Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Η θεωρία της ηθικής ευδαιμονίας του Επίκουρου


Μιχάλης Πόλης, εκπαιδευτικός
Ομιλία στη Φιλοσοφική Εταιρεία Κύπρου 10/01/2019
Ο φιλόσοφος της ευδαιμονίας ήταν γέννημα της Σάμου  και  γιος του Αθηναίου   κληρούχου Νεοκλή και της Χαιρεστράτης. Από μικρή ηλικία έδειξε φιλομάθεια. Σε ηλικία 14 ετών άκουσε κάποιο γραμματικό να αναφέρει τον στίχο του Ησίοδου «'Εν ἀρχή ἦν τὸ Χάος». Ρώτησε τότε τον γραμματικό να του πει ποιος γέννησε το χάος; Ο γραμματικός δεν ήξερε την απάντηση, αλλά   αποκρίθηκε με την υπεκφυγή ότι το ερώτημα δεν ήταν γραμματικό αλλά φιλοσοφικό. Τότε θα μαθητέψω σε φιλοσόφους και όχι σε γραμματιστές είπε ο Επίκουρος. Έκτοτε μαθήτεψε σε αξιόλογους  δασκάλους όπως  οι  πλατωνιστές Πάμφιλος ο Σάμιος και Ξενοκράτης ο Αθηναίος. Διδάχθηκε και από το Ναυσιφάνη  που τον μύησε  στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου. Η μαθητεία του κοντά στο δημοκρίτειο φιλόσοφο διάρκεσε τρία χρόνια (327 -324π.Χ ) και ανέπτυξε μια παραπλήσια ατομική φιλοσοφία.
. Ο θάνατος του Αλέξανδρου το 323 π.Χ. απετέλεσε  αφορμή για  Αθηναϊκή επανάσταση με  σκοπό την αποτίναξη του μακεδονικού ζυγού. Η ήττα των Αθηναίων έθεσε σε κίνδυνο την οικογένεια του Επίκουρου. Η πατρική περιουσία στη Σάμο κατασχέθηκε και έγινε πρόσφυγας   στον Κολοφώνα της Ιωνίας. Όμως η οικογενειακή τραγωδία δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει την πορεία του  προς τη γνώση. Συνέχισε τη μελέτη, εμβάθυνε, καταστάλαξε στις πεποιθήσεις του και στη συνέχεια δίδαξε  ως φιλόσοφος στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο, όπου έμεινε πέντε χρόνια. Γύρω στο 306 π.Χ.  κατέφυγε στην Αθήνα, μαζί με τους φίλους και οπαδούς του  Ιδομενέα και  Λεοντέα. Αγόρασε  για 80 μνες ένα κτήμα κοντά στο Βοτανικό στο οποίο στέγασε τη σχολή του και δίδαξε το  φιλοσοφικό του σύστημα. Ο Επικούρειος Κήπος ήταν ένας μικρός  παράδεισος  με δέντρα, λουλούδια, πουλιά, μικρά κτίσματα. Βοηθοί του στη διδασκαλία οι μαθητές του Μητρόδωρος, Νεοκλής, Χαιρέδημος και  Αριστόβουλος.
Ο Επικούρειος κήπος απόκτησε σταδιακά  μεγάλη φήμη και πολλούς οπαδούς.  Στον Κήπο έφταναν νέοι από όλο τον Ελληνιστικό κόσμο. Ο Επίκουρος ζούσε μια ήρεμη και  λιτή ζωή μαζί με τους φίλους και τους μαθητές του τους οποίους υπεραγαπούσε.  Ήταν μειλίχιος άνθρωπος και η φιλοσοφία του για τη ζωή ήταν απλή, φιλάνθρωπος, πρακτική. Ανάμεσα στους οπαδούς του υπήρχαν άντρες, γυναίκες και δούλοι χωρίς  διάκριση. Οι μαθητές άκουαν με προσοχή τη διδαχή του δασκάλου, ζούσαν μαζί του και του έδειχναν  αγάπη και αφοσίωση. Οι  Επικούρειοι ήταν μια κοινότητα  φίλων στην οποία ο σοφός από  τη Σάμο δίδαξε για τέσσερις  δεκαετίες. Οι Επικούρειοι έμοιαζαν με τους Πυθαγόρειους ως προς την εξύψωση του ιδανικού της φιλίας, όμως διέφεραν ως προς την επιβολή της κοινοκτημοσύνης στα μέλη της κοινότητας. Ο Επίκουρος δεν θεωρούσε την κοινοκτημοσύνη αναγκαία, διότι αυτή κατά τη γνώμη του δήλωνε έλλειψη εμπιστοσύνης.  Γυναίκες διέπρεψαν στον Κήπο  όπως η Εταίρα Λεόντιον και η Θεμίστα. =
Πρωτογενείς πηγές
Το βίο του Επίκουρου διασώζει ο Ιστορικός της αρχαίας φιλοσοφίας Διογένης Λαέρτιος (3ος π.Χ. αιώνας ) στο δεκάτομο έργο του «Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία απολύτων ευδοκιμησάντων και των εν εκάστη αιρέσει αρεσκόντων εν συντόμω συναγωγή ». Ο Βίος του Επίκουρου σκιαγραφείται  στον δέκατο και τελευταίο τόμο, επειδή πιστεύει ότι με τον Επίκουρο η φιλοσοφία εκπλήρωσε τον σκοπό της. Το βιβλίο περιέχει σημαντικά βιογραφικά στοιχεία, σύνοψη της διδασκαλίας του, κατάλογο των κυριότερων έργων του τα περισσότερα των οποίων δεν σώθηκαν και τις ακόλουθες επιστολές και συγγράμματα που παρατίθενται αυτούσια:
-          Επιστολή Προς Ηρόδοτο με θέμα τη φυσική
-          Επιστολή προς Πυθοκλή με θέμα τη μελέτη των μετεώρων ( Ουράνια Σώματα )
-          Επιστολή προς Μενοικέα με θέμα την ηθική
-          Κύριες Δόξες σύγγραμμα αποτελούμενο από αποφθέγματα
-          Διαθήκη του Επίκουρου
Εκτός από το Διογένη Λαέρτιο ο Λουκρήτιος  50 π.Χ. στο εξάτομο έργο του “De rerum natura” ( περί της φύσεως των πραγμάτων ) αναφέρεται λεπτομερειακά στην επικούρεια φυσική. Οι Ερκουλανικοί Πάπυροι  που ανακαλύφθηκαν θαμμένοι στην Πομπηία αναφέρονται στον Επίκουρο. Το έργο «Επίκουρου Προσφώνησις » Αποτελείται από 81 αποφθέγματα, μερικά από τα οποία ευρίσκονται και στις «Κύριες Δόξες ». Βρέθηκε το 1888 στον Βατικανό Κώδικα 1950. Στα Οινόανδρα, πόλη της ΝΔ Μικρασίας βρέθηκε μεγάλη επιγραφή, η οποία χαράχθηκε στην Πέτρα με δαπάνη κάποιου Διογένη γύρω στο 100 μ.Χ. Ο άνθρωπος αυτός εκτός από εύπορος πρέπει να ήταν και φανατικός οπαδός του Επίκουρου γι’ αυτό θέλησε να αποθανατίσει τις διδασκαλίες του στην πέτρα.
Σποραδικά, στην μακρά περίοδο από το 300 π.Χ έως το 300 μ. Χ. βρίσκουμε γραπτές φιλικές αναφορές στην επικούρεια φιλοσοφία σε έργα του Σενέκα (1ος αι μ.Χ.) του Λουκιανού (2ος αι μ.Χ.). Άλλοι συγγραφείς όπως ο Πλούταρχος (1ος αι μ.Χ.) στα «Ηθικά» του  αναφέρονται στον Επίκουρο με επικριτικό τρόπο. Ο Κικέρωνας στο έργο του  De finibus επικρίνει την φιλοσοφία του Επίκουρου ως ατομιστική και υλιστική.
Η Ιστορική Πορεία του Επικούρειου Κήπου
Ο Κήπος ως φιλοσοφικός σύλλογος δεν διαλύθηκε με το θάνατο του Επίκουρου το 270 π.Χ. Τον διαδέχτηκε ο  Έρμαρχος ο Μυτιληναίος που ακολούθησε με ευλάβεια τις διδαχές και προτροπές του δασκάλου του όπως αυτές καταγράφηκαν στη «Διαθήκη». Δεύτερος στη διαδοχή ο Πολύστρατος. Ο Κήπος λειτουργούσε και το 2ο π.Χ. αιώνα και οι κυριότεροι Επικούρειοι της ύστερης Ελληνιστικής εποχής ήταν ο Φιλωνίδης, ο Δημήτριος ο Λάκων και ο Απολλόδωρος που έγραψε τετρακόσια βιβλία τα οποία δεν διασώθηκαν. Ο σύλλογος των Επικουρείων ήταν σε ακμή και την πρώιμη ρωμαϊκή εποχή. Διάσημοι και ισχυροί Ρωμαίοι, όπως ο Κικέρωνας, πέρασαν από τον Κήπο ως μαθητές. Σε πλείστα συγγράμματα του Ρωμαίου ρήτορα φαίνεται η επίδραση της φιλοσοφίας του Επίκουρου, παρόλο που σε κάποια σημεία είναι επικριτικός.  Γνωστοί Επικούρειοι του 1ου π.Χ αιώνα ήταν ο Ζήνωνας ο Σιδώνιος, ο Φαίδρος, ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα. Πέραν της Αθήνας Επικούρειοι φιλόσοφοι δρούσαν στη Ρώμη καθ’ όλη την «Εθνική» περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η επικράτηση του Χριστιανισμού ήταν μεγάλο πλήγμα για τον Επικουρισμό. Οι Επικούρειοι καταπολεμήθηκαν ως άθεοι, ηδονιστές, αρνούμενοι την θεία πρόνοια και την αιώνια ζωή. Ο Δάντης στη Θεία κωμωδία παρουσιάζει τον Επίκουρο να βασανίζεται στο δεύτερο κύκλο της κόλασης, επειδή αντί της θείας πρόνοιας και της μετάνοιας προτιμά τις πρόσκαιρες γήινες ηδονές.  
Μετά το Μεσαίωνα οι φιλόσοφοι ξαναγνωρίζουν τον Επίκουρο  απαλλαγμένοι από την αρνητική στάση της εκκλησίας. Τον 15ο αιώνα ο Λορέντζο Βάλλα προσεγγίζει ευνοϊκά τον επικουρισμό δηλώνοντας ότι το μέγιστο αγαθό είναι η ευδαιμονία και η αρετή έπεται.  Τον 16ο αιώνα επικούρειοι δηλώνουν ο Hobbs  και ο Montaigne, ενώ τον 17ο  αιώνα ο Gassendi, που μελέτησε και έγραψε σχόλια στο έργο του Διογένη Λαέρτιου. Κατά το 18ο αιώνα ευνοϊκά για τον Επίκουρο εκφράζεται ο Βολταίρος, ενώ το 19ο αιώνα ανακαλύπτουμε επιδράσεις του Επίκουρου στις θεωρίες των Νίτσε και  Μάρξ.
Επικούρεια ηθική
Η ηθική είναι κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει τον ανθρώπινο βίο και ταξινομεί τις  συμπεριφορές των ατόμων σε ορθές και αποδεκτές και λανθασμένες και απορριπτέες με βάση διαφορετικά κριτήρια. Αν για τον Πλάτωνα το κριτήριο είναι η αρετή, για τον Επίκουρο είναι ο ωφελιμισμός και η ευδαιμονία του ατόμου. Όπως η Ιατρική έχει σκοπό τη θεραπεία των παθών του σώματος και την ίαση των ασθενειών, έτσι και η επικούρεια ηθική έχει σκοπό την εξάλειψη των παθών της ψυχής. Όπως η ιατρική προάγει την υγεία και τη σωματική ευεξία, έτσι και  η ηθική φιλοσοφία πρέπει να προάγει την ηθική ευεξία και την ευδαιμονία. Όπως μια ιατρική θεωρία που δεν προσφέρει ίαση του σώματος του ασθενή θεωρείται ανούσια και άχρηστη, έτσι και ο φιλοσοφικός λόγος που δεν προσφέρει ίαση της ψυχής και ευδαιμονία, είναι λόγος κενός, ξύλινος,  στερείται σκοπιμότητας. Η επικούρεια φιλοσοφία είναι δίδυμη αδελφή της Ιατρικής. Και οι δύο έχουν σκοπό την υγεία του ανθρώπου. Η ιατρική εστιάζεται στην ίαση του σωματικού πόνου και η φιλοσοφία στην ίαση της ψυχής. Πλην όμως σώμα και ψυχή αποτελούν ενότητα, ουσίες αδιαίρετα ενωμένες στην ολότητα που λέγεται άνθρωπος. Η θεραπεία του σώματος είναι λοιπόν και ίαση της ψυχής και αντίστροφα η εφαρμογή της επικούρειας ηθικής φιλοσοφίας δεν χαρίζει μόνο ψυχική ευδαιμονία αλλά ωφελεί και τη σωματική υγεία. Η φιλοσοφία πρέπει να είναι ο ιατρός της ψυχής και του νου.
Η ζωή είναι αναντίρρητα δικαίωμα. Όμως η ευτυχισμένη ζωή δεν έγκειται στην ποσότητα  των αγαθών και τη χρονική της διάρκεια  μόνο, αλλά πρωτίστως στην ποιότητα. Ποιοτικός βίος εξασφαλίζεται με την απαλλαγή του ανθρώπου από το σωματικό και ψυχικό πόνο, την αρρώστια και τα βάσανα. Στη θέση αυτών των δεινών πρέπει να επιδιώκουμε την απέριττη άνεση, την απλότητα του βίου χωρίς εξεζητημένες ανάγκες και πολυτέλειες, τη μετρημένη ηδονή που φέρνει την ευτυχία.
Η επικούρεια ηδονή δεν έχει καμιά σχέση με σεξουαλικές και γαστρονομικές καταχρήσεις. Αυτές οι ηδονές είναι παροδικές και ανώφελες. Μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσουν στη φθορά της υγείας άρα στον πόνο και τη δυστυχία. Δεν είναι ηδονές κατ’ ουσία, αλλά παγίδες. Ηδονή είναι ο νηφάλιος, αμέριμνος, μακάριος, στοχαστικός και λιτός βίος. Η συμφιλίωση με τη φύση και η φυσική ζωή. Η αναζήτηση της χαράς στην απλότητα και την μετρημένη ζωή. Το «Λάθε Βιώσας». Να ζει δηλαδή κανείς στην αφάνεια και τη γαλήνη,  παρά στο επίκεντρο του κοινωνικού βίου, στο άγχος, τα προβλήματα και την ταραχή. Είναι υπέροχο κατά τον Επίκουρο, να ζεις στο περιθώριο της τρέχουσας τάξης πραγμάτων, εν κρυπτώ, διαφυλάσσοντας την ψυχική σου ηρεμία.
Η επικούρεια ηθική φιλοσοφία δεν είναι αυτοσκοπός . Είναι πρακτική τέχνη και όχι θεωρητική επιστήμη. Είναι συνταγή ευτυχίας φτιαγμένη με χειροπιαστά υλικά και όχι ανούσια, ακατάληπτη θεωρητική άσκηση με στόχο την όξυνση της νοητικής  επίδοσης του στοχαστή. Έχει χρησιμότητα άμεση αφού βοηθά τη  βελτίωση της ανθρώπινης ζωής. Ανακουφίζει το άτομο από τις φοβίες, τα άγχη και τα βάσανα. Στηρίζει τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει το αίνιγμα του θανάτου όσο το δυνατό καλύτερα. Βοηθά την ψυχοσωματική οντότητα που λέγεται άνθρωπος  να πετυχαίνει την αρμονία μέσω της καλύτερης αντίληψης της πραγματικότητας.
Τα βάσανα της ζωής και η επικούρεια ηθική φιλοσοφία
Η ζωή έχει πολλές ατραπούς που οδηγούν στην άβυσσο και τη δυστυχία. Τα δεινά του βίου πηγάζουν τόσο από τη φύση όσο και από τον πολιτισμό. Η ανθρώπινη ζωή είναι σύντομη. Η κατάχρηση μπορεί να την κάνει ακόμα συντομότερη και πάντως χαμηλότερης ποιότητας. Από την άλλη ο πολιτισμός μπορεί να αλλοτριώσει τον άνθρωπο κάνοντας τον ένα πιόνι, ένα ενεργούμενο του συρμού της ζωής. Χρειάζεται λοιπόν μια αυστηρή αυτοπειθαρχία, μια μεθοδολογία αυτοπραγμάτωσης για να είσαι ευτυχισμένος στην ταραχώδη κοινωνική πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Οι πηγές της Επικούρειας Φιλοσοφίας
Από τα διασωθέντα κείμενα που αποδίδονται στον Επίκουρο, συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στα ακόλουθα, επειδή αποκαλύπτουν την ουσία της επικούρειας ηθικής:
Α. Επιστολή προς Μενοικέα
Περιλαμβάνεται στο 10ο βιβλίο του Διογένη Λαέρτιου ως μέρος της βιογραφίας του ιδρυτού του Κήπου. Ο Μενοικέας είναι νεαρός μαθητής του Επίκουρου, τον οποίο ο δάσκαλος νουθετεί, δίνοντας του τη συνταγή της ευτυχίας.
Κατά τον Επίκουρο, ποτέ δεν είναι πολύ αργά, ούτε πολύ νωρίς  για να αρχίσει κάποιος να φιλοσοφεί με σκοπό την απόκτηση της Ευδαιμονίας¹. Κανένας δεν πρέπει να πει « Είμαι πολύ νέος για να αρχίσω να σκέφτομαι και να φιλοσοφώ περί ευτυχίας» . Ούτε από την άλλη ο υπερήλικας δικαιούται να πει. « Είναι πολύ αργά για να εργαστώ φιλοσοφικά για την ευτυχία μου».  Ο μεν νέος αν είναι ώριμος στην σκέψη είναι ταυτόχρονα νέος ως προς την καθημερινότητα του βίου και γέροντας σοφός ως προς την ωριμότητα της νόησης. Ο δε γέρος μέσω του ήρεμου βίου και της μετρημένης ευδαιμονίας είναι νέος στη ψυχή και δεν αφήνει το επικείμενο του θανάτου να τον κάνει ένα βαριεστημένο και δυστυχισμένο άνθρωπο. Η ηλικία δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για την κατάκτηση της ευτυχίας. Οι ενέργειες που φέρνουν την ευτυχία πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο του στοχασμού μας. Ο ευτυχισμένος άνθρωπος είναι ανώτερος και από βασιλιά, ακόμα και αν είναι φτωχός, ενώ ο δυστυχισμένος είναι αξιολύπητος ακόμα και αν συναγωνίζεται το Μίδα στον πλούτο.
 Ο Επίκουρος δεν ήταν άθεος.  Η περί θεού αντίληψη του όμως, είναι πολύ διαφορετική από την τρέχουσα αντίληψη της εποχής του. Ο θεός νοείται από τους Επικούρειους ως αρχέτυπο, πρότυπο αφθαρσίας και μακαριότητας, ον ζωντανό, αθάνατο και ευτυχισμένο.  Το Θεό πρέπει να τον βλέπουμε σαν πρότυπο ευδαιμονίας  και όχι να του προσάπτουμε ιδιότητες που δεν έχει και μας γεμίζουν με μεταφυσικές φοβίες και άγχη. Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τις δεισιδαιμονίες του πλήθους για τους θεούς, αλλά εκείνος που βλέπει τους θεούς όπως τους βλέπουν οι πολλοί που είναι δεισιδαίμονες² Οι άνθρωποι βλέπουν τους θεούς ανθρωπομορφικά είτε ως τιμωρούς είτε ως ευεργέτες. Δημιουργούν θεούς κατ’ εικόνα του εαυτού τους και αποδίδουν στο ανώτατο ον ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά, όπως τη μισαλλοδοξία, τη ζηλοτυπία, την κακεντρέχεια. Γι’ αυτό κάνουν προσευχές τις οποίες διανθίζουν με αιτήματα προς τους θεούς. Εκτελούν αιματηρές θυσίες και προσφορές στη θεότητα, για να εκβιάσουν, τρόπον-τινά την εύνοια του.  Όλες αυτές όμως οι δοξασίες, κατά τον Επίκουρο,  δεν έχουν έρεισμα αληθείας αλλά είναι αστήρικτες προλήψεις. Οι Επικούρειοι πιστεύουν ότι ο Θεός δεν αναμιγνύεται  στα ανθρώπινα, ούτε αφήνει τη δική του μακαριότητα και ευδαιμονία για να κάνει το δικαστή και τον τιμητή της ανθρώπινης μιζέριας,  μικρόνοιας και παράνοιας. Η δοξασία ότι υπάρχει θεία δικαιοσύνη στον παράλογο αυτό κόσμο και ότι ο θεός τιμωρεί τους κακούς και αμείβει τους καλούς είναι ανθρωπομορφισμός και απόδοση στο θεό των ανθρώπινων ιδιοτήτων. Ο Επίκουρος τηρούσε τους θρησκευτικούς και λατρευτικούς κανόνες και παρότρυνε και τους φίλους του να  συμμετέχουν στις καθιερωμένες θρησκευτικές τελετές και θυσίες, για να κλίνουν τα στόματα των επικριτών, που γύρευαν αφορμή να κατηγορήσουν τα μέλη του Κήπου ως άθεους και να τους διώξουν δικαστικά. Στο βιβλίο του Περί των ειδών του βίου υποστηρίζει μάλιστα ότι είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης η προσευχή.  Και αυτό όχι γιατί οι θεοί είναι εχθρικοί, αλλά γιατί θέλουμε να προσεγγίσουμε και εννοήσουμε την τελειότητα και πληρότητα τους.
Για να είναι ευτυχισμένος ο άνθρωπος στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, πρέπει να απωθήσει το φόβο του θανάτου. Ο θάνατος δεν υπάρχει διότι κανείς ζωντανός δεν τον βιώνει και ο νεκρός δεν υπάρχει για να βιώσει οτιδήποτε³. Ο θάνατος, τελικά, δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς, ούτε με τους νεκρούς⁴, αφού κάθε καλό ή κακό βιώνεται δια μέσου των αισθήσεων και ο νεκρός δεν έχει οποιαδήποτε αίσθηση για να βιώσει οτιδήποτε. Ακόμα και αν  ο θάνατος ήταν κάτι το κακό, η ύπαρξη και η ανυπαρξία δεν συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο. Είναι αδύνατο να συνυπάρχει το είναι και το μηδέν στην ίδια οντότητα. Επομένως  είναι ακατανόητη η επιμονή κάποιων ζωντανών  να τον σκέφτονται συνέχεια και να μαραζώνουν. Η εκμετάλλευση του φόβου του θανάτου από τις θρησκείες και τις ελίτ  κρατούν τους ανθρώπους δέσμιους και  αντικείμενα εκμετάλλευσης.  Για να είναι λοιπόν ευτυχισμένος ο άνθρωπος πρέπει να πάψει να φοβάται ότι θα πεθάνει και να μετατοπίσει το φόβο του θανάτου από το συνειδητό στο ασυνείδητο. Ανόητος και δυστυχισμένος είναι αυτός  που συνεχώς φοβάται ότι ανά πάσα στιγμή θα πεθάνει, αντί να συγκεντρώνει τη προσπάθεια του στο να κάνει την καθημερινότητα του όσο το δυνατό χωρίς πόνο, αρρώστια και πάθη. Οι ανόητοι είτε προσπαθούν να αποφύγουν πάση θυσία το θάνατο γεγονός που τους γεμίζει άγχος, είτε αυτοκτονούν για να γλυτώσουν από τα βάσανα, είτε τηρούν αυστηρούς αφύσικους κανόνες για να κερδίσουν την (υποθετική) μετά-θάνατο ζωή. Έτσι στερούνται αυτή τη ζωή που είναι η μόνη πραγματική, για να κερδίσουν μια χίμαιρα που δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει.
Ο σοφός άνθρωπος  επιζητεί το μέτρο. Η μακροβιότητα χωρίς ποιότητα ζωής είναι συνώνυμη της βαρεμάρας.  Όπως το καλό φαγητό τέρπει όχι με την ποσότητα του αλλά με την ποιότητα και τη νοστιμιά του, έτσι και η ουσία της ζωής είναι η ποιότητα  και όχι η ποσότητα . Η ζωή είναι το παρόν, αφού το παρελθόν έφυγε και το μέλλον είναι άδηλο και αφανέρωτο. Άρα πρέπει να προσπαθούμε να ζούμε το παρόν με ηρεμία, σωματική υγεία και ψυχική αταραξία.
Οι ανθρώπινες επιθυμίες χωρίζονται σε φυσικές και μάταιες. Οι δεύτερες δεν οδηγούν στη γαλήνη και την ευδαιμονία, αλλά αναμοχλεύουν τα πάθη και οδηγούν σε ταραχή και δυστυχία. Γι’ αυτό πρέπει να τις κατασιγάζουμε και να επικεντρωνόμαστε στις φυσικές. Οι κατά φύση ανάγκες χωρίζονται  σε αυτές που οδηγούν στην ανάπαυση, αυτές που οδηγούν στην ευδαιμονία, την μετρημένη ηδονή και αυτές που είναι αναγκαίες για την επιβίωση. Ο καθένας από εμάς πρέπει να οριοθετήσει τις ανάγκες αυτές, να τις ιεραρχήσει  ανάλογα με τη συνεισφορά τους στην προσωπική του ευδαιμονία και να δώσει την ανάλογη προσπάθεια στην ικανοποίηση τους. Τελική συγκλίνουσα κατεύθυνση της προσπάθειας μας είναι η σωματική υγεία και ευεξία από τη μια και από την άλλη η απάθεια της ψυχής, η ηρεμία του πνεύματος και η μακαριότητα. Ευτυχισμένος είναι αυτός που ούτε πονά ούτε ταράζεται. Αυτός δεν επιζητά ακραίες ηδονές για να δώσει νόημα στην ζωή του, αλλά ικανοποιείται με τα αναγκαία. Ο κυνηγός της εξεζητημένης ηδονής είναι δυστυχισμένος. Είναι σαν να κυνηγά μια χίμαιρα, αφού και όταν ικανοποιήσει την ανάγκη για ηδονή οδηγείται από το κορεσμό σε νέα ανάγκη και μετά σε άλλη.  Η έλλειψη της απόλυτης ικανοποίησης  κυνηγά τον άμετρο ηδονοθήρα και τον κάνει να βρίσκεται  σε ταραχή και ανισορροπία, άγχος, νεύρωση, τελικά ματαίωση και δυστυχία. 
Η ηδονή μετά μέτρου είναι  αναγκαία για την ευτυχισμένη ζωή αφού  είναι  πρωταρχικό  αγαθό μέσα μας. Είναι απαραίτητη για την ευτυχισμένη ζωή. Είναι έμφυτο και σύμφυτο γνώρισμα της υγειούς   ανθρώπινης ύπαρξης γι’ αυτό  και κάνουμε ή αποφεύγουμε να κάνουμε ενέργειες με κριτήριο την εδραίωση της ευτυχίας μέσα μας. Η έκφραση « ηδονή με μέτρο » δηλώνει ότι δεν επιδιώκουμε όλες τις ηδονές ούτε αποφεύγουμε όλους τους πόνους. Γιατί κάποιες άκρατες πρόσκαιρες ηδονές στο τέλος φέρνουν μόνιμο πόνο. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και ωφέλιμοι πόνοι. Αυτοί είναι παροδικοί και ορίζονται ως τελικώς ωφέλιμοι αφού οδηγούν σε μόνιμη ευτυχία και ηδονή. Όταν στερούμαστε κάποια πράγματα ή όταν πίνουμε πικρά φάρμακα, βραχυπρόθεσμα πονούμε όμως μακροπρόθεσμα είμαστε ευτυχισμένοι. Αυτό γιατί η υγεία μας βελτιώνεται και είμαστε περήφανοι γιατί πετυχαίνουμε στόχους με σκληρή, επίπονη δουλειά.  Ηδονή δεν είναι το μεθύσι, οι σεξουαλικές ανωμαλίες, οι πολλοί και περιστασιακοί σύντροφοι και τα συνακόλουθα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα,  η ακράτεια λόγων και έργων. Ηδονή είναι  η νηφάλια σκέψη, που ερευνά τι πρέπει να κάνουμε και τι να αποφύγουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι. Ηδονή είναι το να έχεις ένα μακροχρόνιο ερωτικό σύντροφο με τον οποίο όχι μόνο να έχεις σωματική συνάφεια αλλά και ψυχική .Μέγιστη αρετή είναι η φρόνηση, γιατί διδάσκει ότι η ηθική και η δικαιοσύνη είναι η προϋπόθεση της ευχαρίστησης και αντίστροφα . Δεν μπορείς δηλαδή να ζεις φρόνιμα ηθικά και δίκαια χωρίς την ευχάριστη αίσθηση της νηφάλιας ευδαιμονίας, ενώ δυστυχισμένα είναι τα όντα που ζουν άδικα χωρίς φρόνηση και ηθικούς φραγμούς.
Η αυτάρκεια είναι μεγάλο αγαθό και πρόξενος ευτυχίας στο μετρημένο άτομο. Ένα λιτό διαιτολόγιο είναι πρόξενος ευεξίας και υγείας που είναι η μέγιστη ηδονή. Το δροσερό νερό και το ψωμί φέρνουν τη μέγιστη ευχαρίστηση σε αυτόν που τα παίρνει για  να κορέσει την πείνα του, ενώ ένα πολυτελές δείπνο που γίνεται για λόγους επίδειξης  είναι πρόξενος δυσπεψίας και κακής υγείας για τον πλούσιο που τρώει και πίνει χωρίς να πεινά και προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την σπάταλη υπέρ-αφθονία των αγαθών του. Η αίσθηση του μέτρου θα μας βοηθήσει να διαλέξουμε τι θα καταναλώσουμε και τι θα αποφύγουμε, ούτως ώστε, ούτε στην έλλειψη και τη στέρηση να πέσουμε που είναι πρόξενος δυστυχίας και μιζέριας,  ούτε στην υπερβολή να καταντήσουμε που τη θεωρούμε ως πρόξενο, μακροπρόθεσμα, περισσότερου πόνου παρά ηδονής.
Πρέπει στη ζωή μας να είμαστε εκλεκτικοί. Παρόλο που η καλώς νοούμενη ηδονή πρέπει να είναι το ζητούμενο για μια μακάρια ζωή, δεν πρέπει να επιλέγουμε κάθε ηδονή, ούτε να αποφεύγουμε κάθε πόνο. Γιατί υπάρχει ο Παιδαγωγικός πόνος, που θα μας κάνει να εκτιμήσουμε περισσότερο την ηδονή που θα αποκτήσουμε ως αποτέλεσμα επίπονης προσπάθειας. Από την άλλη  η βραχυπρόθεσμη ηδονή, όπως είναι η κατάχρηση  μακροπρόθεσμα φέρνει πόνο. Τον πρώτο πρέπει να τον επιζητούμε παρόλο που είναι πόνος και τη δεύτερη να την αποφεύγουμε παρόλο που είναι ηδονή. Καθετί πρέπει να αξιολογείται ανάλογα με την μακροπρόθεσμη ωφέλεια ή βλάβη που προξενεί και να παίρνονται οι ανάλογες αποφάσεις. Όποιος έχει λυτρωθεί από το φόβο του θανάτου είναι ευτυχισμένος. Η πίστη στην ειμαρμένη οδηγεί στη μοιρολατρία, αφού η αμείλικτη ανάγκη, η κοσμική νομοτέλεια και η τύχη, συνθλίβουν την ανθρώπινη ελευθερία.  Αν η ανάγκη κυβερνά τα πάντα, ακόμα και τους θεούς,  τότε ο άνθρωπος δεν είναι  παρά μια μαριονέτα, θλιβερό πιόνι  υπερφυσικών, λογικών ή τυφλών δυνάμεων.  Οι Επικούρειοι δεν θεοποιούν την ανάγκη αλλά την βλέπουν στις πραγματικές της διαστάσεις. Διδάσκουν δηλαδή ότι:
1.        Κάποια πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά, όπως όσα είναι αποτέλεσμα δράσεως φυσικών νόμων.
2.       Άλλα πράγματα προκύπτουν τυχαία, εφόσον δεν διακρίνεται κάποια φυσική νομοτέλεια ως λόγος πραγματοποίησης τους
3.       Ορισμένα όμως οφείλονται στη δική μας ελεύθερη βούληση. Όσα γεγονότα προκύπτουν ως ανθρώπινες αποφάσεις, ο άνθρωπος έχει γι’ αυτά την ηθική ή τη νομική ευθύνη. Καμιά όμως ευθύνη δεν προκύπτει από γεγονότα που προκύπτουν λόγω τύχης ή φυσικής νομοτέλειας.
Αυτοί που πιστεύουν στην ανάμειξη των θεών στα ανθρώπινα πράγματα, αν και δεν πρεσβεύουν ορθά, βρίσκονται σε καλύτερη θέση από αυτούς που πιστεύουν στην ειμαρμένη ή την τύχη. Γιατί αν οι θεοί ένα στα εκατό εξευμενίζονται από τις θυσίες, τι θα μπορούσε να εξευμενίσει την άσπλαχνη ανάγκη ή την τύχη; Γιατί η τύχη είναι παράγοντας σκοτεινός,  απροσδιόριστος και μη υποκείμενος σε κάποια τάξη ή πρόβλεψή. Οι Επικούρειοι δεν πιστεύουν ότι θα φτάσει κάποιος στην ευδαιμονία ή στην κόλαση της δυστυχίας εξ ‘ ολοκλήρου λόγω της τύχης ή της ατυχίας του. Ο άνθρωπος που ακολουθεί το σωστό δρόμο έχει τρομερές πιθανότητες να φθάσει στην ευδαιμονία, παρόλο που η εκτροπή της κακοτυχίας δεν μπορεί, παρ’ όλη την ορθή πορεία, να εξοστρακιστεί εξ ολοκλήρου.  Και στην απευκταία όμως περίπτωση της ατυχίας είναι καλύτερο να αποτύχει κάτι που έχει κριθεί σωστά, παρά να πετύχει, χάρη στην τύχη, αυτό που βασίστηκε σε λάθος σκεπτικό. Καλύτερα λοιπόν να ατυχήσει κάποιος ύστερα από σωστή σκέψη παρά να ευτυχήσει ως αποτέλεσμα ενός παραλογισμού.  Όποιος δεν πιστεύει στην ειμαρμένη και την τύχη ως καθοριστικούς παράγοντες του βίου  είναι σοφός και ευτυχισμένος, ακόμα και αν ατυχήσει. Ο ευτυχισμένος άνθρωπος προσομοιάζει με θεό. Η ευδαιμονία είναι το αντίστοιχο της θεότητας στα ανθρώπινα μέτρα⁷.  Όποιος εφαρμόζει τα ανωτέρω, είναι κατ’ αναλογία, θείο ον ανάμεσα σε θνητούς.  
Κύριαι Δόξαι
Το σύγγραμμα αυτό του Επίκουρου, διασώθηκε ολόκληρο από το Διογένη Λαέρτιο ως προσάρτημα στη βιογραφία του ιδρυτή του Κήπου. Από τη μελέτη του προκύπτουν τα ακόλουθα:
Ο Θεός είναι ευτυχισμένος και άφθαρτος. Κανένας δεν μπορεί να τον απομακρύνει από την άφατη μακαριότητα του. Το ανώτατο όν δεν επηρεάζεται από αρνητικά αισθήματα όπως ο θυμός, άγχος, μίσος, ούτε μπορεί  να δελεαστεί με κολακείες⁸, όπως αιματηρές θυσίες, προσφορές στο ιερατείο και εορτές. Αν ο θεός θύμωνε ή κολακευόταν από τα καμώματα των ανθρώπων δεν θα ήταν θεός. Ο θεός κατ’ ουσία είναι νοητό και όχι υλικό ον.  Υπό αυτή την έννοια ο θεός δεν είναι υλικό ξεχωριστό σώμα, αλλά είναι ιδέα που συλλαμβάνεται μόνο νοητικά και όχι με τις αισθήσεις. Εφόσον οι θεοί συλλαμβάνονται νοητικά από τους ανθρώπους μόνο και όχι από άλλα ζωντανά πλάσματα, θα πρέπει να νοηθούν ως ανθρωπόμορφα όντα.
Ο Θάνατος, πάνω στον οποίο οι θρησκείες και οι πλείστες φιλοσοφικές σχολές έχουν κτίσει τις ιδεολογίες  τους δεν έχει σχέση με τους ανθρώπους. Αυτό γιατί όσο ζούμε δεν βιώνουμε το θάνατο ενώ όταν πεθάνουμε δεν υπάρχουμε για να βιώσουμε οτιδήποτε.⁹ Για να είμαστε ευτυχισμένοι πρέπει να ζούμε χωρίς να λυπούμαστε με τη σκέψη του αναπόφευκτου του θανάτου, αλλά να επικεντρωνόμαστε στο παρόν και να το κάνουμε όσο το δυνατό πιο ευτυχισμένο. Η ηδονή και ο πόνος είναι αμοιβαίως αλληλοαναιρούμενα και μη συνυπάρχοντα συναισθήματα. Όπου υπάρχει ηδονή ο πόνος και η λύπη εξαλείφονται και αντίστροφα. Ο πόνος δεν μακροημερεύει. Ο οξύτατος πόνος είναι σύντομος γιατί επιφέρει αναισθησία ή θάνατο. Ο μικρότερος αλλά διαρκής πόνος είναι διαχειρίσιμος από τη δύναμη της συνήθειας, της θεραπείας και των φαρμάκων. Ο πόνος που είναι διαχειρίσιμος μακροπρόθεσμα μπορεί να θεωρηθεί και ως κάτι καλό, αφού σε κάνει ικανό να διαχειριστείς τις δυσκολίες και να εκτιμήσεις αυτό που είχες πριν να υποστείς τη μακροχρόνια δοκιμασία.  Προϋπόθεση της ευτυχίας είναι η φρόνιμη, ηθική και δίκαιη ζωή¹º. Όποιος δεν ζει ηθικά και δίκαια δεν   είναι μακάριος ούτε βιώνει την ηδονή. Το κυνήγι της δημοσιότητας και της δόξας δίνει στους ανθρώπους που τα αποκτούν τη ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της ευτυχίας. Το κυνήγι της δόξας όμως είναι γεμάτο άγχος και η αγωνία του να είσαι στο κέντρο της προσοχής οδηγεί τελικά σε μεγαλύτερο πόνο παρά χαρά.                                                                                  
Όποιος βρίσκεται στην κορυφή υπονομεύεται από τους ανταγωνιστές και κινδυνεύει  περισσότερο να ξεπέσει, ενώ όποιος βρίσκεται χαμηλά δύσκολα φτάνει τα χειρότερα. Μακάριος είναι αυτός που εφαρμόζει στη ζωή το «λάθε βιώσας», δηλαδή ζει ευτυχισμένος στην αφάνεια. Οι ηδονές των ασώτων δεν τους απαλλάσσουν από τους φόβους της διάνοιας και του θανάτου. Είναι πρόσκαιρες εξάρσεις χωρίς συνέχεια γι’ αυτό δεν έχουν αξία. Επιπλέον συχνά είναι πρόξενοι μακροχρόνιων δεινών όπως ασθενειών και άλλων οικογενειακών τραγωδιών γι’ αυτό ο άσωτος είναι τελικά πιο δυστυχισμένος από τον εγκρατή. Η επαφή σου με τους συνανθρώπους πρέπει να είναι μετρημένη. Να έχει βέβαια κάθε άνθρωπος λίγους αδελφικούς φίλους είναι πέραν από αναγκαίο. Με τους υπόλοιπους όμως ανθρώπους οι σχέσεις  πρέπει να είναι μετρημένες, τυπικές και να μην εκτίθεστε ιδιαίτερα από τη ψυχοφθόρα επαφή με αυτούς. Κάποιοι έβαλαν σαν σκοπό της ζωής τους τη δημοσιότητα και τη δόξα¹¹. Πιστεύουν έτσι ότι, όντας εις το κέντρο της προσοχής των ανθρώπων νοούνται από αυτούς ως όντα ξεχωριστά, ασφαλή και ευτυχισμένα. Δεν είμαι σίγουρος ότι η μεγάλη δημοσιότητα δίνει στους κατόχους της την ευτυχία. Το αντίθετο, πιστεύω, είναι πιο πιθανό.
Καμιά ηδονή δεν είναι κακή, αυτή καθ’ εαυτή. Ο δρόμος όμως για να φτάσεις σε κάποιες ηδονές είναι στρωμένος με δεινά που επιφέρουν μεγαλύτερο πόνο από την ευχαρίστηση που υπόσχονται οι ηδονές αυτές να προσφέρουν. Αυτές οι ηδονές λοιπόν για τις οποίες ισχύει το «ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν » δεν είναι επιθυμητές¹². Οι ηδονές, αν και φέρουν πολλά ονόματα είναι μια και ενιαία κατάσταση της ανθρώπινης φύσης¹³. Οι άσωτοι δεν είναι ευτυχισμένοι. Οι ηδονές της σάρκας δεν τους απαλλάσσουν από τους φόβους για τα φυσικά φαινόμενα και το θάνατο. Ούτε τους κάνουν πιο γνωστικούς αναφορικά με το τι είναι ωφέλιμο ή βλαβερό. Αν οι ηδονές των ασώτων έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα δεν θα είχαμε να τους κατηγορήσουμε για οτιδήποτε.¹⁴  Η φυσική επιστήμη δικαιολογεί την ύπαρξη της για τους ακόλουθους λόγους. Πρώτο η ίδια η γνώση προσφέρει ικανοποίηση είναι δηλαδή είδος πνευματικής ηδονής. Δεύτερο η γνώση του κόσμου μας γλυτώνει από τους αδικαιολόγητους φόβους που μας προκαλούν τα φυσικά φαινόμενα και ο θάνατος.¹⁵
Κάθε επιστήμη, όπως η γνώση των φυσικών φαινομένων, η ιατρική, η σπουδή των συναισθημάτων των πόνων και της ψυχολογίας έχουν νόημα και σκοπό εφόσον κάνουν τη ζωή καλύτερη και εξαλείφουν τον ανθρώπινο πόνο. Σημαντική για την ανθρώπινη ευτυχία είναι η σωστή κατανόηση του κόσμου και της λειτουργίας του. Αυτό γιατί η απομυθοποίηση της πραγματικότητας μας απαλλάσσει από τους φόβους που δημιουργεί η απλοϊκή προσκόλληση σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Ο πλούτος και η οικονομική άνεση μπορούν να δώσουν, σε κάποιο βαθμό, ασφάλεια και συνακόλουθα ευτυχία.  Η διαχείριση όμως των οικονομικών θεμάτων μπορεί να είναι πολύ επώδυνη και ψυχοφθόρα υπόθεση, γεμίζοντας τη ζωή μας με άγχος. Η μέγιστη ασφάλεια και ευτυχία  μπορεί να προέλθει  από την ήρεμη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος και τη δημοσιότητα¹⁶.  Αυτός που έχει μάθει να ζει με τα λίγα, είναι εύκολο να τα βρει και κατ’ επέκταση να είναι ήρεμος, γαλήνιος και ευτυχισμένος. Ο ματαιόδοξος άνθρωπος που έχει πλούτο, αλλά θέλει συνεχώς περισσότερα για να είναι στο κέντρο της προσοχής, είναι καταδικασμένος σαν τον Σίσυφο να κυνηγά πολυτελή αγαθά και να αγωνιά να τα διατηρήσει. Τελικά πιο ευτυχισμένος είναι ο λιτοδίαιτος γνωστικός φτωχός παρά ο σπάταλος, κενόδοξος  πλούσιος¹⁷. Ο σοφός οργανώνει και προγραμματίζει τη ζωή του. Οι δραστηριότητες του έχουν μια κανονικότητα και μια συνέχεια και δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Το τυχαίο είναι εξαίρεση στη ζωή του σοφού. Τη ζωή του διοικεί η λογική¹⁸ και η σύνεση, την οποία χειρίζεται ως εργαλείο που κτίζει την ευδαιμονία. Η δικαιοσύνη είναι πρόξενος γαλήνης. Ο δίκαιος έχει ολύμπια ψυχραιμία, ενώ ο άδικος  είναι γεμάτος ταραχή και θυμό¹⁹. Η όποια επιβράβευση της αδικίας είναι πρόσκαιρη, ο άδικος είναι τελικά δυστυχισμένος αφού ότι κακό κάνει τελικά θα γυρίσει πάνω του. Η ηδονή της σάρκας είναι ο κορεσμός της στέρησης. Μόλις επέλθει ο κορεσμός η ηδονή χάνεται. Αμέσως μετά αντιλαμβάνεσαι ότι η σαρκική ηδονή δεν είναι ευδαιμονία αλλά  εξάρτηση. Από την άλλη όμως, η πνευματική ηδονή είναι μόνιμη και επαυξάνεται συνεχώς όταν το άτομο ελέγξει τους άλογους φόβους που το κυριεύουν. Η ηδονή του πνεύματος είναι η ίδια είτε στον άπειρο είτε στον πεπερασμένο χρόνο. Μπορούμε να είμαστε εξίσου ευτυχισμένοι στον περιορισμένο χωροχρόνο, όπως στην αιωνιότητα. Η στιγμή της ηδονής της σάρκας είναι μια μικρή αιωνιότητα, αν μπορούσε να λεχθεί κάτι τέτοιο. Το πνεύμα όμως, εκτιμώντας τα πεπερασμένα χρονικά όρια της ζωής, βοηθά τον άνθρωπο να παραμείνει ευτυχισμένος, έστω και αν είναι θνητός,²°απωθώντας το θάνατο και το μηδενισμό από τη συνείδηση στο υποσυνείδητο. Έτσι ο θάνατος δεν υπάρχει όσο ζούμε και εμείς δεν υπάρχουμε όταν πεθάνουμε για να βιώσουμε το θάνατο. Η διάνοια λοιπόν, με όπλο τη λογική κατανόησε τα [χρονικά ] όρια της σάρκας και μπορεί να ορίσει το δρόμο της ευτυχίας ακόμα και στα περιορισμένα όρια της θνητότητας²¹
Όποιος έχει εννοήσει τα πεπερασμένα όρια της ζωής ξέρει ότι μπορεί να είναι ευτυχισμένος με απλά πράγματα που αποκτιούνται εύκολα και προσφέρουν μια μετρημένη, ήρεμη ζωή. Αλίμονο σε εκείνο που κυνηγά την πολυτέλεια. Αλίμονο σε εκείνο που συνεχώς αγωνίζεται θέτοντας υπέρμετρους στόχους. Στο τέλος θα πεθάνει ανικανοποίητος και  θα πάρει μαζί του στην ανυπαρξία το τίποτε.²²  Ο άπληστος ποτέ δεν είναι ευτυχισμένος αφού μοχθεί για μια χίμαιρα. Μόλις αποκτήσει αυτό που κυνηγά ανικανοποίητος ψάχνει για κάτι καλύτερο. Όλη του η ζωή είναι το κυνήγι του άπιαστου. Το έργο του είναι σισύφειο.  Συμποσούται σε μια ψευδαίσθηση   επερχόμενης ευτυχίας και ένα αιώνιο παρόν μη ικανοποίησης.
Για να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις πρέπει να έχουμε αντικειμενική γνώση της πραγματικότητας. Πηγή της γνώσης είναι οι αισθήσεις. Μέσω των αισθήσεων ο ανθρώπινος εγκέφαλος παίρνει το πρωτογενές υλικό της παρατήρησης το οποίο δευτερογενώς θα μετατρέψει σε γνώση.²³ Ο νους θα κάνει διάκριση μεταξύ της αναπόδεικτης δοξασίας και του αποδεδειγμένου γεγονότος. Όποιος αποδέχεται άκριτα το υλικό των αισθήσεων είναι καταδικασμένος να υποπέσει σε γνωστικά σφάλματα.²  Ο σοφός άνθρωπος ζει κατά φύση. Εναρμονίζει τις πράξεις του με τη φυσική ζωή και έτσι είναι ψυχοσωματικά υγιής και ευτυχισμένος.²⁵ Το πιο σημαντικό στοιχείο της σοφίας, υπέρτερο της γνώσεως και θεμέλιος λίθος της μακαριότητας είναι η φιλία². Η ασφαλής κτήση της αληθούς φιλίας είναι το θεμέλιο της προσωπικής μας ασφάλειας. Η γνώση ότι τα δεινά και τα βάσανα της ζωής είναι παροδικά είναι βέβαια παρήγορο, όμως μια σταθερή φιλία είναι το θεμέλιο της διαρκούς ασφάλειας και ευτυχίας μας.

Ο Επίκουρος χωρίζει τις επιθυμίες στις ακόλουθες κατηγορίες:
1.       Στις φυσικές και αναγκαίες.
2.       Στις φυσικές και μη αναγκαίες
3.       Στις αφύσικες και περιττές που προέρχονται από την ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Στις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες εντάσσουμε τα απαραίτητα μιας λιτής και μετρημένης ζωής όπως το νερό, το μετρημένο φαγητό, τη στέγη και τον ρουχισμό. Στις φυσικές αλλά μη αναγκαίες εντάσσεται η πολυτελής ένδυση, υπόδηση και βρώση. Στις αφύσικες είναι η τάση για επίδειξη, δημοσιότητα και υστεροφημία. Οι επιθυμίες της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας είναι αλληλένδετες και έχουν την πικρή τους ρίζα στην ματαιοδοξία.²
Το φυσικό δίκαιο² έχει ως αρχή να αποφεύγουν οι άνθρωποι να κάνουν κακό ο ένας στον άλλο. Αυτή η αρχή του φυσικού δικαίου είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του πολιτισμένου ανθρώπου και του απολίτιστου, ή του άλογου ζώου. Η δικαιοσύνη δεν είναι άφθαρτη μεταφυσική ιδέα, αλλά ανθρώπινη σύμβαση, πυρήνας της οποίας είναι ο αλληλοσεβασμός των ανθρώπων και η  αλληλοανοχή, για λόγους αμοιβαίου συμφέροντος. Γιατί εκεί που επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας οι ρόλοι εναλλάσσονται και οι θύτες γίνονται θύματα και αντίστροφα. Όπως σε ατομικό επίπεδο ο νόμος πρέπει να ορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων, έτσι και σε συλλογικό οι κοινωνικές συμβάσεις πρέπει να ρυθμίζουν τις σχέσεις των κατοίκων της πόλης ή της χώρας.² Η δικαιοσύνη δεν είναι αυθύπαρκτη. Υπάρχει μόνο ως συλλογική έκφραση του κοινωνικού συμβολαίου σε ορισμένους τόπους και χρόνους όπου το συμβόλαιο αυτό ισχύει.³°  Σε κάθε τόπο το περί δικαίου αίσθημα και συνακόλουθα το κοινωνικό συμβόλαιο διαφέρει στις λεπτομέρειες. Η αδικία είναι κακό γι’ αυτόν που την κάνει γιατί ζει με το άγχος της δίκαιης τιμωρίας, την οποία ενδεχομένως θα υποστεί. Ακόμα και αυτός που κρυφά παραβιάζει το δίκαιο δεν αποφεύγει την κόλαση του φόβου ότι κάποτε θα αποκαλυφθεί, ή θα τύχει τα ίδια από τα θύματα του ως αποτέλεσμα εκδίκησης. Η αδικία και η δικαιοσύνη δεν έχουν υπόσταση πέραν των ορίων της ανθρώπινης κοινωνίας.
Κανένας από αυτούς που παραβιάζουν το κοινωνικό συμβόλαιο δεν μπορεί να επαναπαύεται ότι θα μείνει χωρίς συνέπεια, ακόμα και αν έχει ξεφύγει από το νόμο χιλιάδες φορές³¹. Τελικά ουδέν κρυπτό υπό τον ήλιο.   Αν και η βασική αρχή του φυσικού δικαίου είναι πανανθρώπινη και έγκειται στην αρχή «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσης» εντούτοις το τοπικό δίκαιο κάθε χώρας διαφέρει κατά την ιδιομορφία κάθε χώρας ή περιοχής. Το δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως η σύμβαση που βοηθά την αβλαβή ανθρώπινη επικοινωνία και συναντίληψη. Αν ένας νόμος δεν συμβάλλει στην αβλαβή ανθρώπινη επικοινωνία τότε δεν είναι δίκαιος. Γενικά όσο ένας νόμος είναι συμβατός με την προαγωγή της ανθρώπινης ασφάλειας, της αβλαβούς διαβίωσης και της αποφυγής των συγκρούσεων είναι δίκαιος. Όταν όμως ο νόμος γίνεται προασπιστής ιδιοτελών συμφερόντων παίρνει διαζύγιο από τη δικαιοσύνη³². Οι ισχύοντες νόμοι συνεχίζουν να γίνονται αποδεκτοί όσο ικανοποιούν το περί δικαίου αίσθημα του κόσμου. Όταν αλλάξουν οι κοινωνικές συνθήκες και ο νόμος δεν ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα, τότε πρέπει είτε να τροποποιηθεί, ή να καταργηθεί και αντικατασταθεί με άλλο. Γενικά ο Επίκουρος δεν δίνει στο δίκαιο μια μεταφυσική διάσταση, αλλά τον ορίζει ως την σύμβαση που είναι αναγκαία για την ασφαλή συμβίωση των ανθρώπων στα πλαίσια της κοινωνίας.³³Υπάρχουν τρεις τρόποι να αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους με σκοπό την αμοιβαία ασφάλεια.
1.       Κάνε φίλους όσους το αξίζουν. Όσοι  κτίζουν δυνατές, ανιδιοτελείς φιλίες έχουν ως έπαθλο ειρηνικό και ευτυχισμένο βίο
2.        Διαμόρφωσε μια ανεκτή, τυπική σχέση αλληλοανοχής, όπου είναι αδύνατον να κάνεις κάποιο φίλο σου. Αν κάποιος δεν είναι φίλος σου προσπάθησε να μην είναι εχθρός σου.
3.        Με όσους δεν μπορούμε να βρούμε μεθόδους και τρόπους ειρηνικής και αβλαβούς διαβίωσης διακόπτουμε, κατά το δυνατόν κάθε επαφή και σχέση³⁴.
Σε τελική ανάλυση η ανθρώπινη ευτυχία είναι συνάρτηση των καλών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Όποιος έχει διαμορφώσει  καλές ανθρώπινες σχέσεις είναι ασφαλής και ευτυχισμένος.

Γ. Επικούρου Προσφώνησις
Η προσφώνηση του Επίκουρου είναι το δεύτερο σύγγραμμα που διασώζει ο Διογένης Λαέρτιος. Από τα 81 γνωμικά του συγγράμματος δεκατέσσερα είναι πανομοιότητα με αντίστοιχα που υπάρχουν στις «Κύριες Δόξες» γι’ αυτό δεν θα κάνουμε αναφορές σε αυτά. Τα υπόλοιπα είναι τα ακόλουθα:
Ο πόνος εύκολα αντιμετωπίζεται και φαίνεται στο φιλοσοφημένο άνθρωπο ευκαταφρόνητος³⁵. Γιατί, όσο πιο οξύς, τόσο πιο σύντομος είναι.  Ο ήπιος, χρόνιος πόνος, γίνεται συνήθεια και μαθαίνουμε να ζούμε μαζί του και δεν μας ενοχλεί. Η αδικία δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής, ούτε ο άδικος θα παραμείνει αφανής για πάντα.³⁶ Η υποδούλωση του ανθρώπου στην ανάγκη είναι κακό. Αλλά δεν είναι αναγκαίο να είσαι συνεχώς κάτω από τη δουλεία της ανάγκης³⁷. Αυτό θα το πετύχεις αν μειώσεις τις ανάγκες σου. Μείωσε λοιπόν τις εξαρτήσεις σου και όσο πιο λίγες είναι τόσο πιο ελεύθερος θα είσαι. Η απληστία δημιουργεί τις ανάγκες. Η ακόρεστη δίψα του άπληστου για υλικά αγαθά τον οδηγεί σε δυστυχία. Ο εγκρατής  έχει ελάχιστες ανάγκες.  Δεν είναι δούλος των αναγκών του και είναι μακάριος.
Παρόλο που είμαστε θνητοί και η χρονική διάρκεια της ζωής μας είναι περιορισμένη³⁸ μπορούμε με τη λογική και την νόηση να φτάσουμε στην ενόραση του απείρου και της αιωνιότητας. Να δούμε δηλαδή ως ενιαία ολότητα παρελθόν παρόν και μέλλον και τα συνακόλουθα γεγονότα. Κατ’ επέκταση μπορούμε να νοήσουμε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ως ένα συνεχές. Αν και θνητό ον ο άνθρωπος μπορεί να ανέλθει μέχρι τη θέωση!
Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ησυχάζουν είναι νωθροί³⁹.  Ζουν μηχανικά σε μια πνευματική νάρκη σαν να είναι φυτά. Από την άλλη όταν είναι ενεργητικοί ζουν σε μια υπερκινητική παράνοια όπως τα παιδιά. Ο μακάριος άνθρωπος όμως αν και είναι γαλήνιος και χαμηλών τόνων ζει σε πνευματική εγρήγορση. Μια φορά γεννηθήκαμε και δεν μπορεί να υπάρξει δεύτερη γέννηση του ίδιου ανθρώπου⁴°. Είμαστε εφήμερα όντα. Δεν θα πρέπει να αναβάλλεις τη σημερινή χαρά για το αύριο, γιατί είναι αμφίβολο αν αυτό υπάρχει και αν υπάρχει δεν έχεις τον έλεγχο του γιατί υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες που το ορίζουν. Το μέλλον είναι λοιπόν αβέβαιο και το παρελθόν μια φευγαλέα άσαρκη ανάμνηση. Αυτό που υπάρχει είναι το παρόν. Ζήσε το όσο μπορείς και υπάρχεις και αξιοποίησε το για να είσαι ευτυχισμένος. Οι πολλές βιοτικές μέριμνες και σκοτούρες κάνουν το βίο αβίωτο. Ζήσε μετρημένα και άφηνε χρόνο για περισυλλογή. Η πολλή δουλειά τρώγει τον αφέντη. Ο εργασιομανής δεν έχει χρόνο να χαρεί τα αγαθά που απόκτησε με κόπο και στο τέλος θα τα φάνε άλλοι. Μετρημένη ζωή, λιτότητα, μετρημένη εργασία, ικανότητα να χαίρεσαι τις μικρές χαρές της ζωής είναι το μυστικό της ευτυχίας.
Άνθρωποι που ζουν με χρηστά ήθη, είτε αυτά είναι τα δικά μας είτε ακόμα και αλλότρια είναι αξιοσέβαστοι⁴¹. Πρέπει να ακολουθούμε τον ηθικό κώδικα της πατρίδας μας, τα ήθη, τα έθιμα, τις θρησκευτικές τελετουργίες και τις γιορτές, όσα βέβαια από αυτά δεν αντιστρατεύονται τον πυρήνα της δικής μας φιλοσοφίας. Το κακό είναι βέβαια απορριπτέο, πολλές φορές όμως οι άνθρωποι το επιδιώκουν, επειδή νομίζουν ότι είναι  αναγκαίο και ότι μέσω του θα αποφύγουν τα χειρότερα². Ακόμα χειρότερα κάποιοι συγχίζουν το καλό με το κακό λόγω ελλιπούς κρίσης και διάκρισης. Κανένας άνθρωπος αν τον ρωτήσεις δεν θα παραδεχτεί ότι θέλει το κακό και πιθανότατα πιστεύει ότι εργάζεται για το καλό. Πλην όμως τα μεγαλύτερα κακά γίνονται στο όνομα του καλού. Όπως είπε πολύ σοφά ένας μεταγενέστερος φιλόσοφος: Ο δρόμος προς την κόλαση πάντοτε είναι στρωμένος  με τις καλύτερες προθέσεις.
Ευτυχισμένος δεν είναι ο νέος που άγεται και φέρεται από τα πάθη του και την ανωριμότητα του αλλά ο γέροντας που έζησε καλά τη ζωή του⁴³ . Ο σοφός γέροντας στη δύση του βίου του έχει την απαιτούμενη ωριμότητα να ζει στη γαλήνη, το μέτρο και τη σοφή ενατένηση της ζωής. Βεβαίως δεν είναι κάθε γέρος σοφός και για να φτάσει στην ωριμότητα χρειάζεται αγώνα κατά τα πρώιμα στάδια της ζωής του. Η ερωτική έξαψη και το πάθος δεν έχουν πνευματικό βάθος⁴⁴. Αν αφαιρέσεις την πρόσοψη, δηλαδή την εξωτερική ομορφιά, τη σαγήνη  των αισθήσεων, την έξαψη από την επαφή των σωμάτων τι μένει μακροχρόνια από  το ερωτικό πάθος; Η φευγαλέα ηδονή της επαφής και της ένωσης των σωμάτων χάνεται το επόμενο λεπτό και αυτό που απομένει είναι το κενό. Η σεξουαλική ηδονή πρέπει να πλαισιώνεται από μια μετρημένη ζωή που να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και όχι σκαμπανεβάσματα και εξάρσεις.
Πρέπει να ζούμε φυσικά και όχι παρά φύση⁴⁵. Ο βιασμός της φύσεως είναι η μήτρα κάθε δυστυχίας. Πρέπει με μέτρο να ικανοποιούμε τις φυσικές μας ανάγκες, όπως την τροφή, την ένδυση και τη στέγη. Η πολυτέλεια, η λαιμαργία, η αναζήτηση εξεζητημένων αγαθών είναι παρά φύση, δημιουργούν δυστυχία και προάγουν το θάνατο. Η ζωή με μέτρο, η γαλήνη, η περίσκεψη, η ζωή στο φυσικό περιβάλλον είναι το κλειδί της ευτυχίας. Οι άνθρωποι επιλέγουν τους φίλους τους με βάση τα χαρακτηριστικά τους⁴⁶. Το κίνητρο της φιλίας είναι η αμοιβαία ωφέλεια . Γι’ αυτό επιλέγουμε  πολύ προσεκτικά τους φίλους μας διότι η αληθινή φιλία είναι ένα από τα θεμέλια της ευτυχισμένης ζωής. Τα όνειρα δεν έχουν θεία προέλευση⁴⁷, ούτε προφητεύουν μελλοντικά γεγονότα. Οι αισθήσεις και κυρίως η όραση φυλακίζει εικόνες (είδωλα) στο μυαλό. Με τον ύπνο οι εικόνες αυτές φεύγουν από το χαλινάρι της λογικής και της κρίσης και δρώντας ανεξέλεγκτα παράγουν τα όνειρα. Με σύγχρονη ορολογία θα λέγαμε ότι ο ύπνος απελευθερώνει το υποσυνείδητο του ανθρώπου που έρχεται στην επιφάνεια ως όνειρο. Η φτώχια, αν βοηθά τον άνθρωπο να ζήσει φυσικά είναι πλούτος⁴⁸, ενώ ο αμύθητος  πλούτος είναι φτώχια, αφού οδηγεί σε αφύσικη ζωή. Το άγχος της διαχείρισης, του πολλαπλασιασμού και της προστασίας του πλούτου από τις ανθρώπινες επιβουλές κάνει τη ζωή του πλούσιου άχαρη, όλο άγχος. Εξάλλου είναι πολύ δύσκολο για τον πλούσιο να έχει αληθινούς φίλους, ανθρώπους που να τους έχει εμπιστοσύνη. Οι κόλακες που περιστοιχίζουν τους ισχυρούς χάνονται μόλις η ισχύς τους εξαφανιστεί. Επιπλέον ο θάνατος παραμονεύει τον άφρονα πλούσιο, εφόσον η ανυπαρξία είναι η ίδια για πλούσιους και πένητες.
Μπορείς να δώσεις ένα λεκτικό μήνυμα με λίγα λόγια ή πολλά⁴⁹. Αμφότεροι οι ατραποί οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, προφανώς όμως ισχύει η ρήση «Τοις φρονίμοις ολίγα». Η φιλοσοφία υπερέχει των άλλων επιτηδευμάτων ως προς την άμεση κάρπωση της ευτυχίας⁵°. Όταν αυτό που διδάσκεις δεν είναι ξύλινος λόγος αλλά βίωμα, τότε η ευδαιμονία είναι παρούσα. Η διαδικασία απόκτησης της γνώσης είναι χαρά άφατη και άμεση, ενώ στα άλλα επαγγέλματα η χαρά, αν θα επέλθει, έπεται της ολοκλήρωσης του έργου. Η διαδικασία σύναψης φιλίας περνά μέσα από τη μεσότητα. Ούτε αυτοί που είναι πολύ ανοικτοί στο χαρακτήρα, ούτε αυτοί που είναι κλειστοί είναι κατάλληλοι για φίλοι⁵¹. Οι πρώτοι είναι ασταθείς και δεν μπορούν να δείξουν αφοσίωση ενώ οι δεύτεροι δεν μπορούν να βγουν έξω από τα τείχη που ο εαυτός τους κτίζει γύρω τους.  Πάντως, παρά τους περιορισμούς,  αξίζει κανείς να διακινδυνεύει για να αποκτήσει ένα ειλικρινή φίλο.
Ο φιλόσοφος λέει την αλήθεια, χωρίς να χαϊδεύει τα αυτιά των αμαθών. Ο ερευνητής της φύσης λέει το πραγματικό που είναι και το καλό και συμφέρον. Πρέπει να λέμε την αλήθεια έστω και αν στα αυτιά των απλοϊκών αμαθών φαντάζει ως κάτι ακαταλαβίστικο, χωρίς νόημα². Παρά να συμφωνώ με τους αμαθείς για να παίρνω τους επαίνους τους, προτιμώ να λέω την αλήθεια και να είμαι σε σύγκρουση μαζί τους.
Οι αμαθείς και αφιλοσόφητοι άνθρωποι κάνουν ετοιμασίες για τη ζωή σαν να είναι να ζήσουν για πάντα. Δεν αντιλαμβάνονται το σύντομο του βίου. Ότι γεννιέται φέρει μέσα του σπερματικά το θάνατο⁵³. Γι’ αυτό πρέπει να ζούμε το τώρα και όχι να κυνηγούμε το αδύνατο, τη χίμαιρα μιας ευτυχίας που βρίσκεται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Είναι όπως να προσπαθείς να φτάσεις τον ορίζοντα. Είναι άπιαστος. Ο θάνατος είναι η κοινή μοίρα των ανθρώπων. Πολλά μπορεί να  αγοράσει ο άνθρωπος σίγουρα όμως όχι την αθανασία. Για όλα μπορούμε να κερδίσουμε την ασφάλεια μας εκτός του θανάτου. Ως προς το θάνατο οι άνθρωποι ομοιάζουν με ατείχιστη και ανυπεράσπιστη  πόλη που αντιμετωπίζει πάνοπλο εχθρό⁵⁴. Η άμυνα της είναι αδύνατη. Εκείνος που σέβεται το σοφό κάνει μεγάλο καλό πρώτιστα στον εαυτό του⁵⁵, ενώ η ασέβεια δεν βλάπτει τη γαλήνη και την αταραξία του κατόχου της γνώσης αλλά ευτελίζει τον ασεβή . Όταν ο άνθρωπος έχει τα βασικά αγαθά φαγητό, νερό, ρούχα και στέγη τότε αν έχει λογική και δίψα για μάθηση έχει βάλει γερά θεμέλια για αναζήτηση και απόκτηση της ελευθερίας. Μπορεί να ανταγωνιστεί ακόμα και τον πατέρα των θεών στην ευτυχία.⁵⁶
Η σημαντικότερη βοήθεια που έχουμε από τη φιλία δεν είναι η υλική αρωγή που θα μας δώσουν οι φίλοι μας αλλά το αίσθημα της εμπιστοσύνης, ότι είναι δίπλα μας σε κάθε δύσκολη περίσταση⁵⁷. Η φιλία άρα μας παρέχει το λυτρωτικό αίσθημα της ασφάλειας που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ευδαιμονίας. Αυτός που είναι αχόρταγος και σκέφτεται πάντα αυτά που δεν έχει και είναι αιώνια δυστυχισμένος, ενώ αυτός που είναι ευτυχισμένος, θεωρώντας τα μετρημένα αγαθά  που έχει ως εκπλήρωση παλαιότερων προσδοκιών είναι πάντοτε ευδαίμων⁵⁸. Ο βίος του Επίκουρου, λόγω λιτής αυτάρκειας, πραότητας και φιλίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι το εξωπραγματικό, που αγγίζει τα όρια του μύθου⁵⁹ .
Το κακό συντρίβει την ανθρώπινη φύση ενώ η ηδονή τη σώζει, γιατί η χαρά σου δίνει φτερά, ενώ το κακό  σε συνθλίβει⁶°.  Αυτός που συνεχώς βρίσκει αιτίες και αφορμές να θεωρεί τη ζωή ανάξια λόγου και θέλει να πεθάνει είναι ανίκανος να εκτιμήσει την αξία της ως πηγή της ευτυχίας⁶¹. Γιατί πέραν αυτής της ζωής δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά κάποιες αναπόδεικτες φιλοσοφικές και θρησκευτικές εικασίες για το επέκεινα. Άρα όποιος αυτοκτονεί είναι ηλίθιος γιατί χάνει τα πάντα. Όποιος εκμεταλλεύεται ασύστολα τους φίλους του με πρόσχημα τη φιλία δεν είναι πραγματικός φίλος και όποιος δεν ζητά βοήθεια από υπεροψία γιατί νομίζει ότι δεν έχει ανάγκη κανένα, είναι βέβαιο ότι κάποτε σε μια πραγματική ανάγκη θα μείνει αβοήθητος⁶². Πρέπει να έχουμε φίλους αλλά να μην επικαλούμαστε τη βοήθεια τους για ψύλλου πήδημα, αλλά μόνο όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη. Η φιλία πάντως είναι αναγκαία γιατί αν δεν ελπίζεις στη βοήθεια του φίλου, που μπορεί να στηρίξεις την ελπίδα σου;
Τα πάντα γίνονται με βάση το νόμο της ανάγκης. Ακόμα και αυτός που δεν παραδέχεται αυτό το θεμελιώδη νόμο, κατ’ ανάγκη τον παραδέχεται γιατί θεωρεί αναγκαστική τη μη αναγκαιότητα⁶³  . Να φιλοσοφούμε με το χαμόγελο στα χείλη. Να φροντίζουμε τα του οίκου μας με ημερότητα συναισθημάτων και να διαδίδουμε τα διδάγματα της ορθής φιλοσοφίας. Η καλή διάθεση, η αισιόδοξη αντιμετώπιση της ζωής και ο διαρκής φιλοσοφικός περί του βίου στοχασμός θεμελιώνουν μια καλύτερη και ευδαίμονα ζωή⁶⁴.
Το καλό και το κακό δεν συνυπάρχουν, είναι αμοιβαίως αλληλοαναιρούμενα. Όταν γεννιέται το καλό εξαφανίζεται το κακό και αντιθέτως⁶⁵. Είναι όπως τη μέρα και τη νύκτα. Δεν μπορούν να συνυπάρχουν στον ίδιο τόπο και τον ίδιο χρόνο.Ο φιλάργυρος λόγω αδικίας είναι ασεβής⁶⁶, αλλά και αυτός που δεν έχει αδικήσει κανένα τρίτο και στερείται λόγω φιλαργυρίας είναι αισχρός γιατί αδικεί τον  εαυτό του και τους δικούς του. Το μέτρο, δηλαδή ούτε η σπατάλη, αλλά ούτε και η στέρηση, είναι η συνταγή της ευδαιμονίας. Ο σοφός αφού εξασφαλίσει τα αναγκαία μεταδίδει την αρετή της αυτάρκειας στους μαθητές του. Δηλαδή ασχολείται περισσότερο με τη μετάδοση όσων γνωρίζει και τη διάδοση της φιλοσοφίας της αυτάρκειας σε όσο το δυνατόν περισσότερους, παρά να φροντίζει  για τη προσωπική του ευδαιμονία⁶⁷. Επιπλέον δεν εκμεταλλεύεται οικονομικά τους μαθητές του, αλλά σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη ως φίλος προσφέρει. Μακάριος είναι εκείνος που γνωρίζει τα αναγκαία και αρκείται σε αυτά. Όσο πιο ολιγαρκής είσαι τόσο πιο ευτυχισμένος και ελεύθερος ζεις. Ο πλεονέκτης και ο αχόρταγος είναι πάντα δυστυχισμένοι αφού όσα και να έχουν θέλουν περισσότερα.   
Ο έρωτας της γνώσης της φύσης δεν δημιουργεί ανθρώπους φαντασμένους, που επιδεικνύουν στους άλλους τη γνώση τους για να εισπράξουν θαυμασμό και χειροκροτήματα. Δημιουργεί ανθρώπους σοβαρούς, αυτάρκεις και υπερήφανους για τον ευτυχισμένο βίο τους⁶⁸. Τις κακές συνήθειες όπως και τους κακούς ανθρώπους πρέπει να τους κρατούμε μακριά μας⁶⁹. Αν το κάνουμε, κτίζουμε βίο ομαλό και ευτυχισμένο. Δεν στηριζόμαστε στη τύχη αλλά στη γνώση. Κτίζουμε τη ζωή μας όσο μπορούμε καλύτερα χωρίς να είμαστε μοιρολάτρες. Ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά δεν χαρακτηριζόμαστε από τη ψευδαίσθηση της αιωνιότητας της ζωής. Ξέρουμε ότι η ζωή αυτή είναι εφήμερη αλλά δεν χρειαζόμαστε καμιά μεταφυσική ψευδαίσθηση για να είμαστε έντιμοι, ηθικοί και εραστές της γαλήνης και της μακαριότητας. Έτσι  όταν έρθει η ώρα να φύγουμε από αυτή τη ψεύτικη ζωή θα το κάνουμε τραγουδώντας γιατί ζήσαμε ευτυχισμένοι⁷°. Όσο όμως ζεις να προσπαθείς να κάνεις κάθε μέρα καλύτερη από την προηγούμενη⁷¹. Όταν φτάσουμε στο τέρμα του βίου ένα μας μένει. Να φύγουμε όσο το δυνατόν γαλήνια και με αξιοπρέπεια. Να περάσουμε από το είναι στο μηδέν χωρίς κλάματα αλλά με στέρεο βηματισμό.
Θα μπορούσε η υπερβολή της σαρκικής ηδονής να ήταν ηθικά ουδέτερη; Θεωρητικά ναι. Αν δεν παραβιάζονται οι νόμοι, αν τα ήθη της πόλεως δεν καταπατούνταν, αν δεν  προκαλούσε δυσάρεστα συναισθήματα σε κάποιους συνανθρώπους, αν δεν υπήρχαν οι  γενετήσιες ασθένειες, οι διαστροφές, οι άσκοπες σπατάλες για φτηνούς εντυπωσιασμούς και προσέλκυση ερωτικών συντρόφων.. Πρακτικά όμως είναι αδύνατον να τηρηθούν όλες αυτές οι προϋποθέσεις. Η ερωτική κρεπάλη είναι ανώφελη, αφού οδηγεί τον άνθρωπο στην εξαθλίωση παρά την πρόσκαιρη έξαψη της ηδονής.⁷² Αν δεν μπορείς να ξεφύγεις τελείως από τις ηδονές, τουλάχιστον απόφευγε το κακό και το παράνομο και βάλε σε αυτές το μέτρο. Αν η σάρκα σου ρέπει προς τις ηδονές, προσπάθησε αυτή η ροπή να μπαίνει σε όρια. Ούτε τα κοινά ήθη να καταπατά, ούτε να είναι πρόξενος κακού σε τρίτο πρόσωπο, ούτε να εκφεύγει της νομιμότητας. Αν και είναι αδύνατο να ξεφύγουμε τελείως από την επιρροή της Αφροδίτης, τουλάχιστον ας αποφύγουμε πάση θυσία τις βλάβες που αυτή προξενεί.
 Η φίλια, αν και όταν περιβάλλει την οικουμένη, κηρύττει σε όλους μας το μήνυμα της μακαριότητας και της ευτυχίας.⁷³ Αν η αληθινή φιλία δεν ήταν τόσο σπάνια, ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος. Δεν πρέπει να φθονούμε ούτε τους καλούς ούτε τους κακούς⁷⁴. Για μεν τους καλούς είναι αυτονόητο ότι είναι απαρά- δεκτο να τους φθονούμε. Τους κακούς και πονηρούς δεν πρέπει να τους φθονούμε αλλά να τους λυπούμαστε, γιατί με τη ψευδεπίγραφη ευτυχία τους βλάπτουν τους εαυτούς τους. Κανένας δεν μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος  όταν βλάπτει τους άλλους. Ο κακός πρόσκαιρα είναι ευτυχισμένος. Οι τύψεις και οι ερινύες αργά η γρήγορα θα κάνουν τη ζωή του κόλαση. Δεν πρέπει να προσποιούμαστε τους φιλόσοφους αλλά να φιλοσοφούμε πραγματικά. Η αληθινή γνώση είναι όπως την υγεία, ενώ η ψευδεπίγραφη είναι συγκεκαλυμένη ασθένεια.⁷⁵ Όπως έχουμε ανάγκη την υγεία για το σώμα, το ίδιο έχουμε ανάγκη τη φιλοσοφία για τη ψυχή. Όταν μας κτυπήσει μια συμφορά πρέπει να απαλύνουμε το πόνο μας με την ανάμνηση προηγούμενων καλών στιγμών και με τη γνώση ότι, όταν συμβεί κάτι κακό και ανίατο, δεν μπορούμε να στρέψουμε το ποτάμι του χρόνου πίσω για να το ξεκάνουμε.⁷⁶
Ο σοφός πονάει το  είτε υποφέρει ο φίλος του είτε ο ίδιος. Είναι δε διατεθειμένος να κάνει τα πάντα, ακόμα και να πεθάνει για το φίλο του. Η απώλεια του φίλου αποδιοργανώνει τη ζωή του και τη γεμίζει πόνο.  Ακόμα χειρότερα, αν ο φίλος πεθάνει εξαιτίας της αμέλειας μας, η απιστία θα γεμίσει τη ζωή μας με τύψεις και παντοτινή δυστυχία⁷⁷. Πρέπει να ελευθερώνουμε τον εαυτό μας από την φυλακή και το άγχος της ενασχόλησης με τα κοινά⁷⁸. Γιατί αυτός που ασχολείται με τα κοινά, αν το κάνει ανιδιοτελώς, φορτώνεται τις έννοιες και τα βάσανα του συνόλου. Όσες προσπάθειες και να κάνει είναι αδύνατον να είναι όλοι ευχαριστημένοι μαζί του και συχνά καθίσταται αναίτια ο αποδιοπομπαίος τράγος, στον οποίο φορτώνονται τα λάθη μιας ανεύθυνης κοινωνίας. Δεν είναι αχόρταγη η κοιλιά, ούτε έχει έρεισμα αληθείας ότι χρειαζόμαστε πολλά αγαθά για να ζήσουμε⁷⁹. Η λαιμαργία, όπως και η απληστία,  προέρχεται όχι από το στομάχι αλλά από τον εγκέφαλο. Το σώμα έχει περιορισμένες απαιτήσεις, όμως το άπληστο μυαλό και το μάτι του ανθρώπου είναι αχόρταγα. Η ζωή είναι σύντομη. Προ ολίγου γεννήθηκες, όμως τώρα εδώ πεθαίνεις, φεύγεις σαν να μην υπήρξες ποτέ⁸°.  
  Η φυσική συγγένεια μεταξύ των προσώπων αποκτά νόημα και αξία  όταν τους ωθεί προς την ομόνοια και αυτή η έλλειψη έριδας καθρεπτίζεται στα πρόσωπα τους⁸¹. Θέλει να πει ότι, αν και δεν διαλέγουμε τους συγγενείς μας, αν μπορούμε να κάνουμε τη συγγένεια φιλία και την αδελφοσύνη όχι μονο βιολογική, αλλά και πνευματική συγγένια, αυτό είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί. Η οργή των γονέων προς τα τέκνα πρέπει να τα ωθεί στο να καταλάβουν το λάθος τους  και να ζητούν συγγνώμη⁸². Αν όμως η παρέμβαση του γονιού οξύνει τα πνεύματα και δεν οδηγεί το τέκνο προς τη συναίσθηση του ορθού, τότε δεν πρέπει να γίνεται. Οι σχέσεις παιδιών και γονιών πρέπει να αποσκοπούν στην οριοθέτηση των ανηλίκων. Η οριοθέτηση όμως περνάει κυρίως μέσα από το διάλογο και όχι την οργή που πρέπει να είναι η εξαίρεση.
Υπάρχει όριο στη λιτότητα, πέραν του οποίου αυτή γίνεται βλαβερή όπως η σπατάλη⁸³. Με άλλα λόγια τη ζωή μας πρέπει να διέπει το μέτρο. Ούτε στέρηση, ούτε υπερβολή και σπατάλη. Δεν πρέπει να προσπαθούμε να εκμαιεύσουμε επαίνους από τους άλλους⁸⁴, αλλά να προσπαθούμε να απαλείψουμε τα ελαττώματα μας, τα οποία ως τέτοια τους επηρεάζουν δυσμενώς. Ο έπαινος θα έρθει από μόνος του, όχι ως κολακεία, αλλά ως φυσική ευγνωμοσύνη από το συνάνθρωπο, λόγω βελτίωσης της ποιότητας ζωής του. Με άλλα λόγια βελτιώνοντας το χαρακτήρα μας, συνειρμικά βοηθούμε και τους άλλους και έτσι αυτοί αυθόρμητα θα μας δείξουν την ευγνωμοσύνη τους.
 Οι ανόητοι ζητούν από τους θεούς να τους χαρίσουν πράγματα, τα οποία ο καθένας μπορεί να κατακτήσει μόνος του⁸⁵. Πέραν του ότι οι θεοί δεν ασχολούνται με τα ανθρώπινα, είναι φανερό ότι τα αιτήματα που θέτουν οι άνθρωποι αρμόζουν, ως προς το βαθμό δυσκολίας, σε ανθρώπους παρά σε θεούς. Τα μέγιστα αγαθά, όπως η υγεία, η ευδαιμονία, η μακαριότητα και η δικαιοσύνη μπορούμε να τα κερδίσουμε κάνοντας πράξη την επικούρεια φιλοσοφία. Πολλά μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος από μόνος του χωρίς να τα περιμένει μοιρολατρικά από τους θεούς. Ο αληθινός φίλος δεν είναι αυτός που θρηνεί όταν ο φίλος του πάθει κακό, αλλά αυτός που τον φροντίζει⁸⁶ και του προσφέρει ανακούφιση από τους πόνους και τα βάσανα. Η φιλία αποδεικνύεται όχι στα λόγια αλλά στην πράξη. Ο ανικανοποίητος και άπληστος θεωρεί το αρκετό λίγο έως ελάχιστο. Η ελεύθερη ζωή δεν μπορεί να μας δώσει υλικό πλούτο. Μόνο οι δουλοπρεπείς υπηρέτες του κατεστημένου αποκτούν πλούτο⁸⁷. Ο ελεύθερος αποτιμά την ελευθερία ως έχουσα μεγαλύτερη αξία από όλο το χρυσάφι της γης. Γι’ αυτόν που δεν ικανοποιείται με το αρκετό, τίποτε δεν είναι αρκετό⁸⁸ για να προσφέρει κορεσμό και κατ’ επέκταση ικανοποίηση και ευδαιμονία στη ζωή του. Η ανικανοποίητη ψυχή μοιάζει με το πυθάρι  των Δαναΐδων. Όπως αυτό είναι άδειο από νερό, έτσι και η άπληστη ψυχή είναι άδεια από ευτυχία όσα υλικά αγαθά και να έχει. Η απληστία είναι μέγιστο ελάττωμα. Η απληστία και η λαιμαργία είναι τα αποτελέσματα της αχάριστης ψυχής που δεν ικανοποιείται με τίποτε παρά το ότι έχει σχεδόν τα πάντα⁸⁹. Ο λαίμαργος αναζητεί συνεχώς ποικιλία ακριβών και εξεζητημένων τροφών. Αποτέλεσμα: Δυσπεψία, αύξηση του βάρους, κακή υγεία πρόωρος θάνατος. Η λιτή τροφή είναι πλέον απολαυστική γιατί οδηγεί στην ικανοποίηση μιας φυσικής ανάγκης.
Ποτέ μην κάνεις κάτι, που αν το μάθουν οι πλησίον σου θα σε γεμίσει με φόβο⁹°. Με άλλα λόγια πρέπει να ενεργούμε με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Κριτήριο ικανοποιήσεως ή μη ικανοποιήσεως μιας επιθυμίας είναι οι συνέπειες από την ικανοποίηση της ή τη μη ικανοποίηση της πάνω στο άτομο μας⁹¹. Πρέπει δηλαδή να σκεφτούμε πολύ καλά τι ακολουθεί μια ενέργεια όπως και τι ακολουθεί  η παράλειψη εκτέλεσης της. Αφού ζυγίσουμε τα υπέρ και τα κατά, με πολλή περίσκεψη να αποφασίζουμε περί του πρακτέου. Η γνώση και η βίωση ενός βασάνου ή ενός  πόνου μας κάνει πιο δυνατούς, υπό την έννοια ότι, αν ξανασυναντήσουμε τον ίδιο πόνο ή βάσανο θα ξέρουμε να το αντιμετωπίσουμε καλύτερα². Ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς. Σε μια φιλοσοφική συζήτηση κερδισμένος βγαίνει αυτός που ηττήθηκε⁹³, νοουμένου βέβαια ότι ο εμβριθής διάλογος οδήγησε στον εμπλουτισμό της γνώσης του.  Ένας βίος πλήρης ημερών δεν καταξιώνεται μόνο από το ευτυχές τέλος του⁹⁴ αλλά και τη διαχρονικότητα της ευτυχίας. Με άλλα λόγια μην αναβάλλεις για αύριο την πραγμάτωση της ευδαιμονίας, αν μπορείς να τη ζήσεις σήμερα. Το μέγιστο έπαθλο της λιτοδίαιτης αυτάρκειας είναι η ελευθερία⁹⁵. Όσο πιο λίγες υλικές ανάγκες έχεις τόσο πιο ευτυχισμένος είσαι γιατί η ζωή σου δεν σκλαβώνεται στο κυνήγι του πλούτου. Ο γενναίος μαχητής του πνεύματος προσπαθεί να κατακτήσει τη σοφία και τη φιλία. Η μια είναι θνητό αγαθό και η άλλη αθάνατο⁹⁶. Ο γαλήνιος άνθρωπος ούτε τον εαυτό του ενοχλεί με αχρείαστα πάθη, ούτε τους άλλους βασανίζει με τις ιδιοτροπίες του.⁹⁷ Είναι δηλαδή άνθρωπος χαμηλών τόνων και καλής διάθεσης. Η ορθή  διαπαιδαγώγηση της παιδικής ηλικίας και η διαφύλαξη της από τις γενετήσιες υπερβολές οδηγεί σε ενήλικη ευδαιμονία⁹⁸. Η πραγματική χαρά δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα του απεριόριστου πλούτου, η του κυνηγιού της δόξας και της δημοσιότητας. Ούτε η απληστία μπορεί να φέρει τη χαρά, ούτε η δημοσιότητα, αλλά το μέτρο, η ήρεμη,  λιτή και απέριττη ζωή⁹⁸ .
Αντί Επιλόγου: Η Τετραφάρμακος
Ο Επικούρειος Φιλόδημος συμπύκνωσε τη διδασκαλία του δασκάλου του στην ακόλουθη ρήση, αποτελούμενη από τέσσερις φράσεις – πυλώνες:
« Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος, ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον»
[Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΦΟΒΟΣ , Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΛΗΠΤΟΣ, ΤΟ ΜΕΝ ΚΑΛΟ ΕΥΚΟΛΑ ΑΠΟΚΤΙΕΤΑΙ, ΤΟ ΔΕ ΚΑΚΟ ΕΥΚΟΛΑ ΥΠΟΜΕΝΕΤΑΙ.] 

Α.«Άφοβον ο θεός» Οι θεοί είναι υπαρκτά, τέλεια, απαθή  ανενδεή και μακάρια  όντα. Δεν έχουν πάθη και επιθυμίες και συνακόλουθα δεν αναμιγνύονται στις ανθρώπινες υποθέσεις. Αν το έκαναν δεν θα ήταν θεοί, γιατί αυτό θα φανέρωνε σκοπιμότητα πάθος και ατέλεια. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να τους φοβούμαστε και να προσπαθούμε να κερδίσουμε την εύνοια τους με προσφορές γιατί η όλη  προσπάθεια είναι ψυχοφθόρα και άνευ περιεχομένου.
Β.«ανύποπτον ο θάνατος» Οι Επικούρειοι δεν πίστευαν στη μετά θάνατο ζωή. Με το θάνατο όλα τελειώνουν. Κάθε συζήτηση για επέκεινα, κόλαση ή παράδεισο είναι άνευ περιεχομένου. Επιπλέον οδηγεί σε  αχρείαστο άγχος τους ζωντανούς που ζουν συνεχώς με το φόβο του εκμηδενισμού. Οι Επικούρειοι δημιούργησαν τον ακόλουθο συλλογισμό για να αποδείξουν ότι ο θάνατος είναι άνευ περιεχομένου και άρα να καταστείλουν το άγχος της αδυσώπητης πορείας προς την ανυπαρξία.  Ο νεκρός  είναι ένα «μη ον» άρα ως ανυπαρξία δεν βιώνει οποιοδήποτε αρνητικό ή θετικό συναίσθημα. Το «μηδέν» δεν μπορεί να είναι ούτε  δυστυχισμένο ούτε ευτυχισμένο. Από την άλλη ο ζωντανός δεν βιώνει το θάνατο αφού η ζωή και ο θάνατος είναι αντίθετες, αλληλοαναιρούμενες και μη συνυπάρχουσες έννοιες. Άρα πρέπει να μην μαραζώνουμε για το μελλοντικό μας θάνατο αλλά να φροντίζουμε να κάνουμε τη παρούσα ζωή μας, το μόνο πραγματικό μας έρεισμα και περιουσιακό στοιχείο,  ευτυχισμένη.
Γ.«ταγαθόν μεν εύκτητον» . Τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; Τα απολύτως απαραίτητα: Υγεία, λιτή τροφή για να είναι και να συνεχίσει να είναι υγιής ως τα βαθιά γεράματα, τον απαραίτητο ρουχισμό, ένα μικρό κατάλυμα για να προστατεύει τον εαυτό του από τις καιρικές συνθήκες, πνευματική τροφή, λίγους αλλά καλούς φίλους,  καλή διάθεση. Οι πλεονέκτες που κυνηγούν τον πλούτο, τη δημοσιότητα, την επίδειξη, την πολυτέλεια είναι άνθρωποι κατά βάθος δυστυχισμένοι, νευρωτικοί και τελικά αξιολύπητοι.
Δ. «το δε δεινόν ευκαρτέρητον» Οι επικούρειοι ανέπτυξαν μια αισιόδοξη «φιλοσοφία αντιμετώπισης του πόνου» Σύμφωνα με αυτήν έχουμε δύο ειδών πόνους: Τους υποφερτούς, που μπορούμε να τους συνηθίσουμε και να τους διαχειριστούμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Αυτοί οι πόνοι, αφού δεν μας σκοτώνουν μπορούν να μας κάνουν πιο δυνατούς και ικανούς να εννοήσουμε την αξία της ζωής. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι δριμείς πόνοι. Αυτούς είτε μπορούμε να τους τιθασεύσουμε με τη συνήθεια και την ιατρική σε υποφερτούς και διαχειρίσιμους, είτε αν είναι πράγματι ανίατοι να τους αφήσουμε να μας οδηγήσουν σύντομα στο θάνατο που είναι η τέλεια λύτρωση κάθε πόνου. Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχουν αιώνια και ανυπόφορα δεινά και ο σοφός μπορεί εύκολα να τα αντιμετωπίσει. Αν ζούσε σήμερα ο Επίκουρος πιθανότατα να ήταν οπαδός της ευθανασίας.



Σημειώσεις.
1. μήτε νέος τις ὢν μελλέτω φιλοσοφεῖν, μήτε γέρων ὑπάρχων κοπιάτω φιλοσοφῶν. οὔτε γὰρ ἄωρος οὐδείς ἐστιν οὔτε πάρωρος πρὸς τὸ κατὰ ψυχὴν ὑγιαῖνον. ὁ δὲ λέγων ἢ μήπω τοῦ φιλοσοφεῖν ὑπάρχειν ὥραν ἢ παρεληλυθέναι τὴν ὥραν, ὅμοιός ἐστιν τῷ λέγοντι πρὸς εὐδαιμονίαν ἢ μὴ παρεῖναι τὴν ὥραν ἢ μηκέτι εἶναι. ὥστε φιλοσοφητέον καὶ νέῳ καὶ γέροντι, τῷ μὲν ὅπως γηράσκων νεάζῃ τοῖς ἀγαθοῖς διὰ τὴν χάριν τῶν γεγονότων, τῷ δὲ ὅπως νέος ἅμα καὶ παλαιὸς ᾖ διὰ τὴν ἀφοβίαν τῶν μελλόντων· μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν. Επιστολή προς Μενοικέα 122

2. ἀσεβὴς δὲ οὐχ ὁ τοὺς τῶν πολλῶν θεοὺς ἀναιρῶν, ἀλλ᾽ ὁ τὰς τῶν πολλῶν δόξας θεοῖς προσάπτων. Επιστολή προς Μενοικέα 123-124

3.Συνέθιζε δὲ ἐν τῷ νομίζειν μηδὲν πρὸς ἡμᾶς εἶναι τὸν θάνατον ἐπεὶ πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος. ὅθεν γνῶσις ὀρθὴ τοῦ μηθὲν εἶναι πρὸς ἡμᾶς τὸν θάνατον ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν͵ Επιστολή προς Μενοικέα 124

4.τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς͵ ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν͵ ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν͵ ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ͵ τόθ΄ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας͵ Επιστολή προς Μενοικέα 125

5.Καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέλος λέγομεν εἶναι τοῦ μακαρίως ζῆν. Επιστολή προς Μενοικέα 129
6. Τούτων δὲ πάντων ἀρχὴ καὶ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν φρόνησις. διὸ καὶ φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φρόνησις͵ ἐξ ἧς αἱ λοιπαὶ πᾶσαι πεφύκασιν ἀρεταί͵ διδάσκουσα ὡς οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως. συμπεφύ κασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως͵ καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν ἀχώριστον. Επιστολή προς Μενοικέα 132
7. αῦτα οὖν καὶ τὰ τούτοις συγγενῆ μελέτα πρὸς σεαυτὸν ἡμέρας καὶ νυκτὸς πρός τε τὸν ὅμοιον σεαυτῷ͵ καὶ οὐδέποτε οὔθ΄ ὕπαρ οὔτ΄ ὄναρ διαταραχθήσῃ͵ ζήσῃ δὲ ὡς θεὸς ἐν ἀνθρώποις. οὐθὲν γὰρ ἔοικε θνητῷ ζῴῳ ζῶν ἄνθρωπος ἐν ἀθανάτοις ἀγαθοῖς. Επιστολή προς Μενοικέα 135
8. Τὸ μακάριον καὶ ἄφθαρτον οὔτε αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτε ἄλλῳ παρέχει, ὥστε οὔτε ὀργαῖς οὔτε χάρισι συνέχεται· Κύριαι Δόξαι 1

9.Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ· τὸ δ' ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς. Κύριαι Δόξαι 2
10.Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως, ἄνευ τοῦ ἡδέως. Κύριαι Δόξαι 5

11. Ἔνδοξοι καὶ περίβλεπτοί τινες ἐβουλήθησαν γενέσθαι͵ τὴν ἐξ ἀνθρώπων ἀσφάλειαν οὕτω νομίζοντες περιποιήσεσθαι ὥστε͵ εἰ μὲν ἀσφαλὴς ὁ τῶν τοιούτων βίος͵ ἀπέλαβον τὸ τῆς φύσεως ἀγαθόν· εἰ δὲ μὴ ἀσφαλής͵ οὐκ ἔχουσιν οὗ ἕνεκα ἐξ ἀρχῆς κατὰ τὸ τῆς φύσεως οἰκεῖον ὠρέχθησαν. Κ.Δ.7

12. Οὐδεμία ἡδονὴ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις τῶν ἡδονῶν. Κ.Δ.8
 13. Εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ τόπῳ καὶ χρόνῳ καὶ περὶ ὅλον τὸ ἄθροισμα ὑπῆρχεν ἢ τὰ κυριώτατα μέρη τῆς φύσεως͵ οὐκ ἄν ποτε διέφερον ἀλλήλων αἱ ἡδοναί. Κ.Δ. 9
14.Εἰ τὰ ποιητικὰ τῶν περὶ τοὺς ἀσώτους ἡδονῶν ἔλυε τοὺς φόβους τῆς διανοίας τούς τε περὶ μετεώρων καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων͵ ἔτι τε τὸ πέρας τῶν ἐπιθυμιῶν (καὶ τῶν ἀλγηδόνων) ἐδίδασκεν͵ οὐκ ἄν ποτε εἴχομεν ὅ τι μεμψαίμεθα αὐτοῖς πανταχόθεν ἐκπληρουμένοις τῶν ἡδονῶν καὶ οὐδαμόθεν οὔτε τὸ ἀλγοῦν οὔτε τὸ λυπούμενον ἔχουσιν͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ κακόν. Κ.Δ. 10
15.Κ.Δ. 11-13

16.Τῆς ἀσφαλείας τῆς ἐξ ἀνθρώπων γενομένης μέχρι τινὸς δυνάμει τε ἐξερειστικῇ καὶ εὐπορίᾳ εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ἐκ τῆς ἡσυχίας καὶ ἐκχωρήσεως τῶν πολλῶν ἀσφάλεια. Κ. Δ. 14

17. Ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος καὶ ὥρισται καὶ εὐπόριστός ἐστιν͵ ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει. Κ.Δ.15
18. Βραχέα σοφῷ τύχη παρεμπίπτει͵ τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα ὁ λογισμὸς διῴκηκε καὶ κατὰ τὸν συνεχῆ χρόνον τοῦ βίου διοικεῖ καὶ διοικήσει. Κ.Δ. 16
19. Ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος͵ ὁ δ΄ ἄδικος πλείστης ταραχῆς γέμων. Κ.Δ. 17
20. Ὁ ἄπειρος χρόνος ἴσην ἔχει τὴν ἡδονὴν καὶ ὁ πεπερασμένος͵ ἐάν τις αὐτῆς τὰ πέρατα καταμετρήσῃ τῷ λογισμῷΚ.Δ.19

21. Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ (τὸ) ἀλγοῦν κατ΄ ἔνδειαν ἐξαιροῦν καὶ τὸ τὸν ὅλον βίον παντελῆ καθιστάν· ὥστε οὐδὲν προσδεῖται πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων. Κ.Δ. 21

22. /Κ.Δ.21
23. Εἰ μαχῇ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν͵ οὐχ ἕξεις οὐδ΄ ἃς ἂν φῇς αὐτῶν διεψεῦσθαι πρὸς τί ποιούμενος τὴν ἀγωγὴν κρίνῃς. Κ.Δ. 23
24./Κ.Δ. 24
25.Εἰ μὴ παρὰ πάντα καιρὸν ἐπανοίσεις ἕκαστον τῶν πραττομένων ἐπὶ τὸ τέλος τῆς φύσεως͵ ἀλλὰ προκαταστρέψεις εἴτε φυγὴν εἴτε δίωξιν ποιούμενος εἰς ἄλλο τι͵ οὐκ ἔσονταί σοι τοῖς λόγοις αἱ πράξεις ἀκόλουθοι. Κ.Δ. 25
26.Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα, πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις. Κύριαι Δόξαι 27
26.Τὸ τῆς φύσεως δίκαιόν ἐστι σύμβολον τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι. Κύριαι Δόξαι 31

27. Κ.Δ. 29 -30

28.Οὐκ ἦν τι καθ΄ ἑαυτὸ δικαιοσύνη͵ ἀλλ΄ ἐν ταῖς μετ΄ ἀλλήλων συστροφαῖς καθ΄ ὁπηλίκους δήποτε ἀεὶ τόπους συνθήκη τις ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἢ βλάπτεσθαι. Κ.Δ. 33
29. Κ.Δ.33
30.Κ.Δ. 37


31. Ἡ ἀδικία οὐ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν͵ ἀλλ΄ ἐν τῷ κατὰ τὴν ὑποψίαν φόβῳ͵ εἰ μὴ λήσει τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐφεστηκότας κολαστάς. Οὐκ ἔστι τὸν λάθρα τι ποιοῦντα ὧν συ νέθεντο πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι πιστεύειν ὅτι λήσει͵ κἂν μυριάκις ἐπὶ τοῦ παρόντος λανθάνῃ· μέχρι γὰρ καταστροφῆς ἄδηλον εἰ καὶ λήσει. Κ.Δ. 34-35


32. Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας τῶν νομισθέντων εἶναι δικαίων ἔχειν τοῦ δικαίου χώραν (δ)εῖ͵ ἐάν τε τὸ αὐτὸ πᾶσι γένηται ἐάν τε μὴ τὸ αὐτό· ἐὰν δὲ (νόμον) μόνον θῆταί τις͵ μὴ ἀποβαίνῃ δὲ κατὰ τὸ συμφέρον τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας͵ οὐκέτι τοῦτο τὴν τοῦ δικαίου φύσιν ἔχει· κἂν μεταπίπτῃ τὸ κατὰ τὸ δίκαιον συμφέρον͵ χρόνον δέ τινα εἰς τὴν πρόληψιν ἐναρμόττῃ͵ οὐδὲν ἧττον ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἦν δίκαιον τοῖς μὴ φωναῖς κεναῖς ἑαυτοὺς συνταράττουσιν ἀλλ΄ εἰς τὰ πράγματα βλέπουσιν.Κ. Δ. 37
33.  Κ.Δ. 38
34. Ὁ (τὰ ἑαυτοῦ πρὸς) τὸ μὴ θαρροῦν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν ἄριστα συστησάμενος͵ οὗτος τὰ μὲν δυνατὰ ὁμόφυλα κατε σκευάσατο͵ τὰ δὲ μὴ δυνατὰ οὐκ ἀλλόφυλά γε· ὅσα δὲ μηδὲ τοῦτο δυνατὸς ἦν͵ ἀνεπίμεικτος ἐγένετο καὶ ἐξηρείσατο ὅσα πρὸς τοῦτ΄ ἐλυσιτέλει πράττειν. Κ.Δ.39

35.Πᾶσα ἀλγηθὼν εὐκαταφρόνητος• ἡ γὰρ σύντομον ἔχουσα τὸ πονοῦν σύντομον ἔχει τὸν χρόνον, ἡ δὲ χρονιζουσα περὶ τὴν σάρκα ἀβληχρὸν ἔχει τὸν πόνον. Ε. Π. 4.

36./Ε.Π. 7
37.Κακὸν ἀνάγκη, ἀλλ οὐδεμιᾷ ἀνάγκῃ ζῆν μετὰ ἀνάγκης. Ε. Π. 9.
38.Μέμνησο ὅτι θνητὸς ὢν τῇ φύσει καὶ λαβὼν χρόνον ὡρισμένον ἀνέβης τοῖς περὶ φύσεως διαλογισμοῖς ἐπὶ τὴν ἀπειρίαν καὶ τὸν αἰῶνα καὶ κατεῖδες τὸ τ’ ἐοντα τὰ τ’ ἐσσόμενα πρὸ τὰ ἐοντα. (Μητρόδωρος) Ε. Π. 10.
39.Τῶν πλείστων ἀνθρώπων τὸ μὲν ἡσύχαζον ναρκᾷ, τὸ δὲ κινούμενον λύττα. Ε. Π. 11
40.Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὔκ ἐστι γένεσθαι. δεῖ δὲ τὸν αἰῶνα μηκετι εἶναι σὺ δὲ οὐκ ὧν τῆς αὔριον κύριος ἀναβάλλῃ τὸ χαῖρον ὁ δὲ βίος μελλησμω παραπόλλυται καὶ εἰς ἕκαστος ἡμῶν ἀσχολούμενος ἀποθνῄσκει. Ε. Π. 14      

41. Ἤθη ὥσπερ τὰ ἠμῶν αὐτῶν ἰδία τιμῶμεν, ἄν τε χρηστὰ ἔχωμεν, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ζηλούμενα, ἄν τε μὴ οὕτω χρῇ καὶ <τὰ> τῶν πελας, ἂν ἐπιεικεῖς ὦσιν. Ε.Π. 15

42.Οὐδεὶς βλεπῶν τὸ κακὸν αἱρεῖται αὐτὸ ἀλλὰ δελεασθείς ὡς ἀγαθῷ πρὸς τὸ μεῖζον αὐτοῦ κακὸν ἐθηρεύθη..Ε. Π. 16
43.Οὐ νέος μακαριστὸς ἀλλὰ γερῶν βεβιωκὼς καλῶς ὁ γὰρ νέος ἀκμὴ πολὺς ὑπὸ τῆς τύχης ἐτερόφρονων πλαζεται ὁ δὲ γερῶν καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γηρᾷ καθώρμικεν, τὰ πρότερον δυσελπιστούμενα τῶν ἀγαθῶν ἀσφαλεῖ κατακλείσας χάριτι. Ε. Π. 17
44.Ἀφαιρουμένης προσόψεως καὶ ὁμιλίας καὶ συναναστροφῆς ἐκλύεται τὸ ἐρωτικὸν πάθος. Ε.Π. 18

45.Οὐ βιαστέον τὴν φύσιν ἀλλὰ πειστέον πείσομεν δὲ τὰς ἀνάγκας ἐπιθυμίας ἐκπληροῦντες, τάς τε φυσικὰς ἂν μὴ βλάπτωσι, τὰς δὲ βλαβερὰς πικρῶς ἐλέγχοντες. Ε.Π.21

46.Πᾶσα φιλία δι ἑαυτὴν αἱρετὴ ἀρχὴν δὲ εἴληφεν ἀπὸ τῆς ὠφελείας. Ε.Π.23
47. Ἐνύπνια οὐκ ἔλαχε φύσιν θείαν οὐδὲ μαντικὴν δύναμην, ἀλλὰ γίνεται κατὰ ἔμπτωσιν εἰδώλων.Ε.Π.24
48.Ἡ πενία μετρουμένη τῷ τῆς φύσεως τελεῖ μέγας ἐστὶ πλοῦτος πλοῦτος δὲ μὴ ὁριζόμενος μεγάλη ἐστὶ πενία. Ε.Π. 25
49.Δεῖ διαλαβεῖν ὅτι καὶ ὁ πολὺς λόγος καὶ ὁ βραχὺς εἰς τὸ αὐτὸ συντείνει. Ε. Π. 26


51.Οὔτε τοὺς προχείρους εἰς φιλίαν οὔτε τοὺς ὀκνηροὺς δοκιμαστέον δεῖ δὲ καὶ παρακινδυνεύσαι χάριν, χάριν φιλίας. Ε.Π. 28
52. Παρρησία γὰρ ἔγωγε χρώμενος φυσιολογῶν χρησμωδεῖν τὰ συμφέροντα πᾶσιν ἀνθρώποις μᾶλλον ἂν βουλοίμιν, κἄν μηδεὶς μέλλῃ συνήσειν, ἤ συγκατατιθέμενος τοῖς δόξαις καρποῦσθαι τὸν πυκνὸν παραπίπτοντα παρὰ τὸν πολλῶν ἔπαινον. Ε.Π. 29
53.Ἑτοιμάζονταί τινες διὰ βίου τὰ πρὸς τὸ βίον, οὐ συνορῶντες ὡς πᾶσιν ἡμῖν θανάσιμον ἐγκεχυται τὸ τῆς γενέσεως φάρμακον. Ε.Π.30
54.Πρὸς μὲν τἆλλα δυνατὸν ἀσφάλειαν πορίσασθαι, χάριν δὲ θανάτου πάντες ἄνθρωποι πόλιν ἀτείχιστον οἰκοῦμεν. Ε.Π.31         

55.Ο του σοφοῦ σεβασμός ἀγαθὸν μέγα τῷ σεβομένω ἐστί. Ε.Π.32ῆν, τὸ μὴ ῥιγουν ταὐτὰ γὰρ ἔχων τις καὶ ἐλπίζων ἕξειν κἀν <Διὶ> ὑπὲρ εὐδαιμονίας μαχέσαιτο. Ε.Π.33
56.Σαρκὸς φωνῇ τὸ μὴ πεινῆν, τὸ μὴ διψ50.Ἐπὶ μὲν τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων μόλις τελειωθεῖσιν ὁ καρπὸς ἔρχεται, ἐπὶ δὲ φιλοσοφίας συντρέχει τῇ γνώσει τὸ τερπνὸν οὐ γὰρ μετὰ μάθησιν ἀπόλαυσις, ἀλλὰ ἅμα μάθησις καὶ ἀπόλαυσις. Ε.Π. 27


57.Οὐχ οὕτως χρείαν ἔχομεν τῆς χροιᾶς <τῇ> παρὰ τῶν φίλων ὡς τῆς πίστεως τῆς περὶ τῆς χρείας. Ε.Π.34
58.Οὐ δεῖ λυμαίνεσθαι τὰ παρόντα τῶν ἀπόντων ἐπιθυμία ἀλλ΄ ἐπιλογίζεσθαι ὅτι καὶ ταὐτὰ τῶν εὐκταίων ἤν. Ε. Π. 35
59. Ὁ Ἐπικούρου βίος τοῖς τῶν ἄλλων συγκρινόμενος ἕνεκεν ἡμερότητος καὶ αὐταρκείας μῦθος ὃν νομισθείη.Ε.Π. 36
60. Ἀσθενὴς ἡ φύσις ἐστὶ πρὸς τὸ κακὸν οὐ πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἡδοναῖς μὲν γὰρ σῴζεται, ἀλγηδόσι δὲ διαλύεται.Ε.Π. 37
61.Μικρὸς παντάπασιν ὦ πολλαὶ αἰτίαι εὔλογοι εἰς ἐξαγωγὴν βίου. Ε.Π. 38
62. Ε.Π.39

63. Ὁ λέγων πάντα κατ ἀνάγκην γίνεσθει οὐδὲν ἐγκαλεῖν ἔχει τῷ λέγοντι μὴ πάντα κατ ἀνάγκην γίνεσθαι αὐτὸ γὰρ τοῦτό φησι κατ ἀνάγκην γίνεσθαι. Ε. Π. 40

64. Γελᾶν ἅμα δεῖ καὶ φιλοσοφεῖν καὶ οἰκονομεῖν καὶ τοῖς λοιποῖς οἰκειώμασι χρῆσθαι καὶ μηδαμῇ λήγειν τὰς ἐκ τῆς ὀρθῆς φιλοσοφίας φωνὰς ἀφιέντας.Ε. Π. 41
65.Ὁ αὐτὸς χρόνος καὶ γενέσεως τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ καὶ ἀπολύσεως < τοῦ κακοῦ >. Ε.Π.42
66..Φιλαργυρεῖν ἄδικα μὲν ἀσεβεῖς, δικαία δὲ αἰσχρὸν ἀπρεπὲς γὰρ ῥυπαρῶς φείδεσθαι καὶ μετὰ τοῦ δικαίου. Ε. Π. 43
67. Ὁ σοφὸς εἰς τὰ ἀναγκαῖα συγκριθεὶς μᾶλλον ἐπίστασαι μεταδιδόναι ἡ μεταλαμβάνειν τηλικοῦτον αὐταρκείας εὑρὲ θησαυρόν.Ε.Π. 44
68.Οὐ κόμπους οὐδὲ φωνῇς ἐργαστικούς οὐδὲ περιμάχητον παρὰ τοῖς πολλοῖς παιδείαν ἐνδυκνυμένους φιλοσοφία παρασκευάζει, ἀλλὰ σοβαροὺς καὶ αὐτάρκεις καὶ ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀγαθοῖς, οὐκ ἐπὶ τοῖς τῶν πραγμάτων μέγα φρονοῦντες. Ε. Π. 45
69.Τὰς φαύλας συνηθείας ὥσπερ ἄνδρας πονηροὺς πολὺν χρόνον μέγα βλάψαντες τελείως ἐκδιώκομεν. Ε. Π. 46

70.Ε.Π. 47

71. Πειρᾶσθαι τὴν ὑστέραν τῆς προτέρας κρείττω ποιεῖν, ἕως ἂν ἐν ὁδῷ ὦμεν ἐπειδὰν δ ἐπὶ πέρας ἔλθωμεν, ὁμαλῶς εὐφραίνεσθαι. Ε.Π. 48
72Πυνθάνομαί σου τὴν κατὰ σάρκαν κίνησιν ἀφθονωτέρον διακεῖσθαι πρὸς τὴν τῶν ἀφροδισίων ἔντευξιν σὺ δὲ ὅταν μήτε τοὺς νόμους καταλύῃς μήτε τὰ καλῶς ἐθῇ κείμενα κινῇς μήτε τὸν πλησίον τινὰ λύπης μήτε τὴν σάρκα καταξαίνης μήτε τὰ ἀναγκαῖα καταναλίσκης, χρῲ ὦ βούλει τῇ σεαυτοῦ προαιρέσει ἀμήχανον μέντοι γε τὸ μὴ οὐχ ἑνί γέ τινα τούτων συνέχεσθαι ἀφροδισία γὰρ οὐδέποτε ὤνησεν ἀγαπητὸν σὲ μὴ ἔβλαψον.Ε.Π. 51
73.Ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην κηρύττουσα δὴ πᾶσιν ἡμῖν ἐγείρεσθαι ἐπὶ τὸν μακαρισμόν. Ε. Π. 52
74..Οὐδενὶ φθονητέον ἀγαθοὶ γὰρ οὐκ ἄξιοι φθόνου, πονηροὶ δὲ ὅσῳ ἂν μᾶλλον εὐτυχῶσι, τοσούτω μᾶλλον αὐτοῖς λυμαίνονται. Ε.Π. 53  


75.Οὐ προσποιεῖσθαι δεῖ φιλοσοφεῖν, ἀλλ ὄντως φιλοσοφεῖν  οὐ γὰρ προσδεόμεθα τοῦ δοκεῖν ὑγιαίνειν, ἀλλὰ τοῦ κατ’ ἀλήθειαν ὑγιαίνειν. Ε.Π. 54


76.Θεραπευτέον τὰς συμφορὰς τῇ τῶν ἀπολλυμένων χάριτι καὶ τῷ γιγνώσκειν ὅτι οὔκ ἔστιν ἄπρακτον ποιήσαι τὸ γέγονος. Ε.Π. 55
77. Ἀλγεῖ μὲν ὁ σοφὸς οὐ μᾶλλον στρεβλούμενος < ἡ στρεβλουμένου τοῦ φίλου, καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ τεθνήξεται εἰ γὰρ προήσεται> τὸν φίλον ὁ βίος αὐτοῦ πᾶς δι ἀπιστίαν συγχυθήσεται καὶ ἀνακεχαιτισμένος ἔσταιΕ.Π. 56 -57.
78.Ἐκλυτέον ἑαυτοὺς ἐκ τοῦ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δεσμωτηρίου. Ε. Π. 58
79.Ἄπληστον οὐ γαστήρ, ὥσπερ οἱ πολλοὶ φάσιν, ἀλλ ἡ δόξα ψευδὴς ὑπὲρ τοῦ γαστρὸς ἀορίστου πληρώματος. Ε.Π. 59
80.Πὰς ὥσπερ ἄρτι γεγονὼς ἐκ τοῦ ζῆν ἀπέρχεται. Ε.Π. 60
81. Καλλίστη καὶ ἡ τῶν πλησίον ὄψις τῆς πρώτης συγγενήσεως ὁμονοούσης ἤ καὶ πολλὴν εἰς τοῦτο ποιουμένης σπουδήνΕ.Π. 61

82. Ε.Π. 62

83.Έστι και εν λιτότητι μεθόριος, ής ο ανεπιλόγιστος παραπλήσιόν τι πάσχει τώ δ’ αοριστίαν εκπίπτοντι Ε.Π. 63.
84. Ακολουθεῖν δεῖ τὸν παρὰ τῶν ἄλλων ἔπαινον αὐτόματον, ἡμᾶς δὲ γενέσθαι περὶ τὴν ἡμῶν ἰατρείαν.Ε.Π. 64
85.Μάταιόν ἔστι παρὰ θέων αἰτεῖσθαι ἅ τις ἑαυτῷ χορηγήσαι ἱκανός ἔστι. Ε.Π. 65
86.Συμπάθωμεν τοῖς φίλοις οὔ θρηνούντες ἀλλὰ φροντίζοντες.. Ε.Π. 66
87. Ελεύθερος βίος οὔ δυναταὶ κτήσαθαι χρήματα πολλὰ διὰ τὸ πρᾶγμα μὴ ῥᾴδιον εἶναι χωρὶς θητείας ὄχλων ἤ δυναστῶν, ἀλλὰ συνέχει δαψιλείᾳ πάντα κέκτηται. ἂν δέ που κι τύχη χρημάτων πολλῶν, κι ταὐτὰ ῥᾳδίως ἂν εἰς τήν του πλησίον εὔνοιαν διαμέτρησαι.Ε. Π. 67

88.Οὐδὲν ἱκανὸν ὦ ὀλίγον ἱκανόν. Ε.Π. 68

89. Τὸ τῆς ψυχῆς ἀχάριστον λίχνον ἐποίησε τὸ ζῷον εἰς ἄπειρον τῶν ἐν διαίτῃ ποικιλμάτων.Ε.Π. 69
90. Μηδὲν σοὶ ἐν βιὼ πρ82. Ε.Π. 62
83.Έστι και εν λιτότητι μεθόριος, ής ο ανεπιλόγιστος παραπλήσιόν τι πάσχει τώ δ’ αοριστίαν εκπίπτοντι Ε.Π. 63.
84Ακολουθεῖν δεῖ τὸν παρὰ τῶν ἄλλων ἔπαινον αὐτόματον, ἡμᾶς δὲ γενέσθαι περὶ τὴν ἡμῶν ἰατρείαν.Ε.Π. 64
85.Μάταιόν ἔστι παρὰ θέων αἰτεῖσθαι ἅ τις ἑαυτῷ χορηγήσαι ἱκανός ἔστι. Ε.Π. 65
86.Συμπάθωμεν τοῖς φίλοις οὔ θρηνούντες ἀλλὰ φροντίζοντες.. Ε.Π. 66
87. Ελεύθερος βίος οὔ δυναταὶ κτήσαθαι χρήματα πολλὰ διὰ τὸ πρᾶγμα μὴ ῥᾴδιον εἶναι χωρὶς θητείας ὄχλων ἤ δυναστῶν, ἀλλὰ συνέχει δαψιλείᾳ πάντα κέκτηται. ἂν δέ που κι τύχη χρημάτων πολλῶν, κι ταὐτὰ ῥᾳδίως ἂν εἰς τήν του πλησίον εὔνοιαν διαμέτρησαι.Ε. Π. 67αχθείη ὁ φόβον παρέξει σοὶ εἰ γνωσθήσεται τῷ πλησίον.Ε.Π. 70
91.Πρὸς πάσας τὰς ἐπιθυμίας προσακτέον τὸ ἐπερώτημα τοῦτο τί μοι γενήσεται ἂν τελεσθῇ τὸ κᾆτα ἐπιθυμίαν ἐπιζητούμενον; καί τι ἐὰν μὴ τελεσθῇ; Ε. Π. 71
92.Καὶ τὸ γένεσθαί τινάς ἀλγηδόνας περὶ σῶμα λυσιτελεῖ πρὸς φυλακὴν τῶν ὁμοειδῶν. Ε.Π. 73
93.Ἐν φιλολόγῳ συζητήσει πλεῖον ἥνυσεν ὁ ἡττηθεὶς καθ’ ὁ προσέμαθεν. Ε.Π. 74
94. Εἰς τὰ παρωχηκότα ἀγαθὰ ἀχάριστος φωνὴ ἡ λέγουσα τέλος ὁρᾷ μακροῦ βίου.Ε.Π.75
95.Τῆς αὐταρκείας καρπὸς μέγιστος ἐλευθερία. Ε.Π. 77
96.Ὁ γενναῖος περὶ σοφίαν καὶ φιλίαν μάλιστα γίγνεται, ὧν τὸ μέν ἐστι θνητὸν ἀγαθόν, τὸ δὲ ἀθάνατον. Ε.Π. 78

97.Ὁ ἀτάραχος ἑαυτῷ καὶ ἑτέρῳ ἀόχλητος. Ε.Π. 79

98. Νέῳ σωτηρίας μοῖρα τῆς ἡλικίας τήρησις καὶ φυλακὴ τῶν πάντα μολυνόντων κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς οἰστρώδεις.Ε.Π. 80
99. Ε.Π. 81

Βιβλιογραφία
1.      Επίκουρος, Άπαντα, Σειρά: Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος, 1994.
2.      Επίκουρος, Ηθική, η Θεραπεία της ψυχής, σειρά ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, εκδόσεις Ζήτρος, 2009
3.      Koen, Abraam, Η Φιλοσοφία του Επίκουρου, Εκδόσεις Θύραθεν, 1995.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου