Μιχάλης Α. Πόλης
Εκπαιδευτικός
Δεν έχουμε πλήρη βιογραφικά στοιχεία για το Διογένη, πλην όμως γνωρίζουμε
αρκετά για να σκιαγραφήσουμε την κοσμοθεωρία
του. Γεννήθηκε στο τέλος του 5ου προχριστιανικού αιώνα στην Σινώπη
του Πόντου. Η ζωή του στον Πόντο ήταν
πολύ διαφορετική από τη μετέπειτα δράση του στην Αθήνα. Ο πατέρας του Ικεσίας¹ ήταν τραπεζίτης και ο Διογένης ακολούθησε
το ίδιο επάγγελμα μέχρι που αμφότεροι κατηγορήθηκαν
ως παραχαράκτες. Ως αποτέλεσμα ο Διογένης εξορίσθηκε στην Αθήνα και ο πατέρας του
φυλακίστηκε. Μετά τη μαθητεία του στον
Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη, εκτός από τόπο διαμονής άλλαξε και κοσμοθεωρία. Εντυπωσιάστηκε
από την αντισυμβατική, κυριολεκτικά σκυλίσια ζωή του δασκάλου του. Ακολούθησε
τις διδαχές του και τελικά τον
επισκίασε, γενόμενος συνώνυμος της κυνικής σχολής. Έγινε οπαδός της αυτάρκειας μέσω της λιτής
και απέριττης ζωής, της απαξίωσης του πλούτου, της εξουσίας, του
κατεστημένου, της ιδιοκτησίας, του ιερατείου, των υποκριτικών κοινωνικών
συμβάσεων. Αξίωνε από όλους αδιαπραγμάτευτη ηθική συμπεριφορά και αρετή. Υπάρχουν αναφορές
ότι είχε συγγραφικό έργο όμως τίποτε δεν διασώθηκε. Ο Διογένης ο Λαέρτιος
διέσωσε αρκετά στιγμιότυπα του βίου του στο
6ο τόμο του έργου του «Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων» Τα
αποσπάσματα φανερώνουν ένα άνθρωπο συνεπή στις απόψεις του
εύστροφο, άφοβο απέναντι στους ισχυρούς της εποχής, εκκεντρικό, θρασύ αλλά
ειλικρινή, με καυστικό χιούμορ.
Ο Διογένης κάκιζε την έλλειψη αρετής που χαρακτηρίζει την
συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Για
να δείξει πόσο σπάνιο είναι να βρεις άνθρωπο έντιμο και πλήρη αρετής γύριζε
μέρα μεσημέρι στην αγορά με ένα αναμμένο λύχνο. Όταν οι περίεργοι τον ρώτησαν
γιατί το κάνει απάντησε απτόητος: «Άνθρωπο ζητώ» δείχνοντας
τους τη γνώμη που είχε για την ποιότητα τους. Ζούσε όλο το χρόνο σε ένα πιθάρι,
ελαφρά ντυμένος, χωρίς υπάρχοντα, με ένα ξύλινο κύπελλο για να πίνει νερό. Όταν συνάντησε ένα παιδάκι να ξεδιψά με τις χούφτες του² θεώρησε τον εαυτό του προσβεβλημένο αφού ένα νήπιο τον είχε νικήσει σε απλότητα βίου και πέταξε το κύπελο. Αποκαλούσε τον εαυτό του σκύλο, όμως όπως έλεγε ενώ τα τετράποδα αυτά δαγκάνουν τους εχθρούς του αφέντη τους αυτός δαγκάνει³ τους φίλους του για να τους συνεφέρει, να τους ξυπνήσει από την άγνοια, κάτι δηλαδή σαν την αλογόμυγα του Σωκράτη. Ο Διογένης έτρωγε όταν και όποτε έβρισκε και δεν ήταν εκλεκτικός στο φαγητό του. Κατανάλωνε αποφάγια και κόκκαλα σαν σκύλος. Ζούσε μια άθλια ζωή όπως τους σημερινούς άστεγους μέσα στη βρωμιά και χωρίς στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής. Όταν οι συμπολίτες του τον ελεεινολογούσαν που ζούσε μέσα στην απόλυτη ανέχεια αυτός με έπαρση τους απαντούσε ότι και ο ήλιος φωτίζει βρώμικους χώρους αλλά δεν λερώνεται. Ήθελε να πει ότι το ποιον του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του και η μεγαλύτερη βρωμιά είναι η πνευματική διαφθορά. Φιλοσοφούσε την κατάσταση του ενίοτε με αυτοσαρκασμό. Αντισυμβατικός όπως ήταν δεν έδινε καμιά σημασία στους τύπους. Όταν τον ρώτησαν τι ώρα πρέπει να παίρνει κάποιος τα γεύματα του αυτός απάντησε με καυστικό χιούμορ. Όταν είσαι πλούσιος τρως όποτε θέλεις. Όμως όταν είσαι φτωχός τρως μόνο όταν έχεις⁴ . Παρηγορούσε όμως τον εαυτό του λέγοντας ότι ένα φτωχικό δείπνο δεν κάνει τους ανθρώπους να παραφέρονται, ενώ οι πλούσιοι με τις οινοποσίες και τις γαστρονομικές ηδονές μεθούν και γίνονται χειρότεροι από τα γαϊδούρια.
ελαφρά ντυμένος, χωρίς υπάρχοντα, με ένα ξύλινο κύπελλο για να πίνει νερό. Όταν συνάντησε ένα παιδάκι να ξεδιψά με τις χούφτες του² θεώρησε τον εαυτό του προσβεβλημένο αφού ένα νήπιο τον είχε νικήσει σε απλότητα βίου και πέταξε το κύπελο. Αποκαλούσε τον εαυτό του σκύλο, όμως όπως έλεγε ενώ τα τετράποδα αυτά δαγκάνουν τους εχθρούς του αφέντη τους αυτός δαγκάνει³ τους φίλους του για να τους συνεφέρει, να τους ξυπνήσει από την άγνοια, κάτι δηλαδή σαν την αλογόμυγα του Σωκράτη. Ο Διογένης έτρωγε όταν και όποτε έβρισκε και δεν ήταν εκλεκτικός στο φαγητό του. Κατανάλωνε αποφάγια και κόκκαλα σαν σκύλος. Ζούσε μια άθλια ζωή όπως τους σημερινούς άστεγους μέσα στη βρωμιά και χωρίς στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής. Όταν οι συμπολίτες του τον ελεεινολογούσαν που ζούσε μέσα στην απόλυτη ανέχεια αυτός με έπαρση τους απαντούσε ότι και ο ήλιος φωτίζει βρώμικους χώρους αλλά δεν λερώνεται. Ήθελε να πει ότι το ποιον του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του και η μεγαλύτερη βρωμιά είναι η πνευματική διαφθορά. Φιλοσοφούσε την κατάσταση του ενίοτε με αυτοσαρκασμό. Αντισυμβατικός όπως ήταν δεν έδινε καμιά σημασία στους τύπους. Όταν τον ρώτησαν τι ώρα πρέπει να παίρνει κάποιος τα γεύματα του αυτός απάντησε με καυστικό χιούμορ. Όταν είσαι πλούσιος τρως όποτε θέλεις. Όμως όταν είσαι φτωχός τρως μόνο όταν έχεις⁴ . Παρηγορούσε όμως τον εαυτό του λέγοντας ότι ένα φτωχικό δείπνο δεν κάνει τους ανθρώπους να παραφέρονται, ενώ οι πλούσιοι με τις οινοποσίες και τις γαστρονομικές ηδονές μεθούν και γίνονται χειρότεροι από τα γαϊδούρια.
Ο Διογένης αυνανιζόταν και ουρούσε δημοσίως σαν σκύλος,
σκανδαλίζοντας τους συντηρητικούς Αθηναίους. Κάποτε βρέθηκε σε ένα συμπόσιο. Ο
οικοδεσπότης τον μεταχειρίστηκε σαν σκύλο δίνοντας του κόκκαλα και αποφάγια για
να τον προσβάλει. Τότε ο Κύων ούρησε σαν σκύλος στο μέσο του συμποσίου και μετά
έφυγε. Ανταπόδωσε στα ίσα. Ήθελε ακόμα να δείξει ότι οι κοινωνικές
συμβάσεις είναι υποκρισία και ότι ο άνθρωπος, ως προς τα ένστικτα είναι ακόμα
ένα ζώο. Όταν κάποιος του έκανε
παρατήρηση για το δημόσιο αυνανισμό αυτός με κυνισμό απάντησε: Μακάρι να
μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου τρίβοντας την κοιλία μου⁵. Εννοούσε βέβαια ότι ο αυνανισμός ήταν ένας ανέξοδος
τρόπος σεξουαλικής ικανοποίησης, ενώ για την πείνα δεν υπάρχει ανάλογος δωρεάν τρόπος.
Γι’ αυτό ονόμαζε την κοιλιά Χάρυβδη της ζωής. Ήθελε να πει πως το μεγαλύτερο
βάσανο της συντριπτικής πλειοψηφίας των απλών ανθρώπων είναι η επιβίωση, η
εξασφάλιση των βασικών, ο κορεσμός της πείνας.
Ο Διογένης ο σκύλος ήταν ετοιμόλογος και
μπορούσε ακαριαία να δώσει μια καυστική απάντηση σε όποιο τον ενοχλούσε. Όταν
κάποτε στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας κακότροπος φαλακρός αυτός του είπε
ότι δεν θα ανταποδώσει με ύβρη αλλά θα επαινέσει τις τρίχες της κεφαλής του
γιατί είχαν την σοφία να απαλλαγούν από το κακό κρανίο που τις φιλοξενούσε⁶. Σε κάποιον
που του υπενθύμισε με χλευασμό ότι στην Σινώπη δεν ήταν παρά ένας παραχαράκτης,
ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε φαρμακερά και με στόμφο στο συνομιλητή του ότι
πράγματι κάποτε ήμουν όπως είσαι εσύ τώρα, όμως εσύ ποτέ δεν θα φτάσεις την
παρούσα μου κατάσταση. Η μετριοπάθεια δεν ήταν ποτέ κυρίαρχο στοιχείο του όμως
τον ανέχονταν διότι καταλάβαιναν ότι έλεγε αλήθεια. Ένας κατά κοινή ομολογία
μοχθηρός άνθρωπος είχε γράψει ως θυρεό της οικείας του το .«Μηδέν εισίτω κακόν» δηλαδή κανένα κακό ας μην εισέλθει
σ’ αυτό το σπίτι. Ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε τον μοχθηρό ιδιοκτήτη.
Εσύ από πού μπαίνεις; Μια άλλη φορά ο σκύλος μπήκε σε ένα πολυτελές σπίτι όπου
υπήρχε ρητή απαγόρευση στους προσκαλεσμένους να φτύνουν. Όταν τον έπιασε βήχας
ο ήρωας μας έφτυσε στα μούτρα του ιδιοκτήτη λέγοντας ότι δεν βρήκε χειρότερο
μέρος για να αφήσει τα φλέγματα του⁷. Ήθελε να δείξει ότι το ποιον του
ιδιοκτήτη ήταν πολύ χειρότερο από τα υπάρχοντα του. Πολλοί
άνθρωποι λανθασμένα θεωρούν ότι μπορεί να καλύψουν την φτώχεια της ψυχής τους
με την κατοχή ακριβών αντικειμένων.
Σε μια
περίπτωση ο Διογένης είδε ένα σωματώδη τύπο με μεγάλη μυϊκή δύναμη να παίζει τη
λύρα του. Το επίπεδο της μουσικής παράστασης ήταν άθλιο και όλοι οι θεατές τον αποδοκίμαζαν εκτός από τον Διογένη που τον
επευφημούσε μετά μανίας. Όταν οι θεατές τον ρώτησαν με απορία για τη
στάση του, αυτός τους εξήγησε ότι χειροκροτούσε θερμά γιατί « τηλικούτος ών, κιθαρωδεί και ου
ληστεύει» Ήθελε να πει ότι μια θετική ενίσχυση μιας πολύ μέτριας συμπεριφοράς
αποτρέπει τον άνθρωπο από το να γίνει πολύ χειρότερος.
Ο Διογένης στην αιχμαλωσία
Ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε από πειρατές κοντά στην
Αίγινα που τον πήραν σε ένα σκλαβοπάζαρο να τον πουλήσουν. Ο πειρατής του
απαγόρευσε να κάθεται για να τον βλέπουν καλύτερα οι πελάτες αυτός όμως ατάραχος
απάντησε ότι «το ψάρι όπως και να το βάλεις στο τέλος θα πουληθεί» Όταν τον
ρώτησαν τη δουλειά ξέρει να κάνει απτόητος
είπε ότι ξέρει να εξουσιάζει ανθρώπους και ότι πρέπει να πουληθεί σε κάποιο που
χρειάζεται αφεντικό⁸. Κάποιος Ξενιάδης εντυπωσιασμένος από το αγέρωχο πνεύμα
του, αγόρασε τον Διογένη και τον έβαλε διαχειριστή του οίκου του και παιδαγωγό
των δύο γιών του, δουλειά την οποία επιτέλεσε επιτυχώς. Ο Κύων αποκάλεσε
ανόητους αυτούς που ήθελαν να τον απελευθερώσουν αφού όπως τους είπε: «τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που
τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών,
αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους
ανθρώπους». Με βάση την ιδιόρρυθμη λογική του, ο Κύων ήταν ο λέοντας ο δε
Ξενιάδης ο δούλος. Στο τέλος ο Ξενιάδης απελευθέρωσε τον Διογένη για να
γλυτώσει ίσως από την ιδιόμορφη δεσποτεία που του επέβαλε.
Ο Διογένης και η εξουσία
Ο κυνικός φιλόσοφος δεν χαριζόταν σε κανένα, όσο ισχυρός
και να ήταν αυτός. Όταν μετά την μάχη της Χαιρώνειας αιχμαλωτίστηκε από τους
Μακεδόνες, ερωτήθηκε από το Φίλιππο
ποιος ήταν. Ο Διογένης αποκρίθηκε « Ο μάρτυρας της απληστίας σου⁹ ». Ο Φίλιππος
θαύμασε την ειλικρίνεια και το θάρρος του και τον άφησε ελεύθερο. Όταν ήταν
στην Κόρινθο ο Αλέξανδρος, από περιέργεια,
έστειλε κάποιο απεσταλμένο στον κυνικό φιλόσοφο για να παρουσιαστεί στο
βασιλιά. Ο Διογένης απτόητος είπε στον απεσταλμένο
ότι δεν θέλει να τον δει και αν ο
Αλέξανδρος επιθυμεί να τον συναντήσει ας έρθει εκείνος . Ο Αλέξανδρος από
περιέργεια για τον θρασύ εκείνο ζητιάνο που τόλμησε να τον αψηφήσει πήγε στο
μέρος που ήταν ξαπλωμένος δίπλα από το πιθάρι του. Ζήτα μου ότι θέλεις είπε ο
νεαρός βασιλιάς στο φιλόσοφο. Μη μου κρύβεις το φως απάντησε ο Διογένης, μια
λακωνική¹°
απάντηση δύο λέξεων με διπλή σημασία. Μπορεί από τη μια να σήμαινε «μη μου
κρύβεις τον ήλιο» από την άλλη όμως θα μπορούσε να σημαίνει « αν είσαι κάτοχος
της γνώσης φώτισε με, κάνε με κοινωνό της γνώσης σου. Ανέτοιμος για μια τέτοια
πνευματική αναμέτρηση και κατάπληκτος για το θάρρος του φιλοσόφου ο γιος του
Φιλίππου τον ρώτησε: Δεν με φοβάσαι; Ο Διογένης απάντησε με μια ερώτηση: Τι
είσαι; Καλόν ή κακόν; Ο Αλέξανδρος δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει τον εαυτό του
ως κακό άρα αφού ήταν καλός γιατί να τον φοβάται κάποιος; Ο Αλέξανδρος θαύμασε
το οξύ πνεύμα του Διογένη και με θαυμασμό είπε: « αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος θα
ήθελα να ήμουν ο Διογένης» Ακολούθησε συζήτηση περί αρετής στην οποία ο
Διογένης νουθέτησε το μέλλοντα κοσμοκράτορα ότι αυτό που καταξιώνει ένα βασιλιά
δεν είναι το εύρος των στρατιωτικών του κατακτήσεων, αλλά η υπηρεσία του προς
το λαό του.
Ο Διογένης και ο Πλάτωνας
Ο αρχηγός της κυνικής σχολής τα έβαλε αρκετές φορές και
με τον Πλάτωνα. Πίστευε ακράδαντα ότι η πραγματικότητα δεν μπορεί να περιγραφεί
με ορισμούς και ότι υπερβαίνει τις ερμηνείες μας. Έτσι όταν ο ιδρυτής της
Ακαδημίας όρισε τον άνθρωπο ως ζώο δίποδο χωρίς φτερά, τότε ο Διογένης για να
τον γελοιοποιήσει μάδησε ένα πετεινό και αφού τον έδειξε στον Πλάτωνα και τους
μαθητές του είπε με καυστικό χιούμορ: Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνα. Κάποια άλλη μέρα ο Διογένης
ατημέλητος και με βρώμικα πόδια μπήκε στην Ακαδημία του Πλάτωνα και λέρωσε τα
χαλιά με λάσπες. Στις παρατηρήσεις των παρακειμένων ότι λερώνει το χαλί απτόητος ανταπάντησε ότι
πατά πάνω στην ματαιοδοξία του δασκάλου τους. Ήθελε να δείξει ότι ο Πλάτωνας με
την άνετη ζωή που του χάριζαν οι πολυπληθείς εύποροι μαθητές του είχε ξεχάσει
ότι για
να κάνει κτήμα ο άνθρωπος την αρετή,
πρέπει να μην είναι δούλος του πλούτου της ευμάρειας και των υλικών αγαθών. Η εγκράτεια , η στέρηση της πολυτέλειας ακόμα και η πείνα βοηθούσαν στην
επίτευξη της αυτεπίγνωσης. Για τους κυνικούς ηθικοποίηση σήμαινε φυσική
απέριττη ζωή και απλότητα. Η κοινωνική
προβολή που επιδίωκαν οι ρήτορες και οι προβεβλημένοι δάσκαλοι σαν τον Πλάτωνα
τη θεωρούσε ανοησία, προσποίηση και ματαιοδοξία.
Ο Πλάτωνας κάποτε προσπάθησε και αυτός να πειράξει τον
Διογένη λέγοντας του ότι αν είχε πάει στον τύραννο των Συρακουσών Διόνυσο¹¹ δεν θα έτρωγε ψωμί και ελιές. Ο Διογένης
αντέστρεψε λέγοντας του ότι αν ο Πλάτωνας έτρωγε ψωμί και ελιές δεν θα
χρειαζόταν να πάει στο Διόνυσο. Εννοούσε ότι η προσκόλληση των φιλοσόφων σε
βασιλείς και τυράννους τους κάνει
δούλους των ανθρώπων αυτών και των υλικών αγαθών. Οι άνθρωποι αυτοί όχι μόνο
είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως αλλά και επικίνδυνοι. Ο Πλάτωνας όχι μόνο δεν
κατάφερε να κάνει τον Διόνυσο φωτισμένο ηγέτη μιας ιδανικής πολιτείας, αλλά
πουλήθηκε σκλάβος από τον τύραννο και είδε και έπαθε να γλυτώσει. Παρά τις
συγκρούσεις τους, ο Πλάτωνας θαύμαζε τον Διογένη και δήλωνε ότι του θύμιζε το
δάσκαλο του τον Σωκράτη. Αφού όμως ο Κύων
ήταν πλέον καυστικός και ωμός, τον ονόμαζε Σωκράτη Μαινόμενο¹².
Ο Διογένης και οι γυναίκες
Ο Διογένης ήταν φανατικός εργένης . Όταν ρωτήθηκε
πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος απάντησε: όταν είναι κανείς νέος, είναι πολύ νωρίς, όταν είναι γέρος, είναι πλέον αργά. Θεωρούσε τις γυναίκες αναξιόπιστα άτομα. Μην τις εμπιστεύεστε ακόμα και
αν μιλούν κάτω από τη σκιά του θανάτου. Σε ένα θηλυπρεπή νέο που ντυνόταν σαν γυναίκα είπε: « Δεν ντρέπεσαι
να θέλεις να υποβιβάσεις τον εαυτό σου σε γυναίκα; » . Όταν είδε μια γυναίκα
κρεμασμένη σε δέντρο είπε το ακραίο: μακάρι όλα τα δέντρα να έκαναν τέτοιους
καρπούς. Στην Κόρινθο ζούσε η εταίρα
Λαΐδα περίφημη για την ομορφιά, την μόρφωση και τον πλούτο της. Οι πλουσιότεροι Έλληνες έδιναν μια
περιουσία για να χαρούν μια βραδιά τα κάλλη της, όμως ο Κύων δεν της έδινε
καμιά σημασία. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν την επισκέπτεται αυτός είπε ότι δεν
θα δώσει δέκα χιλιάδες δραχμές για να αγοράσει κάτι για το οποίο θα μετανιώνει
μια ζωή¹³.
Η πάμπλουτη εταίρα αποφάσισε να εκδικηθεί το φιλόσοφο για την προσβολή και να τον κάνει περίγελο της Κορίνθου. Για να τον παγιδέψει του έταξε μια δωρεάν ερωτική βραδιά μαζί της. Ακόμα και ο Διογένης τσίμπησε το δόλωμα, όμως η Λαϊδα στο σκοτεινό δωμάτιο έβαλε την πιο άσχημη υπηρέτρια της την οποία ο Κύων «περιποιήθηκε» δεόντως. Την επόμενη μέρα η εταίρα φρόντισε να διαδώσει το πάθημα του Διογένη σε όλη την Κόρινθο. Όμως ο φιλόσοφος ανταπέδωσε με το περίφημο: « Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι οι ίδιες »¹⁴. Ο σκυλόσοφος θεωρούσε τον έρωτα ως απασχόληση για αργόσχολους. Για την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους υποστήριζε την κοινοκτημοσύνη των γυναικών¹⁵. Καθένας ή καθεμιά δύναται να έχει σχέσεις µ΄ αυτή ή αυτούς που θα ανταποκριθούν. Τα παιδιά δεν πρέπει να ανήκουν σε κάποιο άνδρα αλλά να είναι κοινά και να έχουν μόνο μητέρα.
Η πάμπλουτη εταίρα αποφάσισε να εκδικηθεί το φιλόσοφο για την προσβολή και να τον κάνει περίγελο της Κορίνθου. Για να τον παγιδέψει του έταξε μια δωρεάν ερωτική βραδιά μαζί της. Ακόμα και ο Διογένης τσίμπησε το δόλωμα, όμως η Λαϊδα στο σκοτεινό δωμάτιο έβαλε την πιο άσχημη υπηρέτρια της την οποία ο Κύων «περιποιήθηκε» δεόντως. Την επόμενη μέρα η εταίρα φρόντισε να διαδώσει το πάθημα του Διογένη σε όλη την Κόρινθο. Όμως ο φιλόσοφος ανταπέδωσε με το περίφημο: « Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι οι ίδιες »¹⁴. Ο σκυλόσοφος θεωρούσε τον έρωτα ως απασχόληση για αργόσχολους. Για την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους υποστήριζε την κοινοκτημοσύνη των γυναικών¹⁵. Καθένας ή καθεμιά δύναται να έχει σχέσεις µ΄ αυτή ή αυτούς που θα ανταποκριθούν. Τα παιδιά δεν πρέπει να ανήκουν σε κάποιο άνδρα αλλά να είναι κοινά και να έχουν μόνο μητέρα.
Ο Διογένης και κράτος
Ο
Διογένης παρομοίαζε την εξουσία με την φωτιά. Όταν είσαι πολύ κοντά της θα σε
κάψει έλεγε, όμως αν μείνεις μακριά της θα ξεπαγιάσεις. Ήθελε να πει ότι μια
οργανωμένη κοινωνία μπορεί να σου παράσχει κάποια οφέλη ως παροχές, από την
άλλη όμως μπορεί και να σε συνθλίψει μέσα στα γρανάζια της. Σίγουρα ο ίδιος ως
απόλυτα ελεύθερος δεν θα μπορούσε να ζήσει τη ζωή ενός κρατικού αξιωματούχου ή
ενός υπαλλήλου, με τους περιορισμούς και τη δουλοπρέπεια που τη χαρακτηρίζει .
Προτιμούσε να ζει με ψίχουλα και να είναι ελεύθερος παρά να γευματίζει με τον βασιλιά
ως υποτελής¹⁶ . Ήξερε
ότι η εξουσία διαφθείρει γι’ αυτό δεν φοβόταν να αποκαλεί τον Αλέξανδρο και
τους αξιωματούχους του άθλιους¹⁷. Θεωρούσε
την κρατική μηχανή ως διεφθαρμένη. Κάποτε όταν είδε κάποιους αξιωματούχους να
οδηγούν ένα κλέφτη στη φυλακή και γνωρίζοντας ότι οι αξιωματούχοι αυτοί
λυμαίνονταν το κοινό ταμείο της πόλης είπε ότι οι μεγάλοι κλέφτες οδηγούν στη
φυλακή τον μικρό. Μισούσε τους τυράννους και χαρακτηριστικά έλεγε ότι ο καλύτερος χαλκός
είναι αυτός με τον οποίο χυτεύτηκαν τα αγάλματα των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα. Ο Διογένης ήταν
κοσμοπολίτης, λάτρευε την ελευθερία του λόγου, πίστευε ότι η αξία ενός ανθρώπου
δεν διαφοροποιούταν ανάλογα με την καταγωγή του και χαρακτήριζε τους τίτλους
ευγενείας ως κακία. Ο ανθρώπινος νόμος έλεγε, για να είναι υποφερτός πρέπει να
προσομοιάζει το φυσικό νόμο. Οι κοινωνικοί κανόνες που καταπιέζουν τις φυσικές
ανάγκες συνιστούν λανθασμένη πολιτειακή οργάνωση.
Ο Διογένης και η Θρησκεία
Ο σκυλόσοφος δεν
τα πήγαινε καλά ούτε με την οργανωμένη θρησκεία, ούτε με τους αφελείς πιστούς.
Μια φορά ενώ παρατηρούσε τις αναθηματικές
επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, σχολίασε ότι θα ήταν πολύ
περισσότερες αν αφιερώσεις στους θεούς έκαναν και αυτοί των οποίων οι προσευχές
δεν εισακούστηκαν¹⁸. Δεν ήταν άθεος όμως δεν πίστευε ότι οι θεοί ενδιαφέρονταν για τους
ανθρώπους. Για να το αποδείξει πήγε και ζητούσε για ώρα ελεημοσύνη από το
άγαλμα ενός θεού. Το άγαλμα φυσικά έμεινε ασυγκίνητο και ο Κύων είπε στους
περίεργους που τον παρακολουθούσαν ότι σπούδαζε την αποτυχία¹⁹.
Επέκρινε τους υποκριτές που δωροδοκούσαν τους θεούς με θυσίες, οι ίδιοι
όμως ζούσαν μια σπάταλη ζωή. Οι θεοί έλεγε μας έδωσαν τη δυνατότητα να ζούμε
απλά και ευτυχισμένα εμείς όμως ζητούμε τη χλιδή και την πολυτέλεια²° Οι προσευχές των ανθρώπων, έλεγε, ευτυχώς
που δεν εισακούονται γιατί αυτοί δεν ξέρουν να ζητούν αυτό που πραγματικά έχει
αξία και ζητούν περιττά πράγματα. Ζητούν πλούτο, δόξα, κοινωνική προβολή, αντί
περίσκεψη, σοφία, λιτή και απέριττη ζωή. Από την κριτική του δεν ξέφυγαν και οι
μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια. Είναι γελοίο είπε κάποιοι τιποτένιοι να πάνε
στο παράδεισο επειδή μυήθηκαν στα μυστήρια ενώ αξιόλογοι άνθρωποι να χαθούν στα
Τάρταρα επειδή δεν το έκαναν. Η γνώμη του Διογένη για το θάνατο είναι παρόμοια με αυτήν του Επίκουρου²¹. Όταν τον ρώτησαν αν είναι κακός ο θάνατος
απάντησε με την ακόλουθη ερώτηση: Πώς μπορεί να είναι κάτι κακό, όταν στην
παρουσία του δεν έχουμε καμιά αίσθηση;²² Ο
θάνατος λοιπόν είναι ανύπαρκτος, αφού οι ζωντανοί δεν τον βιώνουν ενώ οι νεκροί
δεν υπάρχουν για να βιώσουν οτιδήποτε.
Ο Διογένης και η Παιδεία- Γνώση
- Φιλοσοφία
Ο Διογένης θεωρούσε την φιλοσοφική μόρφωση ως σωφροσύνη για τους νέους, πλούτο για τους
φτωχούς και κόσμημα για τους πλούσιους²³. Η
φιλοσοφία, έλεγε, μου χάρισε την ετοιμότητα να αντιμετωπίσω κάθε περίσταση της
ζωής²⁴. Θεωρούσε τον αθλητισμό χρήσιμο όταν γίνεται με
μέτρο για να κρατά το κορμί ζωντανό. Η αθλητική υπερβολή όμως καταστρέφει το
μυαλό. Αντιπαθούσε τα θεωρητικά μαθηματικά και τη γεωμετρία θεωρώντας ότι δεν
έχουν τίποτε να προσφέρουν στην καθημερινή ζωή.
Για να δείξει την αποστροφή του ονόμαζε τη σχολή του Ευκλείδη χολή²⁵. Την διατριβή του Πλάτωνος περί του Κόσμου των ιδεών ονόμαζε
«κατατριβήν»²⁶ Έλεγε ότι δεν υπάρχουν γενικές
ιδέες αλλά αντικείμενα. Μπορώ να δω με τα μάτια μου ένα τραπέζι δίδασκε,²⁷ αλλά όχι την γενική έννοια που ως υπερσύνολο καλύπτει όλα τα τραπέζια.
Ο Πλάτωνας δεν του χαρίστηκε λέγοντας του ότι τα αντικείμενα γίνονται ορατά με
τα μάτια οι δε γενικές έννοιες – ιδέες με το μυαλό. Κάκιζε τους αστρονόμους που
μελετούσαν τα άστρα και δεν βλέπουν τα χάσματα που χάσκουν ανάμεσα στα πόδια
τους. Όμοια ειρωνευόταν τους γραμματικούς και τους γλωσσομαθείς της εποχής του
γιατί ήξεραν να αναλύσουν την Οδύσσεια²⁸, τα λάθη και τα πάθη του
Οδυσσέα, αλλά δεν είχαν γνώση του εαυτού τους και των δικών τους λαθών.
Οι
κυνικοί παρόλο το διαφορετικό τρόπο έκφρασης έχουν πολλά κοινά με το Σωκράτη,
όπως η αναζήτηση του γνώθι σαυτόν, η απελευθέρωση από τα πάθη, η καταδίκη της
φιλαργυρίας²⁹ και της αφιέρωσης της ζωής στην κατάκτηση του
πλούτου. Ήθελε να κινείται και να εκφράζεται ωμά, ελεύθερα, αντισυμβατικά, αλλά
έντιμα. Όταν κάποιος τον κατηγόρησε ότι παριστάνει τον Φιλόσοφο αλλά στην ουσία
δεν ξέρει τίποτε αυτός, σαν άλλος Σωκράτης απάντησε ότι η άγνοια όταν
συνοδεύεται από αναζήτηση της γνώσης μέσω των σωστών ερωτημάτων είναι και αυτή φιλοσοφία.³°
Ο Διογένης είναι ένα
ιδιότυπο μείγμα αναρχικού, αντισυμβατικού, φυσιολάτρη, αρνητή του φόβου, του
θανάτου, του πλούτου, αλλά και φιλοσόφου και Σωκράτη μαινόμενου. Πρόκειται για ένα
ιδιαίτερο άνθρωπο με μεγαλύτερο πνευματικό βάθος παρά τις παραξενιές και τις
εκκεντρικές συμπεριφορές του που κάνουν εντύπωση ακόμα και σήμερα. Ο Διογένης
είχε συλλάβει την αντιφατικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος είναι
ταυτόχρονα Θεός και Θηρίο. Είναι το πλέον αντιφατικό ον. Ο ορισμός του ανθρώπου
κατά το Διογένη, όπως το διασώζει ο Δ. Λαέρτιος είναι εκπληκτικός. Έλεγε πως όταν ϐλέπει ιατρούς και ϕιλόσοφους, ϑεωρεί τον
άνθρωπο ως το πιο συνετό ζώο. ΄Οταν όµως ϐλέπει ονειροκρίτες, µάντεις και όσους
ασχολούνται µε αυτούς ή όταν ϐλέπει εκείνους που ϕουσκώνουν αλαζονικά για τη
ϕήµη και τον πλούτο τους, έχει τη γνώµη πως δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από
τον άνθρωπο.» Δ. Λαέρτιος, 6.24
Παραπομπές στο έργο του Διογένη Λαέρτιου Βίοι Φιλοσόφων
1.
Δ. Λαέρτιος 6. 20
2.
Δ. Λαέρτιος,
6. 37
3.
Λεξικό Σουίδα, “Διογένης” n. 1143).
4.
Δ. Λαέρτιος 6.40
5.
Δ. Λαέρτιος 6.46
6.
Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι
κρανίου κακού απηλλάγησαν»
7.
Δ. Λαέρτιος 6.32 .
8.
Δ. Λαέρτιος 6.29
9.
Δ. Λαέρτιος 6.43
10.
Δ. Λαέρτιος 6.38 «Αποσκότησων
μου».
11.
Δ. Λαέρτιος 6.25 .
12.
Δ. Λαέρτιος 6.54
13.
«οὐκ ὠνοῦμαι μυρίων δραχμῶν μεταμέλειαν»
14.
«Λυχνίας
σβεσθείσης, πάσα γυνή ομοία»
15.
Διογένης Λαέρτιος 6.72
16.
Δ. Λαέρτιος 6.45 «Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά
στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του απαντά: «Κακότυχος είναι όποιος
προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».
17.
Δ. Λαέρτιου 6.44 «Ἀλεξάνδρου
ποτὲ πέμψαντος ἐπιστολὴν πρὸς Ἀντίπατρον εἰς Ἀθήνας διά τινος Ἀθλίου, παρὼν ἔφη·
ἄθλιος παρ' ἀθλίου δι' ἀθλίου πρὸς ἄθλιον.»
18.
Δ. Λαέρτιος
6.59
19.
Δ. Λαέρτιος, 6.49
20.
Δ. Λαέρτιος, 6.44
21.
«Ὁ
θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ· τὸ δ' ἀναισθητοῦν οὐδὲν
πρὸς ἡμᾶς. »
22.
Δ. Λαέρτιος 6.68 Ἐρωτηθεὶς εἰ κακὸς ὁ
θάνατος, « Πῶς, » εἶπε, « κακός, οὗ παρόντος οὐκ αἰσθανόμεθα;
23.
Δ. Λαέρτιος,
6.68
24.
Δ. Λαέρτιος
6.63
25.
Δ. Λαέρτιος
6.24
26.
Ομοίως με
το 25.
27.
Δ. Λαέρτιος
6.53 «Πλάτωνος περὶ ἰδεῶν
διαλεγομένου καὶ ὀνομάζοντος τραπεζότητα καὶ κυαθότητα, « Ἐγώ, » εἶπεν, « ὦ Πλάτων, τράπεζαν μὲν καὶ
κύαθον ὁρῶ· τραπεζότητα δὲ καὶ κυαθότητα οὐδαμῶς· » καὶ ὅς, « Κατὰ λόγον, » ἔφη· « οἷς μὲν γὰρ κύαθος καὶ
τράπεζα θεωρεῖται ὀφθαλμοὺς ἔχεις· ᾧ δὲ τραπεζότης καὶ κυαθότης βλέπεται νοῦν οὐκ
ἔχεις. »
28.
Δ. Λαέρτιος
6.27
29.
Δ. Λαέρτιος
6.50, 6,28
30.
Δ. Λαέρτιος
6,64 προς τον
ειπόντα «ουδέν ειδὼς φιλοσοφείς», έφη Ει και
προσποιούμαι σοφίαν, και τούτο φιλοσοφείν εστι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου