών τελετών του. Σύμφωνα με αυτόν κάθε ουράνιο νοητό σώμα
έχει το αντίστοιχο υλικό σώμα στην γη. Αν ξέρεις πως θα επιδράσεις στο υλικό
σώμα, τότε θα επηρεάσεις, κατ’ αναλογία το ουράνιο. Με τον τρόπο αυτό ο Πρόκλος
πίστευε ότι ξεπερνούσε τον φραγμό νοητών και υλικών όντων. Με την εκφώνηση
ύμνων που περιέχουν τα μυστικά ονόματα, τα συνθήματα και τους χαρακτήρες των
επουρανίων δυνάμεων και με τη χρήση των υλικών συμβόλων ως καταλυτών επεδίωκε
την εμφάνιση των θείων δυνάμεων, και την ευεργετική για τον μύστη επενέργεια
τους.
Χρήση υλικών συμβόλων ( κρασί,
ψωμί, νερό, λάδι κλπ) έχουμε και στο χριστιανισμό. Το κρασί και το ψωμί ( υλικά
σύμβολα ) , δεν μεταμορφώνονται από τον Ιερέα ( μύστη ) μέσω κάποιας
τελετουργίας σε σώμα και αίμα Χριστού;
Ε)Το Έν , ο ύψιστος Θεός δηλαδή, στην ουσία του παραμένει άγνωστος,
ακατάληπτος και απροσπέλαστος. Μπορούμε αμυδρά να οδηγήσουμε την γνώση μας
μέχρι τις ενάδες, τις ενέργειες του Θεού. Μελετώντας τον κτιστό κόσμο, φτάνουμε
ενορατικά στις αιτίες του, τα όντα του νοητού κόσμου. Το Άρρητον, ακατάληπτον
και άρρητον του Θεού, είναι η ουσία της θεολογίας του Πρόκλου. Οι ιδιότητες
αυτές αποδίδονται και στον Χριστιανικό Θεό. Αυτός είναι ακατάληπτος στην ουσία
του, που είναι απροσπέλαστη από την ανθρώπινη κατανόηση. Ο Θεός γεννά τον λόγο,
που είναι εξίσου άκτιστος, αιώνιος, άχρονος και μέσω αυτού δημιουργεί τον
κόσμο. Η αναλογία με το Εν και τις Ενάδες του Πρόκλου είναι φανερή.
Ε) Το κακό για τον Πρόκλο δεν έχει δική του υπόσταση. Ορίζεται ως η απουσία
του καλού. Στο σημείο αυτό βλέπουμε ακόμα μια ομοιότητα Πρόκλου –Χριστιανισμού.
Δαμάσκιος ( 458-529 μ. Χ)
Ο Δαμάσκιος υπήρξε ο τελευταίος
σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας, που έκλεισε το 529μ.Χ. ο Ιουστινιανός.
Συμφώνουσε με τον Ιάμβλιχο στην ύπαρξη, μιας άρρητης αρχής πέραν του Ενός. Αυτό
γιατί η ύπαρξη της ενότητας ορίζεται κατ’ αντίθεση με την πολλαπλότητα.
Προφανώς το Εν για το Δαμάσκιο είναι έτσι σχετικό και όχι απόλυτο. Η Αρχή του
Δαμάσκιου, η υπέρτατη θεϊκή οντότητα, είναι τελείως απρόσιτη σε οποιαδήποτε
περιγραφή. Δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για την «Μια των Πάντων Αρχή». Ο
κατωτέρω συλλογισμός είναι ενδεικτικός της προβληματικής που δημιούργησε η
θεωρία του Δαμάσκιου:
Α) Αν ο Θεός είναι όμοιος με τα όντα ως προς το είναι, τότε καταλήγουμε
στον πλήρη αγνωστικισμό, λόγω της προδιατυπωθείσας άποψης, της υπεράγνοιας της
φύσης της «Μίας των Πάντων αρχής ». Αφού δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον
υπερβατικό θεό δεν γνωρίζουμε ούτε τα όντα. Μια τέτοια όμως άποψη οδηγεί σε
αδιέξοδο όχι μόνο την θεολογία αλλά και την Επιστήμη.
Β) Αν ο Θεός παραμένει τελείως ανόμοιος με τα όντα ως προς την ουσία του,
τότε καταλήγουμε στην πλήρη αγνωσία για τον θεό, έστω και αν μπορούμε να
γνωρίσουμε τα όντα. Αν όμως ο Θεός είναι παντελώς ακατάληπτος, τότε πως ξέρουμε
ότι υπάρχει; Η Θεωρία του Δαμάσκιου θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τον
αγνωστικισμό ή την αθεϊα ακόμα.
Η λογική προσέγγιση των όντων,
είτε αισθητών είτε νοητών, έχει κάποια όρια. Πρόκειται για προσέγγιση , λεκτική
διατύπωση και όχι βίωμα, άφατη ένωση, υπέρλογη νόηση. Οι λεκτικοί ορισμοί έχουν
ανάγκη άλλων ορισμών, αυτοί άλλων κ.ο.κ.
Στο τέλος παραμονεύει το άγνωστο και πρέπει να βρεθεί μια άλλη δίοδος
προς αυτό πέραν της λογικής.....
Νεοπλατωνικοί και Ηράκλειτος
Ο κόσμος των συνεχιστών του Πλάτωνα αποτελείται από δύο ασυνεχείς
κατηγορίες, τα νοητά και τα αισθητά όντα. Απεναντίας ο Ηράκλειτος βλέπει τον
κόσμο αποτελούμενο από μια πρωταρχική ουσία το πύρ, μετατροπές του οποίου είναι
όλα τα όντα. «Τα πάντα ανταλλάσσονται με το πύρ και το πύρ με τα πάντα »
μας λέει χαρακτηριστικά στο απόσπασμα 90Από πύρ αείζωο, αιώνιο, αποτελείται ο
Ηρακλείτιος Λόγος, που αποτελεί το νού που καθορίζει την αέναη μεταβολή του
κόσμου. Αν δε παρομοιάσει κάποιος τον Ηρακλείτιο Λόγο με τον Νού του Πλωτίνου
είναι ολοφάνερη η διαφορά του δεύτερου ως προς την ουσία του. Ο πυρφόρος λόγος
του Ηράκλειτου δεν διαφοροποιείται από τον υλικό κόσμο σε αντίθεση με τον νου.
Ηράκλειτος και Νεοπλατωνικοί
συμφωνούν ότι ο κόσμος είναι αιώνιος και άναρχος. Μια αιώνια δημιουργική
εκπόρευση από τα νοητά προς τα υλικά όντα για τους δεύτερους, που οστόσο για
τον πρώτο γίνεται σε κύκλους καταστροφής και αναδημιουργίας. Το Ηρακλείτιο
μοντέλο είναι πιο απλό. Ούτε το τριαδικό δόγμα του Πλωτίνου ( Εν , Νους Ψυχή ),
ούτε τριπλή σύσταση των όντων, ούτε αμέθεκτες έννοιες και προσπάθεια εξήγησης
του τρόπου που ο άτρεπτος, αιώνιος θεός επιδρά στα υλικά και τρεπτά όντα. Όλα
για τον Ηράκλειτο είναι ομοούσια, τρεπτά , μεταβλητά.
Το πρόβλημα του καλού και του
κακού του δίκαιου και του άδικου ξεπερνιέται από τον Ηράκλειτο θεωρώντας τα
εκφράσεις του ιδίου πράγματος. Στο απόσπασμα 90 πολύ χαρακτηριστικά μας λέει
ότι « για το Θεό όλα είναι ωραία και
αγαθά και δίκαια ενώ οι άνθρωποι άλλα τα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια» τονίζοντας
αυτή την υπέρβαση. Παρόμοια θεώρηση δεν υπάρχει στους νεοπλατωνικούς που θεωρούν το κακό ως μη αυθύπαρκτη
οντότητα, ως απουσία του καλού, θυμίζοντας την ανάλογη χριστινική θεώρηση του
θέματος.
Οι
νεοπλατωνικοί, θεμελιώνουν τη θεολογία τους στον αποφατισμό, στην πλήρη αγνωσία
της θείας ουσίας. Η αποφατική θεώρηση κορυφώνεται στον Δαμάσκιο, τελευταίο
σχολάρχη της Πλατωνικής Ακαδημίας. Η Μία Αρχή, το υπέρτατο άρρητο όν, είναι
παντελώς άγνωστο. Η θεώρηση αυτή λίγο διαφέρει από τον αγνωστικισμό. Πως
θεμελιώνεις άραγε τη βεβαιότητα για την ύπαρξη ενός όντος για το οποίο έχεις
υπεράγνοια; Από την άλλη ο Θεός του Ηράκλειτου, είναι διάχυτος στην μεγάλη
ενιαία εικόνα του κόσμου. Είναι ομοούσιως του κόσμου, αποτελούμενος από καθαρό
πύρ. Βρίσκεται σε ένα αέναο δημιουργικό γίγνεσθαι, συνεχώς μετέχοντας στη
κίνηση των πάντων. Είναι ένας και εκδηλώνεται συνεχώς μέσα από την συνεχή
κίνηση του κόσμου. Όπως οι αρχαίοι θεοί ήταν εκδηλώσεις της μίας θείας ουσίας,
έτσι ο Ηρακλείτιος Θεός επιβεβαιώνεται και αυτοδημιουργείται συνεχώς μέσα από
τον πόλεμο των αντιθέσεων και την αρμονία που δημιουργεί ο συγκερασμός των
φαινομενικά αντιθέτων ροπών. Ο Θεός του
Ηράκλειτου είναι παντού και πουθενά, μετέχει στα πάντα και δεν επιμερίζεται
στην φαινομενική πολυπλοκότητα του κόσμου.