Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Παρμενίδης, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία και Διανόηση


Α. Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία
Μετά την αρχαία Ελλάδα, βρίσκουμε τα ίχνη της σκέψης του Παρμενίδη στην ύστερη αρχαιότητα, στους νεοπλατωνικούς. Ο Παρμενίδης επιζεί στη σκέψη του Πλάτωνα και ο Πλάτωνας είναι ο πνευματικός πατέρας του Πλωτίνου και του Ιάμβλιχου. Το Εν του Πλωτίνου, είναι παραλλαγή του Παρμενίδειου Όντος, εφόσον εξ’ αυτού άρχονται τα πάντα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος:

«Επεί τοίνυν δύο ουκ ην, αλλ’ εν ην. Αυτός ο ιδών προς το εωραμένον, ως αν μη εωραμένον, αλλ’ ηνωμένον» (6η Εννεάδα 9.11.5)
Απόδοση:
Δεν υπάρχει δεύτερο, αλλά αμφότερα είναι ένα. Αυτός που βλέπει και το αντικείμενο της όρασης ταυτίζονται.

Η βαθύτερη ενότητα του νου που βλέπει και νοεί, με τον κόσμο που γίνεται αντικείμενο παρατήρησης και νόησης. Μια εκπληκτική σκέψη, που καταργεί τα ψεύτικα όρια που θέτει ο εγκέφαλος, για να χωρέσει η πραγματικότητα στις πεπερασμένες δυνατότητες του. Ο Πλωτίνος διατυπώνει τη σκέψη του Παρμενίδη με διαφορετικά λόγια. Ο Ελεάτης επιζεί πνευματικά χίλια χρόνια μετά το φυσικό θάνατο του.
Ο Πορφύριος, μαθητής και συνεχιστής του Πλωτίνου, συνεχίζει στο ίδιο μονοπάτι. Το εν και ο νους κατ’ αυτόν δεν διαχωρίζονται εφόσον, αν αυτό συνέβαινε, το πρώτο θα ήταν απροσπέλαστο για το δεύτερο. Αυτή η σκέψη και πάλι απηχεί την Παρμενίδεια ρήση «το γαρ αυτό νοείν έστιν τε και είναι». Σε τελευταία ανάλυση, αν νόηση και ύπαρξη ήταν δύο διαφορετικές οντότητες, ποιο θα ήταν το χαρακτηριστικό που θα τις διαφοροποιούσε; Το ίδιο είναι συνέχει και μορφοποιεί και τα δύο.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης, χριστιανός σχολαστικός φιλόσοφος και ένας από τους κορυφαίους διανοητές  της καθολικής εκκλησίας στο Μεσαίωνα διατύπωσε τη ρήση:

“Veritas est adaequatio rei et intellectus” δηλαδή:
 Η αλήθεια εξισώνει την αντικειμενική πραγματικότητα και τη νόηση.

Η πρόταση αυτή είναι παραλλαγή της υπόθεσης του Παρμενίδη περί ταυτίσεως νόησης και ύπαρξης. Αν και ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, την ύπαρξη του θεού ως πρωταρχικού αιτίου ο Ακινάτης,  το αιώνιο του κόσμου και την ανάγκη ο Παρμενίδης, βλέπουν και οι δύο ότι η νόηση και η πραγματικότητα είναι σαν σιαμαία αδέλφια, που είναι αδύνατο να διαχωριστούν και να επιζήσουν το ένα χωρίς το άλλο. Εξάλλου ο Ακινάτης, πέραν της παντοδυναμίας, μπολιάζει το Θεό και τις πράξεις του με τη νοησιαρχία και τον ορθό λόγο, βάζοντας την αρχαία Ελλάδα στη δυτική εκκλησία από την πίσω πόρτα, κάτι που δεν έγινε δυστυχώς στην ανατολική εκκλησία.
Η σκέψη του Παρμενίδη είναι ανώτερη. Η παντοδυναμία του θεού εισάγει στο νοητικό σύμπαν την αυθαιρεσία, την οποία η νοησιαρχία του Ακινάτη περιορίζει, αλλά δεν εκμηδενίζει. Από την άλλη στην αρχαιοελληνική διανόηση έχουμε την ανάγκη, η οποία ως ορθός λόγος, είναι πάνω από τους θεούς. Όπως το διατυπώνει ορθά ο Πιττακός ο Μυτιληναίος « Ανάγκα και οι θεοί πείθονται». Πάνω από το θεό η έλλογη, λογική νόηση. Αυτή είναι η θεμελιώδης συνεισφορά της αρχαίας Ελλάδας γενικά και της Ελεατικής σχολής ειδικότερα στο δυτικό πολιτισμό.
Ερχόμενοι στα νεώτερα χρόνια βλέπουμε ότι η θεμελιώδης αρχή της ταύτισης νόησης και ύπαρξης, επιζεί στη σκέψη του θεμελιωτή του ευρωπαϊκού ορθολογισμού Descartes. Η γνωστή ρήση του τελευταίου, «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» δεν αποτελεί παρά  ρηματική διατύπωση της σκέψης του Παρμενίδη. Η σκέψη, δηλαδή η νόηση, είναι το προαπαιτούμενο της ύπαρξης κατά τον Γάλλο φιλόσοφο. Σκέψη και πραγματικότητα λοιπόν αποτελούν ενότητα, αφού το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Η αλήθεια του Όντος περιγράφεται δια της νοήσεως, η οποία το συλλαμβάνει και λογικά και λεκτικά διατυπώνει τα χαρακτηριστικά του. Η ύπαρξη είναι σταθερή και ακίνητη, γεγονός που επιτρέπει στη νόηση να τη συλλάβει, να την διατυπώσει ως περιγραφή, ως κανόνες, ως δόγμα. Η νόηση και η ύπαρξη ενώνονται σε γάμο αξεδιάλυτο και τέκνο τους είναι η αλήθεια. Η νόηση συνταιριάζεται με την ουσία της ύπαρξης. Όχι με το επιφανειακό, το μεταβλητό και το επουσιώδες, αλλά με τον άτρεπτο πυρήνα του είναι που κρύβεται κάτω από τη μέθη των αισθήσεων και τον οποίο η σκέψη με αγώνες και κοπιώδη προσπάθεια συλλαμβάνει.
Ο Παρμενίδης άρχεται από την ύπαρξη, ενώ ο Descartes.από τη νόηση. «ου γαρ άνευ του εόντος ευρήσεις το νοείν» μας λέγει ο Ελεάτης, ενώ ο  Descartes θεωρεί ότι η νόηση μπορεί να υπάρξει και αυτόνομα χωρίς την αντικειμενική πραγματικότητα. Ο υποκειμενισμός όμως δεν αναιρεί την ουσιώδη σύζευξη σκέψης και νόησης που πάνε  πάντα μαζί.

Ο Ολλανδοεβραίος Σπινόζα, στο έργο του Ηθική, επαναφέρει την ταύτιση νόησης και ύπαρξης με τη ρήση:

“ ordo et connexio idearum eadem est ac ordo et connecio rerum” το οποίο αποδίδεται

Η τάξη και η συνοχή των ιδεών είναι η ίδια με την τάξη και τη συνοχή των πραγμάτων

Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι οι ιδέες είναι τα παιδιά της νόησης, ομοούσιες και αχώριστες από αυτήν. Υπάρχουν μέσα στην άπειρη διάνοια του θεού και αυτό τους δίνει  υπόσταση στον πραγματικό κόσμο. Ο τελευταίος υπάρχει γιατί τον νόησε ο θεός. Η δομή και η οργάνωση των ιδεών ταυτίζεται με την οργάνωση και δομή των πραγμάτων που αυτές εκπροσωπούν. Το αξίωμα αυτό αποτελεί προσέγγιση με το Παρμενίδειο αίτημα της ταύτισης νόησης και ύπαρξης, από διαφορετική βέβαια αφετηρία. Ο Παρμενίδης άρχεται από ένα κόσμο που υπάρχει αντικειμενικά, τον οποίο ο νους συλλαμβάνει δια της νοήσεως. Ο Σπινόζα βλέπει στα πάντα το θεό. Η ύπαρξη κατ’ αυτόν γεννάται από το θεό και άρα τα πάντα περιέχουν την άπειρη ύπαρξη που τα γέννησε. Η δημιουργία από την μια και ο αθάνατος κόσμος από την άλλη. Ο προσωπικός θεός αφενός και η νομοτέλεια που συνέχει τα πάντα αφετέρου. Όμως σε αμφότερες τις σκέψεις η νόηση είναι το απαραίτητο για τη σύλληψη του Όντος και τη διατύπωση της αλήθειας.

Ο Ιρλανδός Φιλόσοφος Μπέρκλεϋ  διατυπώνει την ταύτιση νόησης και ύπαρξης με την ακόλουθη φράση:

«esse est persipere et percipi» δηλαδή : Ότι υπάρχει είναι αυτό που κανείς αντιλαμβάνεται ή θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό»
Η αντίληψη όμως είναι αλληλένδετη με τη νόηση και άρα η πιο πάνω θέση δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά αναδιατύπωση της θέσης του Παρμενίδη. Ο κόσμος υπάρχει μέσα από την ανθρώπινη νόηση κατά τον Ιρλανδό φιλόσοφο. Τίποτα δεν υπάρχει αντικειμενικά, έξω από τη συνείδηση μας. Η τελευταία δίνει,  με τη νοητική επεξεργασία, θέση και υπόσταση στην αντικειμενική πραγματικότητα. Η προκλητική αυτή θέση του Μπέρκλεϋ που ονομάζεται υποκειμενικός ρεαλισμός και ουσιαστικά δογματίζει ότι ο κόσμος υπάρχει μέσα στη συνείδηση μας, δεν θα εύρισκε σύμφωνο τον Παρμενίδη. Ο φιλόσοφος της Ελέας βλέπει ότι ο άρρηκτος δεσμός νόησης και ύπαρξης πρέπει να στηρίζεται στην αντικειμενική θέση ότι ο κόσμος υπάρχει, ανεξάρτητα από τη νόηση που τον νοεί. Ο Μπέρκλεϋ επικεντρώνεται στην αντίληψη του Όντος ενώ ο Παρμενίδης στο ίδιο το Ον. Θεωρώ ορθότερη τη δεύτερη άποψη. Αυτό γιατί περιορίζει τον ανθρώπινο εγωκεντρισμό και θέτει τον άνθρωπο εκεί που πραγματικά είναι. Όχι κέντρο του σύμπαντος αλλά μέρος του όλου. Ο άνθρωπος δεν είναι η κορωνίδα της δημιουργίας, αλλά μια φευγαλέα στιγμή στον άπειρο χρόνο του γίγνεσθαι.

Ο Γερμανός φιλόσοφος Εμμανουήλ Καντ στο έργο του Κριτική του Καθαρού Λόγου επαναλαμβάνει τον Παρμενίδη με τη διατύπωση «έννοιες χωρίς εποπτείες είναι κενές, εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές». Η νόηση, χωρίς  αντικείμενο το οποίο να μπορεί να συλληφθεί από τις αισθήσεις είναι χωρίς περιεχόμενο. Αν το αντικείμενο δεν υπάρχει, τι νόημα έχει να προσπαθήσω να το καταλάβω με το νου μου; Ο Καντ διατυπώνει με άλλα λόγια ότι ο Παρμενίδης δίδαξε για το δρόμο του μη  είναι. Ο τελευταίος είναι απροσπέλαστος, αδιανόητος και στερούμενος ουσίας. Τίποτε ανύπαρκτο δεν μπορεί να νοηθεί πραγματικά, με την επιφύλαξη της έννοιας της ανυπαρξίας.
Ο Καντ δίδασκε ότι η συνείδηση του ανθρώπου είναι εκ των προτέρων προικισμένη με τρόπους, κατηγόριες και μορφές εποπτείας του κόσμου όπως ο χώρος, ο χρόνος και οι νοητικές λογικές κατηγορίες. Οι πιο πάνω ιδιότητες οδηγούν στη δυνατότητα σύλληψης του κόσμου από την ανθρώπινη συνείδηση. Το διαζύγιο μεταξύ νοητής πραγματικότητας και ύπαρξης είναι αδύνατο, το ένα δεν νοείται άνευ του άλλου. Ο Καντ συμφωνεί με τον Παρμενίδη για την αντικειμενική ύπαρξη του κόσμου και διαφωνεί με τον υποκειμενισμό του Μπέρκλεϋ.
 Ο κόσμος του Καντ υφίσταται την επεξεργασία της συνείδησης, το καλούπιασμα των απριόρι κατηγοριών, διαμέσου των οποίων «υπάρχει» και βιώνεται από τον άνθρωπο. Ο Γερμανός φιλόσοφος έχει αφετηρία την σκέψη του Έλληνα «προγόνου» του, πάνω στην οποία κτίζει τις επεκτάσεις του. 

Ο Hegel θεώρησε ως απόλυτο μέγεθος  την ύπαρξη και μηδένιζε το ανύπαρκτο. Ο δρόμος του είναι ήταν και γι’ αυτόν μοναδικός. Η νόηση διαμέσου της λογικής συλλαμβάνει αυτό που πραγματικά υπάρχει. Η λογική εξήγηση είναι το εχέγγυο της ύπαρξης. Με βάση το σχετικό ρητό του Γερμανού φιλοσόφου:

«Κάθε λογικό είναι πραγματικό και κάθε πραγματικό είναι και λογικό»

Η λογική λοιπόν ταυτίζεται με τη συν - όλη ύπαρξη του κόσμου, την οποία κυβερνά με τους νόμους της. Ο κόσμος όμως του Hegel δεν είναι στατικός σαν αυτόν του Παρμενίδη, αλλά μάλλον είναι ένας «κόσμος του Ηράκλειτου» τον οποίο κυβερνά η αέναη κίνηση και μεταβολή. Μια μεταβολή που οδηγεί στην πρόοδο, ενώ θεωρεί ότι η ακινησία οδηγεί στην παρακμή. Ναι μεν νόηση και ύπαρξη ταυτίζονται. Όμως η νόηση δεν είναι στατική, αλλά ο μοχλός της αλλαγής και της προόδου. Η Γνωσιολογία του Hegel θεωρεί την νόηση ως την κυρίαρχη διάσταση και τον κόσμο ως το συμπλήρωμα, εφόσον η νόηση ορίζει, δια του ορθού λόγου και της βούλησης, το πραγματικό. Στον Παρμενίδη τα δύο διατηρούν την αυτοτέλεια και την ισορροπία τους. Ο κόσμος αντικειμενικά υπάρχει, μέσα στην μεγαλόπρεπη ακινησία του και η νόηση απλώς τον εξηγεί. Η νοητική προσπάθεια όμως κατά Hegel δεν αποσκοπεί στην κατανόηση, αλλά στον έλεγχο και την υποταγή του κόσμου στην ανθρώπινη βούληση. Η νόηση λοιπόν δεν αντιλαμβάνεται μόνο. Μεταβάλλει, μεταμορφώνει, αλλάζει τον κόσμο με βάση τις επιδιώξεις της ανθρώπινης θέλησης.

Όμοια με τον Hegel ο Husserl δηλώνει ότι:

Ο φαινομενολογικός κόσμος δεν είναι εκδήλωση ενός όντος που υπάρχει εκ των προτέρων, αλλ’ αυτή η ίδρυση του Όντος. Η φιλοσοφία δεν είναι έκφραση μιας αλήθειας που υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά κάτι σαν τέχνη της διαπλάσεως μιας αλήθειας. Husserl (σελ.125)

Είναι σαν να λέγει ότι ο πραγματικός κόσμος είναι απροσπέλαστος και απρόσιτος. Αυτό  το οποίο το εγώ μας συλλαμβάνει ως κόσμο, είναι εκείνο που η νόηση και η βούληση διαμορφώνουν, με βάση τις ανάγκες μας. Ο κόσμος διαμορφώνεται μέσα στη συλλογική νόηση της ανθρωπότητας και υπάρχει με τον τρόπο που η ανθρώπινη διάνοια τον δημιουργεί. Σε αντίθεση, το Παρμενίδειο Ον δεν διαμορφώνεται, αλλά μάλλον διαμορφώνει την ανθρώπινη νόηση και συνακόλουθα την κατανόηση...Η αλήθεια πρέπει να βρίσκεται κάπου στην μέση.
Η κυριαρχία της ανθρώπινης βούλησης και νόησης πάνω στον κόσμο, έχει αρχίσει να παίρνει κυριολεκτικές διαστάσεις με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Όχι μόνο διαμορφώνουμε τον κόσμο ως εικόνα στο μυαλό μας, παρά τον αλλάζουμε και κάποτε τον καταστρέφουμε δια της τεχνολογίας. Συλλαμβάνουμε εγωκεντρικά δια της νοήσεως τις αλλαγές που θέλουμε, με βάση το εγωιστικό μας συμφέρον, να επιφέρουμε στον κόσμο. Τις πραγματοποιούμε  μέσα από την τεχνολογία, επεκτείνοντας τις νοητικές μας συλλήψεις στον πραγματικό κόσμο. Η καταστροφή του κόσμου ξεκινά μέσα στα ιδιοτελή και εγωκεντρικά μυαλά λίγων ισχυρών ανθρώπων. Ίσως, αν είχε εμπεδωθεί μια Παρμενίδεια αντίληψη, να αποφεύγαμε την καταστροφή του πλανήτη. Η ρήση του Παρμενίδη «ου γαρ άνευ του εόντος ...ευρήσεις το νοείν» εκφράζει ότι ο κόσμος είναι ιερός και η νόηση πρέπει να τον κατανοεί με σεβασμό και όχι ως μεταβαλλόμενο, χρηστικό αντικείμενο.
Η γνωσιολογία του Παρμενίδη είναι αντικειμενική. Σκοπός της νόησης είναι η σύλληψη του κόσμου, ο οποίος αντικειμενικά και σταθερά υπάρχει, ανεξάρτητα από τη νόηση που τον νοεί. Τι σημαίνει αυτό για την επιστήμη; Τι άλλο από το δόγμα ότι η γνώση είναι αυτοσκοπός, ότι μαθαίνουμε γιατί αξίζει να μάθουμε; Αυτό γιατί η γνώση ταυτίζεται με την κατανόηση αυτού που υπάρχει πέρα από εμάς και όχι τη διαμόρφωση του υποκειμενικού κόσμου με βάση τις επιθυμίες και τα συμφέροντα μας. Η άποψη ότι η αναζήτηση της αλήθειας είναι ο σκοπός της επιστήμης  έχει ως υπόστρωμα και προϋπόθεση την ελεατική γνωσιολογία της νόησης του αντικειμενικού Όντος. Όμως....
Η υποκειμενική γνωσιολογία της δυτικής Ευρώπης, από το διαφωτισμό ως σήμερα, διατυπώνει το δόγμα ότι ο σκοπός της επιστήμης είναι ωφελιμιστικός. Γνώση χωρίς πρακτική ωφέλεια παραγνωρίζεται ή παρασιωπείται. Η επιστήμη του 21ου αιώνα αποσκοπεί μόνο στο πρακτικό όφελος του ανθρώπου, ακόμα χειρότερα μιας μικρής ελίτ ανθρώπων. Χρήματα για έρευνα δίνονται, όταν προσδοκούνται εκ της προκύπτουσας γνώσεως αντισταθμιστικά ωφελήματα πολλαπλάσιας αξίας.  Η απαξίωση της γνώσεως  ως απόλυτης αξίας για τον ωφελιμισμό, υπονομεύει τα θεμέλια του πολιτισμού, όπως αυτός στερεώθηκε πάνω στα γιγάντια πνεύματα της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Μετά την αναγκαία αυτή παρένθεση, ας δούμε τις επιρροές του πνεύματος των Ελεατών στη σύγχρονη επιστήμη.

Β Ευρωπαϊκή (δυτική) επιστήμη

Το Ον του Παρμενίδη, ως σύλληψη, προσιδιάζει στην αντίληψη της σύγχρονης επιστήμης περί του σύμπαντος. Είναι ομογενές, ομοιότροπο  στο χώρο, (σφαιρικό) άπειρο χρονικά και πεπερασμένο χωρικά. Είναι αμετάβλητο ως προς την ουσία του (αρχή της διατήρησης της ενέργειας) αλλά μεταβλητό ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του. Αν και συλλαμβάνεται και μορφοποιείται από την ανθρώπινη νόηση, υπάρχει αντικειμενικά και ανεξάρτητα από αυτήν.
Ατενίζοντας το σύμπαν μέσα από τη θεωρία της μεγάλης έκρηξης βλέπουμε την αέναη μεταβολή, όπως την περιέγραψε ο Ηράκλειτος. Από την άλλη αν δούμε πέραν της μορφής, βλέπουμε ότι η ουσία του σύμπαντος είναι αναλλοίωτη. Ιδού λοιπόν η προοπτική του Παρμενίδη μέσα στη σύγχρονη κοσμολογία. Ποια από τις δύο θεωρήσεις περιγράφει το σύμπαν; Η γνώμη μου είναι ότι το περιγράφουν και οι δύο. Είναι, σε βαθύτερο επίπεδο, συμπληρωματικές. Γιατί οι μορφές μεταβάλλονται. Όχι η ουσία. Το επίπεδο της «δόξας» περιγράφει αυτή τη μεταβολή και καλύπτει τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Το επίπεδο του είναι οριοθετεί το σταθερό, αναλλοίωτο, «Παρμενίδειο» μέρος της πραγματικότητας.

Ο Παρμενίδης πρόσφερε στην επιστήμη τα ακόλουθα:

1. Την λογική μέθοδο έρευνας  και τον κριτικό έλεγχο των συμπερασμάτων με βάση αντικειμενικά κριτήρια.

2. Την επιτυχή αξιολόγηση της ανθρώπινης νόησης, ως του μόνου εργαλείου για σύλληψη και κατανόηση του κόσμου.

3. Την πεποίθηση ότι υπάρχουν αναλλοίωτοι εσωτερικοί φυσικοί νόμοι, πέραν της εξωτερικής φαινομενικής μεταβολής, που μπορούμε να ανακαλύψουμε και μας δείχνουν πώς λειτουργεί ο κόσμος. Αν δεν υπήρχε το αναλλοίωτο και αμετάβλητο στοιχείο του κόσμου η γνώση θα ήταν ανέφικτη, γιατί δεν θα υπήρχε τίποτε σταθερό και άρα προβλέψιμο για να μετρηθεί και διατυπωθεί ως γνώση. Οι μαθηματικοί τύποι, οι νόμοι της Φυσικής,  της Χημείας και των θετικών επιστημών γενικά, εκφράζουν την αναλλοίωτη πραγματικότητα του Όντος.

4. Την βεβαιότητα ότι υπάρχει το αντικείμενο της επιστήμης (επιστητό) το οποίο συλλαμβάνεται από τη νόηση που είναι η ουσιαστική προϋπόθεση της επιστήμης. Με βάση τη σχετική ρήση του Αριστοτέλη:

«επιστητού γαρ μη όντος ουκ έστιν επιστήμη» (Περί κατηγοριών Β, 29) δηλαδή:
Χωρίς το επιστητό δεν υπάρχει επιστήμη

5. Το αξίωμα ότι ο φυσικός νόμος είναι  «ικανός και αναγκαίος». Ότι  η φυσική νομοτέλεια δεν συνέχει μόνο τον κόσμο. Είναι  η αναγκαία προϋπόθεση και συνάμα το όριο  της ύπαρξης του. Η ανάγκη  είναι η υπέρτατη κινητήρια δύναμη των πάντων, η δύναμη που καθορίζει τα ορόσημα μέσα στα οποία μπορεί το Ον να υπάρχει. Είναι η πολύ-ποινή δίκη που κρατά διπλοκλειδωμένη την ύπαρξη, προφυλάσσοντας την από τη αυθαίρετη, ά-δικη και παράλογη μεταβολή (Απόσπασμα 1 στ. 14). Όπως μας την ορίζει ο Παρμενίδης:

«Κρατερή γαρ Ανάγκη πείρατος εν δεσμοίσιν έχει» Απόσπ. 8 στίχοι 30-31 Δηλαδή:
Η ύπαρξη παραμένει απαράλλακτη μέσα στον εαυτό της, σταθερή οντότητα, λόγω της ισχυρής αναγκαιότητας, που σαν αλυσίδα την κρατά ακίνητη μέσα στα όρια της.

Αποτελεί το όριο δηλαδή μέσα στο οποίο λειτουργεί ο κόσμος που δεν είναι ανεξέλεγκτος, στο έλεος αυθαίρετων μαγικών ή θεουργικών δυνάμεων, αλλά λειτουργεί μέσα στα πλαίσια που η απρόσωπη ανάγκη-νομοτέλεια το αφήνει να δράσει.

6. Ότι η πορεία προς τη γνώση είναι μια διαρκής αναζήτηση  και εμβάθυνση της ήδη υπάρχουσας γνώσης. Ένα αέναο ταξίδι με αρχή αλλά χωρίς τέλος.

7. Η επιστημονική γλώσσα, ως εργαλείο γνώσης, πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφείς, μονοσήμαντους λεκτικούς ορισμούς, το νόημα των οποίων είναι κοινό για όλους τους μελετητές. Για παράδειγμα η λέξη «μάζα» αντιστοιχεί στο ίδιο νόημα και στον ίδιο ορισμό για τους φυσικούς όλου του κόσμου. «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» όπως έλεγε και ο Αντισθένης. Το οποίο σημαίνει ότι, πριν να αρχίσουμε να ερευνούμε πρέπει να συμφωνήσουμε στους ορισμούς των εννοιών που θα χρησιμοποιήσουμε. Όπου οι λέξεις έχουν διφορούμενο νόημα τότε δεν έχουμε επιστήμη, αλλά εκπίπτουμε στη θρησκευτική πίστη ή την ανερμάτιστη δόξα. Η τελευταία όμως  δεν μπορεί να έχει αξίωση επί της αλήθειας, αν δεν καθαρισθεί πρώτα από τα αυθαίρετα στοιχεία της.

8. Η γνώση είναι βατή στην ανθρώπινη νόηση και άρα η επιστήμη έχει και σκοπό και νόημα. Γνώση όμως όχι υπερφυσική και αυθαίρετη αλλά υποκείμενη στο συνεχή έλεγχο της λογικής. Στα πλαίσια της φιλοσοφίας του Παρμενίδη δεν υπάρχει χώρος για θαύμα. Όπως θα έλεγε και ο Ηράκλειτος, ούτε ο ήλιος (θεός) δεν μπορεί να υπερβεί τα μέτρα που ορίζει ο φυσικός νόμος, γιατί οι Ερινύες, οι βοηθοί της δίκης θα τον τιμωρήσουν. Όχι λοιπόν μεταφυσικές αλχημείες. Αλλά γνώση λογική και τέλεια, θεμελιωμένη και περιορισμένη από ικανούς και αναγκαίους φυσικούς νόμους που συλλαμβάνονται από τη νόηση.

9. Ότι η γνώση είναι ανεξάρτητη από τις επιθυμίες και τα πάθη μας. Δεν είναι ένα ζυμάρι που το πλάθουμε κατ’ εικόνα και ομοίωση μας και μας επιτρέπει να λέμε ότι θέλουμε. Δεν είναι ένας υπηρέτης των παθών μας, φτιαγμένος για να μας προσφέρει αυτό-δικαίωση και παρηγοριά. Δεν είναι ψεύτικη στατιστική που μαγειρεύει αριθμούς, ανάλογα με τις σκοπιμότητες που θέλει να εξυπηρετήσει ο χρηματοδότης της έρευνας. Στα πλαίσια αυτά η επιστήμη δεν μπορεί να είναι θρησκευτική πίστη, αλλά συνεχής αναζήτηση της αλήθειας που υπάρχει αναλλοίωτη πάνω και πέρα από τη μικρή και εφήμερη ύπαρξη μας. Η όποια πίστη, απόλυτα σεβαστή ως υποκειμενική άποψη, δεν μπορεί να έχει αξιώσεις απόλυτης αντικειμενικής αλήθειας. Είναι ανάγκη να κρίνουμε δια της λογικής, «κρίναι δε λόγω πολύδηριν έλεγχον» μας λέει ο Παρμενίδης, για να βρούμε το νόημα πίσω από τα φαινόμενα. Η λογική είναι η μόνη οδός της αλήθειας, ενώ η άκριτη πίστη είναι η οδός της ανερμάτιστης δοξασίας που οδηγεί στο τίποτε.
Αν η επιστήμη δεν ακολουθούσε το λογικό έλεγχο και την κριτική ανάλυση των εννοιών, αλλά την άκριτη πίστη, θα βρισκόμαστε ακόμα στον μεσαίωνα...

10. Η μόνη μη λογική δύναμη που είναι αποδεκτή στην επιστημονική αναζήτηση είναι ο έρωτας της αλήθειας, η ακαταμάχητη αυτή παρόρμηση και περιέργεια που ωθεί τον επιστήμονα να αναζητήσει τη γνώση. Όμως και ο έρωτας αυτός περιορίζεται από τη λογική. Ο αληθινός φιλόσοφος-επιστήμονας δεν προσπαθεί να ανακαλύψει μια προϋπάρχουσα στο νου του αλήθεια. Αποδέχεται ως αληθινό αυτό που αποδεικνύεται ως τέτοιο με πολύπλευρο πειραματικό έλεγχο. Αν η αποδεικτική διαδικασία διαψεύδει τις αρχικές υποθέσεις του, τις απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να αφήνει το πάθος της αυτό-δικαίωσης να θολώσει την αμερόληπτη κρίση του.

11. Τα δεδομένα των αισθήσεων, χωρίς τη λογική ταξινόμηση και έλεγχο δεν οδηγούν σε γνώση. Στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν την πρώτη ύλη, την οποία η νόηση θα κατεργαστεί για να διαχωρίσει το μεταβλητό γίγνεσθαι από το αναλλοίωτο και μόνο υπαρκτό είναι.

Μετά τη φιλοσοφία της Επιστήμης ας πάμε στην ίδια την Επιστήμη. Θέτουμε λοιπόν το ακόλουθο καίριο ερώτημα:

Ποια μπορεί να είναι η σχέση του Παρμενίδη με τα σύγχρονα μαθηματικά και τη θεωρία της σχετικότητας;
Ο σοφός της Ελέας διέβλεψε με ενορατικό τρόπο, ότι ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν μέρη της δόξας και όχι της αλήθειας του Όντος. Το σύμπαν αποτελεί ενιαίο ακίνητο  συνεχές τεσσάρων διαστάσεων και όχι τρισδιάστατο,  που κινείται συνεχώς μέσα στο ποτάμι της χρονικότητας. Αν ορίσουμε το χρόνο ως την τέταρτη διάσταση παύει η μεταβολή και ο κόσμος υφίσταται ως αμετάβλητη ενιαία οντότητα στα πλαίσια της αιωνιότητας. Η Παρμενίδεια σύλληψη του κόσμου είναι ένα από τα σταθερά θεμέλια της δυτικής επιστήμης.
Ακόμα η δομή του κόσμου είναι συνεχής και όχι διακριτή. Μια μονολιθική πραγματικότητα χωρίς υποδιαιρέσεις. Ο Παρμενίδης διαφωνεί με την ατομική θεωρία του Δημόκριτου, ο οποίος λέγει ότι ο κόσμος δεν είναι απείρως διαιρετός, αλλά χωρίζεται σε άτομα τα οποία δεν μπορούν να μερισθούν περαιτέρω. Η σύλληψη του Παρμενίδη βρίσκεται στη βάση των συγχρόνων Μαθηματικών. Πράγματι υπάρχουν άπειροι αριθμοί ανάμεσα σε ένα διάστημα της αριθμητικής γραμμής. Οσοδήποτε μικρή είναι η διαφορά δύο αριθμών, υπάρχει απειρία αριθμών ανάμεσα τους. Δεν υπάρχουν γειτονικοί αριθμοί, όσο και να ακούεται παράξενο και πάνω στην αρχή αυτή που στέκει ως σήμερα, στηρίχθηκε ο Ζήνωνας για να διατυπώσει τα παράδοξα του.
Όμως πέραν των μαθηματικών έχει η Παρμενίδεια αντίληψη αντίκρισμα στον πραγματικό κόσμο; Πώς μπορεί ο Παρμενίδης να ομιλεί για αναλλοίωτη πραγματικότητα, όταν αυτό που παίρνουμε με τις αισθήσεις μας είναι η συνεχής αλλαγή, η κίνηση και η φθορά;
Το φαινόμενο της μη τοπικότητας θα μπορούσε να είναι μια ένδειξη της βαθύτερης ενότητας του κόσμου. Σύμφωνα με το πείραμα EPR* πειραματιζόμαστε με δύο ηλεκτρόνια που έχουν συνολικό σπιν (ιδιοστροφορμή )μηδέν. Ενώ γνωρίζουμε ότι το συνολικό τους σπιν είναι σταθερό, δεν μπορούμε να ξέρουμε το σπιν του κάθε ηλεκτρονίου ξεχωριστά. Υπάρχει σημαντική απροσδιοριστία και διακύμανση στις πιθανές τιμές των επιμέρους σπιν, παρ’ όλη τη σταθερότητα του αθροίσματος τους.  Ας υποθέσουμε ότι η απόσταση των ηλεκτρονίων αυξάνει, με τρόπο που αυτά να βρίσκονται σε αντίθετες περιοχές του σύμπαντος. Η κβαντική θεωρία έχει αποδείξει ότι η παρατήρηση επηρεάζει την τιμή του παρατηρούμενου φαινομένου. Όταν λοιπόν μετρήσουμε το σπιν του κοντινού μας ηλεκτρονίου, είναι σαν να καθορίζουμε την τιμή του σπιν του άλλου ηλεκτρονίου και άρα  να προσδιορίσουμε κβαντικά το ανάλογο μέγεθος, ανεξάρτητα από την απόσταση που χωρίζει τα σωματίδια.
Είναι λοιπόν φανερό ότι υπάρχει ενότητα στα φαινόμενα ανεξαρτήτως της απόστασης τους, αφού η αλλαγή του σπιν του ενός ηλεκτρονίου, καθορίζει στιγμιαία το σπιν του άλλου. Επιπλέον το γεγονός ότι η παρατήρηση επηρεάζει το παρατηρούμενο φαινόμενο δείχνει την βαθύτερη ενότητα των πάντων, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου πειραματιστή. Ο Παρμενίδης επιζεί λοιπόν σε καίρια πορίσματα της σύγχρονης κβαντικής φυσικής. Ο νους ορίζει την ενιαία πραγματικότητα...
Η παρμενίδεια αντίληψη λοιπόν είναι ζωντανή και συνεχίζεται ως σήμερα. Ο Αριστοτέλης πήρε από τον Παρμενίδη το εργαλείο της τυπικής λογικής και το συστηματοποίησε. Είναι η βάση της επιστημονικής σκέψης χιλιετίες μετά. Υποστηρικτές του συνεχούς και αμετάβλητου σύμπαντος ήταν κατά τον Μεσαίωνα οι R.Descartes και C.Huygens. Ο K.Popper στο βιβλίο του The world of Parmenides, αναφέρει το εκπληκτικό γεγονός ότι ο ίδιος ο Einstein αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό της γενικής θεωρίας της σχετικότητας ως Παρμενίδιας. Η έννοια του τετραδιάστατου χωροχρόνου που υπάρχει στη θεωρία αυτή είναι αμετάβλητη. Εμείς οι άνθρωποι επειδή συλλαμβάνουμε ξεχωριστά τον χώρο από το χρόνο, θεωρούμε ότι ο πρώτος βρίσκεται σε μια συνεχή μεταβολή, λόγω της αέναης ροής του δεύτερου. Επειδή η αντίληψη μας είναι τρισδιάστατη δεν συλλαμβάνουμε την πραγματικότητα, αλλά το απειροελάχιστο κλάσμα της που περιορίζεται στο τώρα. Κάθε στιγμή που ζούμε είναι όπως μια σελίδα του βιβλίου της πραγματικότητας, του οποίου οι σελίδες  γυρίζουν συνέχεια και μας δίνουν την αίσθηση της αλλαγής. Όμως το βιβλίο είναι ένα και αναλλοίωτο και αν ο αναγνώστης δεν μπορεί να το συλλάβει δια μιας, αυτό δεν αλλάζει τη μοναδικότητα του. Ο κόσμος του Einstein είναι συμπαγής, αδιάσπαστος, πεπερασμένος. Ένα Ον με τετραδιάστατη αντίληψη δεν θα έβλεπε σε αυτόν καμιά μεταβολή. Η τετραδιάστατη αντίληψη είναι, τροποντινά, η θεϊκή εποπτεία του κόσμου που σε αντίθεση με τον χρονικά περιορισμένο άνθρωπο, βιώνει την ακίνητη αιωνιότητα.
Ότι είναι για τον Παρμενίδη η βέβαιη αποδεικτική αφήγηση, είναι για τον Einstein τα θεωρήματα των μαθηματικών. Ότι είναι για τον Παρμενίδη η δοξασία των θνητών, είναι για τον φυσικό ή τον μαθηματικό η αναπόδεικτη θεωρία και οι μαθηματικές εικασίες.
Ο H. Weyl ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς του 20ου αιώνα δήλωσε στο βιβλίο του Philosophy of Mathematics and Natural Science:

«Ο αντικειμενικός κόσμος απλώς είναι δεν συμβαίνει...Μόνο στο βλέμμα της συνείδησης μας εμφανίζεται μια τομή του κόσμου ως μια φευγαλέα εικόνα στον χώρο, η οποία αλλάζει στον χρόνο» σ.116

Η σκέψη του μεγάλου μαθηματικού είναι σαφώς Παρμενίδεια, αφού συλλαμβάνει τον κόσμο ως αμετάβλητη συνεχή οντότητα τεσσάρων διαστάσεων την οποία οι άνθρωποι, βλέπουν μερικά ως κίνηση και ροή του χώρου μέσα στο χρόνο. Παρόμοια σύλληψη του κόσμου έχει και ο  K.Godel ,θεωρητικός μαθηματικός τεράστιας εμβέλειας, γνωστός από το θεώρημα μη Πληρότητας που φέρει το όνομα του. Άλλοι γνωστοί επιστήμονες που υποστηρίζουν την αμετάβλητη φύση του κόσμου είναι ο L Boltzman και o E Schrodinger Η κληρονομιά του Παρμενίδη είναι ολοζώντανη στον κόσμο μας και αποτελεί ένα από τα συμπαγή θεμέλια των θετικών επιστημών.

Παραμένει όμως το ερώτημα:
 Το εύτακτο σύμπαν που με τη λογική μπορούμε να συλλάβουμε είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα ή δημιουργία της νόησης; Πιστεύω ότι το σύμπαν υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς. Όμως η νόηση που λειτουργεί με παρμενίδειο τρόπο δεν αποκλείεται να δημιουργήσει μια εξιδανικευμένη εικόνα της πραγματικότητας. Όταν ο φυσικός διατυπώνει μια θεωρία για  να εξηγήσει τον κόσμο, έχει στον μυαλό του ένα νοητικό μοντέλο που εξηγεί την πραγματικότητα και όχι την πραγματικότητα την ίδια, την οποία πολλές φορές είναι αδύνατο να αντιληφθεί δια των αισθήσεων. Κανένας δεν έχει δει ποτέ άτομα, ηλεκτρόνια, πρωτόνια, κουάρκ. Δημιουργεί λοιπόν ο επιστήμονας εξιδανικευμένα νοητικά μοντέλα για να σχηματοποιήσει και εξηγήσει τις οντότητες αυτές με τη λογική και τα μαθηματικά. Οι φυσικές θεωρίες που εξηγούν τον μικρόκοσμο όμως δεν παύουν να είναι παρμενίδειες νοητικές συλλήψεις, στο βαθμό που μας παρέχουν εποπτεία της έσχατης ουσίας και πραγματικότητας του φυσικού κόσμου.

Η κληρονομιά του Παρμενίδη συνεχίζει να καθοδηγεί την επιστημονική πορεία της ανθρωπότητας.......


* Πείραμα που πήρε το όνομα του από τα αρχικά των επιστημόνων Einstein Rosen Podolsky


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου