Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Κείμενα αμφισβήτησης (5)

 Σε νεώτερη ηλικία πέρασα μια φάση αμφισβήτησης του Χριστιανισμού. Οι θέσεις που διατύπωσα τότε έχουν διαφοροποιηθεί στην πορεία. Παραθέτω τα κείμενα εκείνα ως διαλεκτική και δικανική τεκμηρίωση θέσεων. Είναι μέρος της γνωστικής μου αναζήτησης, έστω και αν στην πορεία πολλά από όσα έγραφα τότε δεν με εκφράζουν πλέον

Είναι ο Ιησούς θεός;

 

Το 325 μ.χ. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο άνθρωπος ο οποίος παρέδωσε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στους χριστιανούς για να στερεώσει το θρόνο του, συγκάλεσε σύνοδο στη Νίκαια. Στην μικρασιατική αυτή πόλη, 318 ηγέτες της εκκλησίας κλήθηκαν να λύσουν το χριστολογικό πρόβλημα, να διατυπώσουν δηλαδή την πίστη της εκκλησίας αναφορικά με την φύση και την υπόσταση του Χριστού. Η απόφαση των 318 επισκόπων, τους οποίους αυτάρεσκα η εκκλησία αποκάλεσε θεοφόρους, υποτίθεται ότι εκφράζει τη θεία αλήθεια, όπως τους την αποκάλυψε το άγιο πνεύμα. Σύμφωνα με την απόφαση ο Ιησούς έχει δύο φύσεις, την θεϊκή και την ανθρώπινη, οι οποίες ενώθηκαν στα πλαίσια του όντος Ιησού αχώρητα, ασύγχητα και αδιαίρετα. Τόσο η θεότητα, όσο και η ανθρωπότητα υποτίθεται ότι διατηρούν η καθεμιά τις ιδιότητες τους, έχουμε ένα τέλειο θεό και ένα τέλειο άνθρωπο ταυτόχρονα, ένα θεάνθρωπο.

Υπάρχουν προφανείς και ανυπέρβλητες αντιφάσεις στην έννοια  του θεανθρώπου, στις οποίες θα επανέλθουμε αργότερα. Προς το παρόν θα εξετάσουμε την συμβατότητα της «θεϊκότητας» του Ιησού με τα κείμενα της Καινής Διαθηκής. Η απόφαση της 1ης  οικουμενικής συνόδου δεν τεκμηριώνεται, όχι μόνο λογικά, αλλά και με βάση τα περισσότερα από τα λόγια του Ιησού, όπως αυτά διατυπώνονται στην Καινή Διαθήκη. Ήταν μια απόφαση σκοπιμότητας, η οποία βραχυπρόθεσμα σκοπό είχε να εξοντώσει τον Άρειο και όλες τις φωνές που απόκλιναν από την κυρίαρχη τάση μέσα στην εκκλησία, μακροπρόθεσμα δε να θέσει τον Ιησού πέραν και πάνω κάθε κριτική και αμφισβήτηση, αφού ως ενσαρκωθείς θεός θα ήταν εξορισμού πάνω από τους θνητούς


φιλοσόφους, τουλάχιστον στη συνείδηση των πιστών του. Είναι όμως ο Ιησούς της Βίβλου ένας θεός που ενσαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος; Η κυρίαρχη άποψη στο ιερό βιβλίο του χριστιανισμού είναι ότι ο Ιησούς είναι άνθρωπος εντεταλμένος από το Θεό να φέρει εις πέρας μια συγκεκριμμένη αποστολή. Νομίζετε ότι υπερβάλλω; Ας αφήσουμε τον Ιησού και τους αποστόλους τους να μιλήσουν για το θέμα αυτό μέσα από τα κανονικά ευαγγέλια και τις επιστολές. Όπως θα διαπιστώσετε πιο κάτω, ο γιος της Μαρίας δεν θεωρεί τον εαυτό του θεό.

Στα συνοπτικά ευαγγέλια  (Ματθαίος ΙΘ 17, Μάρκος Ι 18, Λουκάς ΙΗ 19) αναφέρεται η ιστορία ενός πλούσιου νέου, ο οποίος πλησίασε τον Ιησού και του είπε: Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάνω για να έχω αιώνια ζωή; Ο Ιησούς απάντησε. Γιατί με αποκάλεσες αγαθόν; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ο θεός. Από την απάντηση του Ιησού προκύπτει ότι:

Α) Ο Ιησούς δεν αποδέχεται τον τίτλο του αγαθού.

Β) Ο Ιησούς δέχεται ότι ο τίτλος του αγαθού αρμόζει μόνο στο θεό.

Γ) Συνδυάζοντας τις προτάσεις (Α) και (Β) προκύπτει ότι ο Ιησούς, εφόσον δεν θεωρεί τον εαυτό του αγαθό, άρα δεν είναι θεός. Εφόσον δεν είναι θεός, τι απομένει να είναι; Προφανώς μόνο άνθρωπος.

Το πιο πάνω περιστατικό δεν είναι το μόνο που απορρίπτει την εκδοχή της θεϊκότητας του Ιησού. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος ( αντίστοιχα ΚΖ 46, και ΙΕ 34 ) αναφέρουν ότι ο Ιησούς, λίγο προ του θανάτου του επί του σταυρού, απευθύνει προς τον θεό τα ακόλουθα λόγια: θέε μου θεέ μου γιατί με εγκατέλειπες; Αυτά τα λόγια, μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε να τα απευθύνει, ως παράπονο προς τον θεό του που τον εγκατέλειψε. Αν ο Ιησούς είναι ο θεός δημιουργός του σύμπαντος, τι νόημα έχει να παραπονιέται προς τον εαυτό του, αφού είναι παντοδύναμος; Πώς μπορεί ο θεός να εγκαταλείψει τον εαυτό του αφού είναι πανταχού παρών και δεν μπορεί να εντοπιστεί σε ορισμένο χώρο και χρόνο; Πώς είναι δυνατόν ο Ιησούς να ταυτίζεται με το θεό, αφού απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο προς αυτόν;

Για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, οι θεολόγοι θεωρούν, ανάλογα με το πώς τους βολεύει σε κάθε περίπτωση, ότι ο Ιησούς μιλά είτε ως θεός, είτε ως άνθρωπος. Αλλά αν ο Ιησούς είναι ένα ον και όχι δύο πως μπορεί να μιλά με δύο φωνές; Αν οι δύο φύσεις του είναι αδιαίρετα ενωμένες σε ένα πρόσωπο, πώς μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι στην μια περίπτωση μιλά ο θεός και την άλλη ο άνθρωπος, αφού δεν μπορούμε να τους διαχωρίσουμε; Επιπλέον ποιος αποφασίζει ότι στην μια περίπτωση μιλά ο Θεός και στην άλλη ο άνθρωπος, αφού οι συγγραφείς δεν κάνουν ποτέ τις απαραίτητες διευκρινίσεις; Νομίζω ότι οι πιο πάνω εξηγήσεις αποτελούν δικαιολογίες των θεολόγων, για να υποστηρίξουν μια εκδοχή που ούτε λογική είναι, ούτε υποστηρίζεται από τα ιερά κείμενα της θρησκείας τους.

Είναι γεγονός ότι στο κείμενο της Καινής Διαθήκης ο Ιησούς ορισμένες φορές αποκαλείται «υιός του Θεού» και μερικές φορές «υιός του ανθρώπου». Δεν αποτελεί άραγε η προσφώνηση «υιός του θεού» απόδειξη της θεικότητας του Ιησού; Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Ιησού να διευκρινίσει το σημείο αυτό. Στο Ματθαίος Ε 9, ο γιος της Μαρίας μακαρίζει τους ειρηνοποιούς λέγοντας ότι αυτοί θα αποκληθούν υιοί του θεού. Προφανώς η ιδιότητα του γιου του θεού δεν αναιρεί την ανθρώπινη ιδιότητα των ειρηνοποιών, οι οποίοι θα ονομαστούν γιοι του θεού επειδή κάνουν πιστά το θέλημα του. Είναι φανερό πως ο Ιησούς δέχεται τον τίτλο «υιός του θεού» διότι πιστεύει ότι εκτελεί το θέλημα του θεού. Όμως ο Ιησούς σε πάμπολλες περιπτώσεις διευκρινίζει ότι θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από το θεό. Ας δούμε τις περιπτώσεις αυτές:

Στο Ιωάννης Ε 19, ο Ιησούς λέει στους Ιουδαίους που κινούνται απειλητικά εναντίον του επειδή νομίζουν ότι εξισώνει τον εαυτό του με το θεό, ότι ο υιός δεν μπορεί από


μόνος του να κάνει τίποτα, αν δεν βλέπει τον πατέρα να το κάνει. Εκείνα που κάνει ο πατέρας κάνει και ο υιός. Βλέπουμε την υποτελή θέση του Ιησού προς αυτόν τον οποίο αποκαλεί πατέρα του. Επίσης βλέπουμε τον Ιησού να δείχνει στους Ιουδαίους ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του θεό, παρά ακόλουθο και υπηρέτη του θεού.

Λίγες γραμμές πιο κάτω ( Ιωάννης Ε 26-27 ) ο Ιησούς λέει ότι, όπως ο Θεός έχει αειζωία, έτσι έδωσε στο γιο του αειζωία, εξουσία και κρίση διότι είναι γιος ανθρώπου. Πάνω στις γραμμές αυτές έχω να κάνω τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Ο Ιησούς αποκαλεί τον πατέρα «θεό» και τον υιό, τον εαυτό του δηλαδή, «γιο του ανθρώπου» δηλαδή άνθρωπο.

Ο Ιησούς πιστεύει ότι οι εξουσίες και οι δυνάμεις που έχει δεν είναι δικές του, αλλά προέρχονται από το Θεό ο οποίος του τις έδωκε. Προφανώς θεωρεί τον εαυτό του ως προικισμένο άνθρωπο με ειδική αποστολή, αλλά όχι θεό.

Τρεις στίχους πιο κάτω (Ιωάννης Ε 30 ) ο Ιησούς δηλώνει ότι « εγώ δεν μπορώ από μόνος μου να κάνω τίποτε. Καθώς ακούω κρίνω και η κρίση μου είναι δίκαια. Δεν ζητώ το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του πατέρα μου που με έστειλε στον κόσμο». Είναι φανερό από τα λόγια αυτά ότι:

Α) Οι όποιες δυνάμεις του Ιησού δεν είναι δικές του. Ο Ιησούς δεν είναι ο φορέας της δύναμης αλλά ο διαχειριστής της. Πιστεύει ότι είναι ένας εκτελεστής εντολών, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς την έγκριση του εντολοδότη του.

Β) Ο Ιησούς διακυρήσσει ότι υποτάσσει τη δική του θέληση στη θέληση αυτού που πιστεύει ότι είναι ο πατέρας θεός του. Είναι δηλαδή ένας αφοσιωμένος δούλος που εκτελεί εντολές.

Το ρόλο του φερεφώνου και του εκτελεστή εντολών επαναλαμβάνει ο Ιησούς στο Ιωάννης Στ38 όπου λέει ότι « κατέβηκα από τον ουρανό όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα αυτού που με έστειλε». Παρόμοια στο Ιωάννης ΙΕ 10 λέει στους μαθητές του ότι αν τηρούν τις εντολές του θα μείνουν στην αγάπη του,  όπως ο ίδιος υπάκουσε στις εντολές του θεού ο οποίος τον αγαπά. Είναι αξιοσημείωτο πώς η δουλική υπακοή αναδεικνύεται σε μέγιστη αρετή. Η αγάπη του Ιησού προς τους μαθητές του, ή η αγάπη του θεού προς τον Ιησού δεν είναι ανιδιοτελής, αλλά αποτέλεσμα της υπακοής των υποδιεστέρων προς τους ιεραρχικά μεγαλύτερους. Το μοτίβο του αφέντη που αμοίβει τον πιστό δούλο αναδεικνύεται με όλη του την μεγαλοπρέπεια. Πού χωρεί η ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια στην εικόνα αυτή; Πουθενά. Αντίθετα η εικόνα του εντολοδότη θεού, είναι η ουράνια αντανάκλαση του γήινου, ασιατικού τύπου δεσποτισμού.

 Είναι φανερό ότι ο Ιησούς πιστεύει ότι ήλθε από τον ουρανό ως υψηλός απεσταλμένος του θεού. Όμως είναι εκτελεστής εντολών και όχι αυτόβουλος εκφραστής της δικής του θέλησης. Επιπλέον η πίστη κάποιου ότι αντιπροσωπεύει κάτι, δεν αποτελεί απόδειξη ότι αυτό που πιστεύει είναι σωστό. Η διευκρίνιση αυτή σημαίνει ότι, όσον αφορά εμένα τουλάχιστον, οι ισχυρισμοί του Ιησού δεν είναι αλάθητοί, εφόσον δεν τεκμηριώνονται.

Ο Ιησούς δεν κουράζεται να διαλαλεί ότι είναι μεταφορέας εντολών και όχι εντολοδότης. Στο Ιωάννης ΙΒ 49 λέει ότι δεν εμίλησε εκφράζοντας δικές του απόψεις, αλλά ο πατέρας του, δηλαδή ο Θεός του Ισραήλ, του έδωσε εντολή τι να πεί και τι να μιλήσει. Πάνω στα λόγια αυτά έχω να κάνω τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Α) Ο Ιησούς προσωποποιεί το χριστιανικό ιερατείο, εφόσον οι ιερείς θεωρούν τον εαυτό τους φορέα της διδασκαλίας του και διάδοχο κατάσταση του αρχηγού τους.

Β) Το Ιερατείο νομιμοποιεί την εξουσία του απέναντι των ανθρώπων, ισχυριζόμενο ότι είναι σε άμεση επαφή με το θεό και εκτελεί τις εντολές του.

Γ) Χωρίς να αποκλείουμε την ψυχοπαθολογική περίπτωση, δηλαδή ότι κάποιος νομίζει ότι μιλά με το θεό και λαμβάνει τις εντολές του, η διαχρονική άποψη των ιερατείων, ότι είναι διαμεσολαβητές μεταξύ θεού και ανθρώπων, ουρανού και γης, είναι μια εξαιρετική εφεύρεση εξύπνων ανθρώπων, με σκοπό την εξουσία τους επί των λαών της γης.

Ο Ιησούς επαναλαμβάνει και άλλες φορές ότι νομίζει ότι είναι κομιστής των εντολών του θεού. Έτσι στο Ιωάννης ΙΔ 10  λέει ότι τα ρήματα τα οποία λέγει δεν τα λέει ο ίδιος. Ο πατέρας μου που μένει μέσα μου αυτός κάνει τα έργα, λέγει ο Ναζωραίος ξέροντας ότι για το στόμα δεν υπάρχει τελωνείο και ότι ο καθένας μπορεί να λέει ότι θέλει. Βέβαια, όταν κάποιος υποστηρίζει για τον εαυτό του τέτοιους ασυνήθιστους ισχυρισμούς πρέπει να το αποδεικνύει, όμως η λέξη απόδειξη δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο του Ιησού. Στη θέση της υπάρχει η βολική λέξη πίστη. Έτσι λέγει στο μαθητή του Φίλιππο που του ζητά να του δείξει τον πατέρα του. Δεν πιστεύεις ότι ο θεός είναι μέσα μου και εγώ μέσα στο θεό; Αυτός που με είδε εμένα είδε και τον θεό. Υποδεικνύοντας στο μαθητή του ότι πρέπει να είναι εύπιστος σε κάθε ισχυρισμό του ηγέτη του, όσο εξωπραγματικός και να φαίνεται.

 Οι θεολόγοι δεν χάνουν ευκαιρία να υποστηρίξουν ότι ο Ιησούς είναι θεός αφού ο αρχηγός τους λέει ότι είναι μέσα στο θεό και ο θεός είναι μέσα του. Τι σημαίνει όμως η έκφραση ότι ο θεός είναι μέσα μου; Μήπως σημαίνει ότι μια άπειρη οντότητα μπορεί να περικλεισθεί σε ένα ανθρώπινο σώμα; Προφανώς η έκφραση είναι μεταφορική. Ο Ιησούς πιστεύει ότι είναι ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της θέλησης του θεού, δηλαδή ότι μιλά ο θεός διαμέσου του. Αυτό απέχει από την ταύτιση όσο ο ουρανός και η γη. Εξάλλου και σήμερα οι χριστιανοί πιστεύουν ότι με την κοινωνία έχουν μέσα τους τον Ιησού. Σε άλλες περιπτώσεις λένε ότι οι άγιοι έχουν μέσα τους το θεό. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι θεοί.

Όταν ο Ιούδας έφυγε από τον μυστικό δείπνο ο Ιησούς είπε, μιλώντας για τον εαυτό του, ότι τώρα εδοξάσθηκε ο υιός του ανθρώπου και μέσω αυτού εδοξάσθηκε και ο θεός. (Ιωάννης ΙΓ 31) Είναι σαφές ότι ο υιός του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος Ιησούς και δεν ταυτίζεται με το θεό.

Στο Ιωάννης ΙΔ 28, ο Ιησούς λέει στους μαθητές του « αν με αγαπούσατε έπρεπε να είχατε χαρεί διότι σας είπα ότι πηγαίνω προς τον πατέρα. Διότι ο πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από εμένα» Απερίφραστα ο Ιησούς δηλώνει ότι ο Θεός πατέρας είναι μεγαλύτερος του, άρα παραδέχεται την κατωτερότητα του έναντι αυτού που πιστεύει ως το θεό και πατέρα του. Αν αναφέρετε σε ένα θεολόγο το χωρίο αυτό θα σας πεί ότι εδώ εκφράζεται η ανθρώπινη φύση του Ιησού. Αν και η επίσημη θέση της εκκλησίας είναι ότι οι δύο φύσεις του Ιησού είναι αδιαίρετα ενωμένες στο Ον Ιησούς, είναι αξιοσημείωτο πόσο εύκολα τις διαχωρίζουν οι θεολόγοι όταν τους συμφέρει. Αν ο Ιησούς είναι θεάνθρωπος με ενωμένες τις δύο φύσεις πώς μπορούν αυτές να εκφράζονται κεχωρισμένα; Γιατί τι σημαίνει η έκφραση « εδώ ο Ιησούς μιλά ως άνθρωπος» ή « «μιλά ως θεός» εκτός από την έμμεση παραδοχή ότι ο Ιησούς είναι διπλή προσωπικότητα;  Τι κάνει η μια φύση όταν εκφράζεται η άλλη; Αναπαύεται, υπνώττει ή απουσιάζει; Πώς μπορούν δύο ανόμοια μεγέθη όπως η θεότητα και η ανθρωπότητα να ενωθούν χωρίς να αναιρέσει το ένα το άλλο; Στα λογικά αυτά ερωτήματα θα επανέλθουμε και πιο κάτω.

Όταν ο Ιησούς συναντάται με την Μαγδαληνή, μετά την υποτιθέμενη ανάσταση του, της λέγει τα ακόλουθα λόγια: « Μη με αγγίζεις γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον πατέρα μου. Πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους. Ανεβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα σας και θεό μου και θεό σας.» Ιωάννης  Κ 17. Από τα λόγια αυτά προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Α) Ο θεός δεν είναι μόνο πατέρας του Ιησού αλλά και όλων των ανθρώπων.

Β) Η ιδιότητα των ανθρώπων « ως υιών των θεού» δεν τους εξισώνει με το θεό, όπως έχουμε ξαναπεί. Τους εξισώνει με τον Ιησού που φέρει τους τίτλους «υιός του θεού», αλλά και «υιός του ανθρώπου». Προφανώς ο Ιησούς είναι άνθρωπος όπως όλα τα ανθρώπινα όντα.

Γ) Ο Ιησούς αναφέρεται στον πατέρα του με την έκφραση ο Θεός μου. Είναι φανερό ότι ο «πατέρας» ταυτίζεται με το θεό της Παλαιάς Διαθήκης που είναι ο ένας και μοναδικός θεός των Εβραίων. Αν ο Ιησούς είναι ένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, που παρά τη τριαδικότητα της είναι ο ένας και μοναδικός θεός κατά την εκκλησία, πώς απευθύνεται στον πατέρα με την έκφραση « ο θεός μου» αφού είναι ισότιμος και ισόκυρος με αυτόν; Αν ο Ιησούς είναι «θεός» όπως  το «άγιο πνεύμα» και ο «πατέρας» πως συμβιβάζεται αυτό με το βασικό δόγμα της μονοθεϊας; Πώς μπορεί να συμβιβάσει κανείς την μονοθεϊα με την ύπαρξη τριών θεϊκών προσώπων το καθένα από τα οποία είναι η ολότητα της θείας ουσίας;

Δ) Αν, με βάση τα πιστεύω της εκκλησίας, κάθε πρόσωπο της αγίας τριάδας κατέχει όλη την ουσία του θεού πώς τότε τρία πρόσωπα συγκροτούν ένα αντί τρεις θεούς; Εφόσον εξ’ ορισμού κάθε πρόσωπο αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, η οποία ορίζεται σε αντιδιαστολή με τα άλλα πρόσωπα (ιδιοπροσωπία, ετερότητα ), πώς τα τρία ξεχωριστά προσωπικά όντα θεότητες συγκροτούν ένα θεό;

Βέβαια, αν προσπαθήσετε με λογικά επιχειρήματα να πείσετε ένα θεολόγο για το παράλογο των περί θεού απόψεων του, θα σας πεί ότι ο θεός δεν συλλαμβάνεται με τη λογική. Η θεολογία της αγίας τριάδας κατ’ αυτούς είναι ένα υπερλογικό προσωπικό βίωμα. Κάθε υποκειμενική προσωπική πίστη πρέπει να είναι απόλυτα σεβαστή. Οστόσο, πως μπορείς να αναγάγεις ένα υποκειμενικό βίωμα σε απόλυτη αντικειμενική αλήθεια, χωρίς λογικές αποδείξεις; Αν εγκαταλείψεις τη μέθοδο της λογικής απόδειξης πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό που πιστεύεις είναι σωστό; Ο άνθρωπος που δεν επιμένει στην απόδειξη των θεωριών του, το  πιθανότερο είναι να υποπέσει σε σφάλμα. Εκτός και αν ο σκοπός του δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας, αλλά η υποκειμενική, συναισθηματική ικανοποίηση και η νοηματοδότηση της ζωής.

Ας υποθέσουμε για λόγους συζήτησης ότι ο Ιησούς, εκτός από την ανθρώπινη φύση του έχει και μια δεύτερη φύση τη θεϊκή. Αν ισχύει η παραδοχή αυτή σημαίνει ότι το Ον Ιησούς έχει εκτός από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όλα τα χαρακτηριστικά του θεού. Θα αρκούσε λοιπόν να υποδείξει κάποιος ένα θεϊκό ιδίωμα το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση του Ιησού, για να αποδείξει ότι ο Ιησούς δεν είναι θεός. Η μέθοδος αυτή απόδειξης είναι ουσιαστικά μια παραλλαγή της μαθηματικής μεθόδου της εις άτοπον απαγωγής. Με τη μέθοδο αυτή παραδεχόμαστε καταρχήν ως σωστό αυτό το οποίο θέλουμε να αποδείξουμε ως λανθασμένο. Με βάση την παραδοχή μας αυτή, διατυπώνουμε άλλες λογικές προτάσεις που είναι συνεπακόλουθες της πρώτης, μέχρι να φθάσουμε σε μια που είναι προφανώς άτοπη. Αν το κατορθώσουμε αυτό, προφανώς έχουμε αποδείξει ως άκυρη την αρχική μας παραδοχή και άρα η αντίθετη ισχύει.Ας ακολουθήσομε λοιπόν τη μέθοδο αυτή για να δούμε που θα μας βγάλει.

Ο Θεός εξ’ ορισμού είναι παντογνώστης. Άρα και ο Ιησούς αν είναι θεός πρέπει να είναι και αυτός παντογνώστης. Πώς μπορούμε να καταδείξουμε ότι κάποιος δεν είναι παντογνώστης; Αν αποδείξουμε ότι υπάρχει τουλάχιστον μία γνώση την οποία αυτός δεν κατέχει. Μπορούμε  να αποδείξουμε κάτι τέτοιο στην περίπτωση του Ιησού; Δυστυχώς για τους οπαδούς της θεϊκότητας μπορεί να αποδειχθεί και την απόδειξη θα μας τη δώσει ο ίδιος ο Ιησούς. Αν αμφιβάλλετε διαβάστε το επιχείρημα πιο κάτω:

Στο 24ο κεφάλαιο του Ματθαίου (ΚΔ36)* ο Ιησούς δηλώνει ότι κανείς δεν ξέρει την ακριβή ημέρα της δευτέρας παρούσιας, ούτε οι άγγελοι, ούτε ο υιός, παρά μόνον ο πατήρ. Προφανώς ο ίδιος ο Ιησούς παραδέχεται ότι υπάρχει ένα γεγονός που δεν το γνωρίζει, αρά έμμεσα παραδέχεται ότι δεν είναι παντογνώστης. Προφανώς αφού δεν είναι παντογνώστης στερείται ένα από τα ιδιώματα του θεού. Άρα αφού δεν έχει όλες τις ιδιότητες του υπέρτατου όντος δεν μπορούμε να τον ταυτίσουμε με αυτό. Έχουμε λοιπόν αποδείξει ότι ο Ιησούς δεν είναι θεός.

Ποια είναι η αντίδραση ενός θεολόγου στην πιο πάνω σειρά λογικών προτάσεων; Προφανώς θα σας πεί ότι ο Ιησούς μιλούσε ως άνθρωπος, και η άγνοια του αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του. Έχουμε λοιπόν τον πρωτοφανή ισχυρισμό ότι ο Ιησούς είναι ταυτόχρονα παντογνώστης, ως θεός, αλλά και έχει ταυτόχρονα άγνοια για κάποια θέματα ως άνθρωπος. Πώς είναι δυνατόν δύο αντιφατικές προτάσεις να ισχύουν και να είναι ορθές ταυτόχρονα; Πώς μπορεί ο Ιησούς να γνωρίζει, αλλά ταυτόχρονα να αγνοεί την ημέρα της δευτέρας του παρουσίας; Προφανώς υπάρχει παραλογισμός πρώτου μεγέθους.

* Επίσης βλέπε Μάρκος ΙΓ 32

Η άποψη ότι ο Ιησούς δεν είναι θεός, και σε κάθε περίπτωση είναι κατώτερος από το πατέρα του που ταυτίζεται με τον θεό, υπάρχει και στα λόγια μαθητών του Ιησού. Ο Παύλος στην Α Κορινθίους ΙΕ 21-22 ξεκάθαρα αναφέρει ότι ο Ιησούς είναι άνθρωπος. Λέει λοιπόν ο δεύτερος στην Ιεραρχία μετά τον Ιησού, ο «πρώτος μετά τον ένα» κατά την προσφιλή έκφραση των θεολόγων: Επειδή από τον άνθρωπο προήλθε ο θάνατος, δια άλλου ανθρώπου θα προέλθη η ανάσταση των νεκρών. Αφού δια μέσου του Αδάμ όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, έτσι μέσω του Χριστού όλοι θα ζωοποιηθούν. Υπάρχει  ξεκάθαρη παραδοχή του γεγονότος ότι ο Ιησούς δεν είναι θεός επειδή:

Α. Ο Ιησούς τίθεται στην ίδια μοίρα με τον Αδάμ εφόσον τονίζεται ότι και οι δύο είναι άνθρωποι. Άλλωστε δεν αποκαλούν οι Θεολόγοι τον Ιησού « τον νέο Αδάμ της Χάριτος»;

Β. Ο Ιησούς, κατά τον Παύλο είναι ο νέος άνθρωπος, ο οποίος θα επανορθώσει τα σφάλματα του παλιού.

Ο Παύλος στην ίδια επιστολή, για να δείξει ότι ο Ιησούς είναι κατώτερος του Θεού πατέρα, κάνει μια σύγκριση της σχέσης, αφενός του πατρός-θεού με τον υιό του Ιησού από τη μια και αφετέρου τη σχέση ανδρός και γυναικός στο γάμο. Ο Παύλος διατυπώνει μια ιεραρχία όντων. Στην κορυφή της Πυραμίδας τοποθετεί το Θεό και στη βάση της τη γυναικά. Ενδιάμεσα τοποθετούνται ο Ιησούς και οι άνδρες. Για τη θέση της γυναίκας στην καινή διαθήκη θα μιλήσουμε βέβαια αργότερα σε ξεχωριστό κεφάλαιο. Ας δούμε λοιπόν την Παύλεια  ιεραρχία των όντων. Λέει λοιπόν στους Κορίνθιους ο απόστολος: Θέλω να γνωρίζετε ότι κάθε άνδρα κεφαλή είναι ο Χριστός, κεφαλή της γυναίκας ο άνδρας, κεφαλή του Χριστού ο Θεός. Από τα λόγια αυτά προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Α) Όπως η κεφαλή δια του εγκεφάλου ελέγχει, οδηγεί και εξουσιάζει το σώμα, έτσι τα ανώτερα ιεραρχικά όντα ελέγχουν και εξουσιάζουν τα κατώτερα.

Β) Ο Παύλος θεωρεί ότι υπάρχει η ακόλουθη Ιεραρχία όντων, αρχίζοντας από τα ανώτερα προς τα κατώτερα:

1.  Ο Θεός  2. Ο Ιησούς ( Χριστός ) 3. Οι άνδρες  4. Οι γυναίκες

Γ) Εφόσον υπάρχει ένας θεός, ο οποίος είναι ιεραρχικά ανώτερος του Ιησού, αφού ορίζεται ως «η κεφαλή του» σημαίνει ότι το ιεραρχικά κατώτερο ον, δηλαδή ο Ιησούς δεν είναι θεός. Αν ο Ιησούς ήταν θεός τότε δεν θα ήταν κεφαλή του ο θεός. Ούτε να εκλάβουμε τον Ιησού ως ένα κατώτερο θεό μπορούμε, γιατί τότε θα έπρεπε να παραδεκτούμε ότι υπάρχει και δεύτερος θεός. Ως γνωστό όμως οι χριστιανοί είναι (υποτίθεται) μονοθεϊστές.

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν στην ύπαρξη θεού ή θεών, δηλαδή ιεραρχικά ανώτερων από πάσης απόψεως και αθάνατων όντων ή ενός όντος-θεού. Όμως ο ίδιος ο Θεός, εξεταζόμενος ως προς τον εαυτό του, τροποντινά είναι άθεος, επειδή δεν υπάρχει ιεραρχικά ανώτερο ον, κάποιος υπερθεός ας πούμε, στον οποίο ο θεός να πιστεύει, με τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι πιστεύουν σε αυτόν. Όμως ο Ιησούς δεν πάσχει από την θεϊκή «αθεϊα», ο γιος της Μαρίας πιστεύει σε Θεό, ιεραρχικά ανώτερο του. Στην προς Εφεσίους επιστολή του, ( Α 17 ) ο Παύλος λέει στους Εφέσιους ότι είναι ευχαριστημένος από τη πίστη τους και δεν σταματά να τους μνημονεύει στην προσευχή του « για να τους δώσει ο θεός του Ιησού Χριστού και πατέρας της δόξας πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως...» Στην ίδια επιστολή (Δ6) συμπληρώνει ότι « ένας είναι ο θεός και πατήρ πάντων των όντων, ο οποίος είναι πάνω από πάντα τα όντα και δρα διαμέσου αυτών...». Συνδυάζοντας τα δύο αυτά χωρία προκύπτουν τα ακόλουθα, αναφορικά με τις περί Θεού καιμ Ιησού απόψεις του Παύλου.

Α) Υπάρχει ένας Θεός ο οποίος είναι πατέρας και κυρίαρχος όλων των εμψύχων και αψύχων όντων.

Β) Ο Παύλος προσεύχεται και αιτείται προς το Θεό του Ιησού Χριστού, και όχι στον ίδιο τον Ιησού. Αφού ο Παύλος είναι μονοθεϊστής σημαίνει ότι στο μυαλό του ο « πατήρ» είναι ο θεός και ο υιός κατώτερο του θεού ον.

Ανεξάρτητα αν πιστεύει ή όχι κάποιος στην ανάσταση του Ιησού, είναι ουσιαστικό να δούμε ποιον η χριστιανική θρησκεία θεωρεί ως αυτουργό του «γεγονότος» αυτού που θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής θρησκείας. Αναστήθηκε ο ίδιος ο Ιησούς ή κάποιος άλλος τον ανέστησε; Η ίδια δε η ανάσταση υποστηρίζει ή όχι την εκδοχή της θεϊκότητας του Ιησού;

 Στο Λουκάς ΚΔ 5-6 ο άγγελος λέει στις μυροφόρες: « Τί ζητείτε το ζωντανό ανάμεσα στους πεθαμένους; Δεν είναι εδώ αλλά αναστήθηκε» Προφανώς ο άγγελος και ο Λουκάς ως συγγραφέας του ομώνυμου ευαγγελίου, θεωρούν ότι ο  Ιησούς ανέστησε τον εαυτό του, τροποντινά, «αυτοαναστήθηκε» κάνοντας χρήση της υπερφυσικής δυναμής του. Ο Λουκάς όμως άλλα λέει στο δεύτερο βιβλίο που του αποδίδεται, δηλαδή τις πράξεις των αποστόλων. Στο ΙΓ 37 αναφέρει ότι « αυτόν τον οποίο ανέστησε ο θεός δεν εγνώρισε τη φθορά, την αποσύνθεση του  σώματος.» Όμοια, ο Πέτρος στην πρώτη επιστολή του, Α 21 λέει ότι « δια μέσου του Ιησού πιστεύσατε στον θεό, ο οποίος ανέστησε και εδόξασε αυτόν..» Προφανώς έχουμε δύο αντιφατικές εκδοχές. Η μια υποστηρίζει ότι ο Ιησούς ανέστησε ο ίδιος τον εαυτό του και η άλλη ότι τον ανέστησε ο Θεός. Το θέμα των αντιφάσεων όμως θα το εξετάσουμε αργότερα. Το ουσιαστικό ερώτημα, πάνω στο οποίο θα επικεντρωθούμε είναι αν η θεϊκότητα του Ιησού είναι συμβατή με την υποτιθέμενη ανάσταση του. Επί του ερωτήματος τούτου έχω να πω τα ακόλουθα:

Αν ο Ιησούς εκτός της ανθρώπινης φύσης είχε και τη θεία φύση, προφανώς θα είχε όλα τα ιδιώματα του Θεού. Εξ’ ορισμού όμως ιδίωμα του Θεού είναι η αθανασία, άρα ο Ιησούς, αν ήταν θεός θα ήταν αθάνατος. Αθάνατος είναι αυτός που δεν μπορεί να πεθάνει. Κατ’ επέκταση αυτός ο οποίος δεν μπορεί να πεθάνει, ούτε και να αναστηθεί μπορεί, εφόσον η ανάσταση προϋποθέτει το θάνατο και ο θάνατος τη θνητότητα. Ακούγεται παράδοξο αλλά η υποθετική ανάσταση του Ιησού είναι απόδειξη της θνητότητας του. Κανένας πραγματικός θεός δεν μπορεί να πεθάνει και κατ’ επέκταση ούτε και να αναστηθεί.

Αν τον Ιησού ανέστησε ο Θεός, και δεν αυτοαναστήθηκε, όπως δηλώνουν οι Πράξεις και ο Πέτρος, τότε προφανώς ο Ιησούς δεν είναι θεός, εφόσον ο θεός δηλώνεται ως ξεχωριστό ον το οποίο επαναφέρει τον Ιησού στην ζωή. Περεταίρω εφόσον κατά τους μονοθεϊστές ο θεός είναι ένας,  ο Ιησούς πρέπει να θεωρηθεί ως άνθρωπος τον οποίο ο Θεός ανέστησε. Αν για λόγους συζήτησης δεκτούμε ότι απέθανε μόνο η θνητή φύση του Ιησού, ενώ η θεότητα παρέμενε αθάνατη, τότε πώς μπορεί κάποιος λογικά να αποδεκτεί ότι το Ον Ιησούς, ως μία και μοναδική προσωπική ύπαρξη ήταν ταυτόχρονα ζωντανός και νεκρός για κάποιες ώρες; Ή είσαι ζωντανός ή νεκρός, αποκλείεται να ισχύουν και τα δύο με βάση το αξίωμα της τυπικής λογικής. ( νόμος του αποκλεισμού του τρίτου ) Η άποψη των θεολόγων ότι  «πρόκειται για υπέρλογο άφατο μυστήριο» κατά τη γνώμη μου προσπαθεί να κρύψει το παράλογο πίσω από το υπερφυσικό.

Όπως το φεγγάρι είναι ετερόφωτο και χωρίς τον ήλιο είναι σκοτεινό και αθέατο, έτσι και ο Ιησούς δεν έχει τιμή και δόξα από μόνος του, αλλά λαμβάνει τις ιδιότητες αυτές από τον Θεό και πατέρα του. Αυτή τη διαπίστωση δεν την κάνω εγώ για να μειώσω τον ιδρυτή του χριστιανισμού, αλλά ο κορυφαίος κατά τους χριστιανούς απόστολος Παύλος. Λέγει ο Παύλος στην προς Εβραίους Ε 4-5 ότι «κανένας δεν λαμβάνει την τιμή της ιεροσύνης από μόνος του αλλά κατόπιν πρόσκλησης του θεού. Έτσι και ο Ιησούς δεν εδόξασε από μόνος του τον εαυτό του γινόμενος αρχιερέας, αλλά τον εδόξασε ο θεός πατέρας λέγοντας του ότι είναι ο υιός του τον οποίο αυτός γέννησε σήμερα.

Οι χριστιανοί ερμηνεύουν το «Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκα σε» ως απόδειξη ότι ο Ιησούς δεν είναι κτίσμα, αλλά υπήρχε πάντοτε, ως άναρχος θεός. Δεν θεωρώ λογική αυτή την ερμηνεία, ούτε πηγάζουσα από τα συμφραζόμενα. Αν ο Θεός γέννησε τον Ιησού, όπως αποδέχονται οι οπάδοι του, σημαίνει ότι προϋπήρχε αυτού, όπως το αίτιο προϋπάρχει του αποτελέσματος. Ακόμα ο χρονικός προσδιορισμός «σήμερα σε γέννησα» σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει από πάντα αλλά προσδιορίζει, ασαφώς βέβαια, μια χρονική στιγμή. Πριν από το σήμερα υπάρχει το χθες και μετά από αυτό το αύριο. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να ταυτίσουμε το σήμερα με το πάντα.

Η μη ταύτιση του θεού με τον Ιησού υπάρχει και σε άλλα κανονικά κείμενα που αποδίδονται σε κορυφαίους αποστόλους. Έτσι η αποκάλυψη, η οποία αποδίδεται από τους χριστιανούς στον Ιωάννη, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, αρχίζει έτσι: Αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, την οποία του έδωσε ο Θεός για να αποκαλύψει στους δούλους του αυτά τα οποία θα γίνουν σύντομα. Αλλά τι σημαίνει ότι την αποκάλυψη έδωσε ο θεός στον Ιησού; Προφανώς δύο πράγματα:

Α) Ότι ο Ιησούς δεν ταυτίζεται με το θεό αφού ο θεός είναι ένα ξεχωριστό ον το οποίο του δίνει την αποκάλυψη.

Β) Ότι ο Ιησούς δεν είναι παντογνώστης, αφού δεν ξέρει τα μελλοντικά γεγονότα που περιγράφονται στην αποκάλυψη. Αν τα ήξερε από μόνος του, ποιος ο λόγος να του δώσει την αποκάλυψη ο θεός; Έχουμε ήδη αποδείξει, σε προηγούμενη παράγραφο, ότι ο μη παντογνώστης είναι και μη θεός.

Μερικές γραμμές πιο κάτω (Α6) ο Ιωάννης αναφέρει ότι ο Ιησούς έκανε για τους πιστούς του βασιλεία, ονομάζοντας τους ιερείς του πατρός και θεού του. Ακόμα μια φορά ο θεός αναφέρεται ως ξεχωριστό πρόσωπο σε αντιδιαστολή με τον Ιησού. Παρόμοια ο Πέτρος στην 1η καθολική επιστολή του, (Α3) δοξολογεί το θεό, τον οποίο προσδιορίζει ως τον πατέρα του Ιησού. Οφείλουμε δοξολογία στο θεό, λέει ο Πέτρος επειδή « αυτός μας αναγέννησε με το πολύ έλεος του δια της αναστάσεως του Ιησού». Ο θεός λοιπόν ανασταίνει και δοξάζει ένα άνθρωπο, τον Ιησού. Διαφορετικά, αν ο Ιησούς ήταν ο θεός πώς θα μπορούσε να πεθάνει; 

Όταν προσπαθείς να τεκμηριώσεις απόψεις διαφορετικές από την επίσημη θέση της εκκλησίας, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού, τότε οι θεολόγοι σε κατηγορούν ότι απομονώνεις αποσπάσματα και διαστρεβλώνεις το νόημα τους. Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο και εύκολα γυρίζει σε μπούμερανκ για αυτούς που το διατυπώνουν. Αυτό γιατί:

Α) Οι ίδιοι οι θεολόγοι παραθέτουν χωρία από τη Γραφή για να τεκμηριώσουν τις απόψεις της εκκλησίας και ερμηνεύουν άλλα αμφίσημα χωρία που υποστηρίζουν αποκλίνουσες απόψεις, με τρόπο που να υποστηρίζονται οι απόψεις του χριστιανισμού, έστω και αντίθετα από την λογική ερμηνεία των συμφραζομένων. Αυτό δεν είναι απομόνωση και διαστρέβλωση χωρίων με βάση τα δικά τους κριτήρια; Φυσικά και είναι, αλλά κατά τους θεολόγους η εκκλησία έχει θεόθεν μονοπώλιο ορθότητας και αλήθειας, ευρισκόμενη στο απυρόβλητο κάθε λογικής κριτικής. Όποιος δεν συμφωνεί μαζί της θεωρείται εξ’ ορισμού λανθασμένος.  Η έλλειψη ποιότητας, λογικότητας και αξιοπιστίας είναι ολοφάνερη σε μια τέτοια επιχειρηματολογία.

Β) Η παραδοχή ότι κάποιος μπορεί, απομονώνοντας χωρία, να υποστηρίξει μια διαφορετική εκδοχή από το επίσημο δόγμα, αποδεικνύει ότι η κατά τους χριστιανούς λεγόμενη «αγία γραφή» είναι ένα αντιφατικό κείμενο, στο οποίο βρίσκεις αλληλοσυγκρουόμενες παραδοχές για το ίδιο γεγονός. Ποια αξιοπιστία μπορεί να έχει ένα κείμενο όταν σε  κάποια σημεία του αναιρεί όσα διατυπώνει αλλού;

Υπάρχει μεγάλη παρακαταθήκη χωρίων στα οποία μπορούμε να στηρικτούμε για να υποστηρίξουμε την άποψη ότι ο Ιησούς δεν είναι θεός. Σημαντικό μέρος αυτών έχουμε παραθέσει ανωτέρω. Πρέπει όμως να παραδεκτούμε ότι υπάρχουν και χωρία που μπορούν να υποστηρίξουν τη θεϊκότητα του Ιησού. Χαρακτηριστικότερο είναι το Ιωάννης Α1 στο οποίο ο Λόγος ορίζεται ως θεός. Μήπως τελικά ο Ιησούς είναι θεάνθρωπος; Ας ερευνήσουμε την εκδοχή αυτή με βάση την τυπική λογική.

Αν ο Ιησούς είναι θεάνθρωπος τότε είναι ταυτόχρονα φορέας θεϊκών και ανθρωπίνων ιδιοτήτων. Ποιες είναι αυτές οι ιδιότητες; Ας  παραθέσουμε τις κυριότερες εξ αυτών στον πίνακα που ακολουθεί:

 

Ανθρώπινες ιδιότητες

Θεϊκές ιδιότητες

Ο άνθρωπος είναι

Πεπερασμένος, ζει σε ορισμένο χώρο και χρόνο, είναι θνητός, έχει μερική γνώση, έχει πάθη, είναι προσιτός στις αισθήσεις

Ο θεός είναι

Άπειρος, πανταχού παρών παντογνώστης, πάνσοφος, , αιώνιος, αθάνατος, απαθής, απρόσιτος στις αισθήσεις

 

Από τον πίνακα προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Α) Ο Ιησούς ως άνθρωπος είναι πεπερασμένος, ως θεός είναι άπειρος. Ο «θεάνθρωπος» Ιησούς λοιπόν, ως ένα ον στο οποίο συνυπάρχουν η ανθρώπινη και η θεϊκή φύση, είναι απειροπεπερασμένος; Πώς μπορεί όμως λογικά να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αν είσαι άπειρος σημαίνει ότι δεν έχεις όρια, άρα δεν μπορείς να είσαι πεπερασμένος. Αν είσαι πεπερασμένος έχεις όρια, άρα δεν είσαι άπειρος. Όμως άπειρο και πεπερασμένο δεν μπορούν ταυτόχρονα να είναι τα χαρακτηριστικά του ενός και αυτού όντος. Το ένα αναιρεί το άλλο, είναι αντιφατικά. Ισχυρισμός περί υπέρλογου θεωρώ ότι αποτελεί υπεκφυγή και κρύψιμο του παράλογου του απειροπεπερασμένου όντος, το οποίο υποτίθεται είναι ο Ιησούς.

Β) Η εκκλησία διδάσκει ότι ο θεός είναι παντού και γεμίζει δια της παρουσίας του τα πάντα. Είναι ο « πανταχού παρόν και τα πάντα πληρών». Ο άνθρωπος Ιησούς προφανώς έδρασε σε ορισμένο χώρο, δηλαδή τη γεωγραφική περιοχή της Παλαιστίνης. Τι γίνεται όμως με το «θεάνθρωπο» Ιησού;. Εξορισμού πρέπει ταυτόχρονα να εντοπίζεται σε ορισμένο σημείο, αλλά και παντού. Λογικά δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πώς μπορείς άραγε να περιορίσεις ένα άπειρο ον σε ένα πεπερασμένο σώμα;. Αν δε η θεότητα είναι παντού πώς μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι μόνο στο πεπερασμένο σώμα του Ιησού; Δηλαδή ο Ιησούς ήταν ταυτόχρονα και μέσα και έξω από το σώμα του; Αν αυτό είναι αλήθεια, προφανώς η ενανθρώπιση του θεού δεν ισχύει. Ένα ανθρώπινο σώμα αποτελεί ένα απειροελάχιστο μέρος του παντός και η αναλογία της θείας ουσίας που αναλογεί σε αυτό είναι πρακτικά μηδενική. Όπως όταν διαιρείς μια πεπερασμένη ποσότητα δια του απείρου το πηλίκον τείνει προς το μηδέν, έτσι και η πιθανότητα συγκέντρωσης μιας πανταχού παρούσας ουσίας σε ένα σημείο είναι μηδενική.

Γ)Ο θεός είναι αθάνατος, ο άνθρωπος όμως υπόκειται στη μοίρα του θανάτου, είναι θνητός. Αν ο Ιησούς είναι θεάνθρωπος τότε είναι ένα ον ταυτόχρονα θνητό και αθάνατο. Αυτός ο ισχυρισμός όμως δεν μπορεί λογικά να ισχύει, αφού αθάνατος είναι αυτός που δεν μπορεί να πεθάνει, ο μη θνήτος. Ένα Ον δεν μπορεί να είναι και να μην είναι κάτι, ο «θνητοαθάνατος» λοιπόν Ιησούς είναι ένα ον αδύνατο στη σφαίρα της λογικής.

Δ) Ο θεός εξ ορισμού είναι πάνσοφος. Η γνώση του ανθρώπου είναι μερική. Αν ο Ιησούς είναι θεάνθρωπος σημαίνει ότι κατέχει όλη τη γνώση. Πώς μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα κάτοχος της πλήρους γνώσεως και ταυτόχρονα να έχει μερική άγνοια; Ή το ένα συμβαίνει ή το άλλο. Η ταυτόχρονη ισχύς των δύο αυτών αντιφατικών χαρακτηριστικών είναι αδύνατη.

Ε) Ο θεός είναι απαθής ο άνθρωπος εμπαθής. Ο θεάνθρωπος Ιησούς, όπως κουραστικά επαναλαμβάνουμε, έχει πάθη ως άνθρωπος και ταυτόχρονα είναι απρόσβλητος από αυτά ως θεός. Ακόμα μια αξεπέραστη αντίφαση. Απαθής και εμπαθής ταυτόχρονα; Αδύνατο. το ένα ακυρώνει το άλλο.

 Το γεγονός όμως ότι οι θεολόγοι αναφέρονται στα πάθη του Ιησού επί του σταυρού, φανερώνει ότι αυτός ήταν άνθρωπος. Αν ήταν θεός τα πάθη δεν έχουν έννοια εφόσον ο θεός δεν αισθάνεται πόνο. Πώς γίνεται στον ίδιο χωροχρόνο να αισθάνεσαι και να μην αισθάνεσαι πόνο; Να είσαι άνθρωπος που υποφέρει ένα φρικτό θάνατο και ταυτόχρονα απαθής και μακάριος θεός απρόσιτος από τη σωματική οδύνη; Πώς μπορείς να καρφώσεις το θεό πάνω σε ένα ξύλο και να τον κάνεις να πονέσει; Γιαυτό διάφορες παραφυάδες του χριστιανισμού οι οποίες εξοντώθηκαν από την εκκλησία, υποστηρίζουν τροποντινά ότι τα πάθη ήταν εικονικά. Διότι άνθρωποι με στοιχειώδη λογική καταλαβαίνουν ότι ένα ον που πάσχει, σταυρώνεται και ανασταίνεται, απλώς δεν μπορεί να είναι θεός. Ένας δε θεϊκό ον ούτε υποφέρει από σωματικούς πόνους, ούτε υποκύπτει σε δολοφονικό θάνατο, ούτε ανασταίνεται αφού η ανάσταση προϋποθέτει το θάνατο.

Ακόμα και η λέξη ανάσταση είναι όμως λανθασμένη, γιατί δεν σημαίνει την επαναφορά κάποιου στη ζωή, αλλά το ξανασήκωμα κάποιου που έχει πέσει. Η λέξη η οποία σημαίνει την επαναφορά κάποιου στη ζωή είναι η αναζωογόνηση. Προφανώς οι συντάκτες του ευαγγελίου αγνοούν τη σημασία της λέξης.

Ο θεός είναι απρόσιτος στις αισθήσεις και αόρατος, ο άνθρωπος ορατός και προσιτός. Τι έβλεπαν οι άνθρωποι; Ένα ανθρώπινο ον. Αν ο Ιησούς ήταν απρόσιτος στις αισθήσεις ως θεός, πώς τον έβλεπαν οι άνθρωποι;

Γενικά η θεανθρώπινη υπόσταση του Ιησού μόνο ως λεκτικό σχήμα μπορεί να υπάρξει. Η λογική, η πραγματικότητα και η πλειονότητα των χωρίων της καινής διαθήκης, αποδεικνύουν το αυτονόητο, ότι ο Ιησούς, αν υπήρξε, δεν ήταν θεός.

Παραπομπές 5ου κεφαλαίου

Ματθαίος ΙΘ 17 « Ο δε είπεν αυτώ. Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός.

Μάρκος Ι 18 « Ο δε Ιησούς είπεν αυτώ: «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μή εις ο Θεός »

Λουκάς ΙΗ 19 «είπε δε αυτώ ο Ιησούς: «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ειμή εις ο Θεός »

Ματθαίος ΚΖ 46 « Περί δε την ενάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων. Ηλί, Ηλί λιμά σαβαχθανί; Τουτ’ έστι Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλειπες;

Μάρκος ΙΕ 34 « και τη ώρα τη ενάτη εβόησεν ο Ιησούς λέγων. Ελωί Ελωί λιμά σαβαχθανί; Ο έστι μεθερμηνευόμενον, ο θεός μου ο θεός μου εις τι με εγκατέλειπες; 

Ματθαίος Ε 8 « Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί θεού κληθήσονται »

Ιωάννης Ε 19-20 « απεκρίνατο ουν ο Ιησούς και είπεν αυτοίς. Αμήν αμήν λέγω υμίν, ου δύναται ο υιός ποιείν αφ’ εαυτού ουδέν, αν μη τι βλέπει τον πατέρα ποιούντα. Α γαρ αν εκείνος ποιεί, ταύτα και ο υιός ομοίως ποιεί»

Ιωάννης Ε 26-27 « ώσπερ γαρ ο πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ, ούτως έδωκε και τω υιώ ζωήν έχειν εν εαυτώ και εξουσίαν έδωκεν αυτώ και κρίσιν ποιείν, ότι υιός ανθρώπου εστί»

Ιωάννης Ε 30 « Ου δύναμαι εγώ ποιείν απ’ εμαυτού ουδέν. Καθώς ακούω κρίνω, και η κρίσις η εμή δικαία εστίν. Ότι ου ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντος με πατρός»

Ιωάννης Στ 38 « ότι καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ, ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντος με.

Ιωάννης ΙΒ 49 « ότι εγώ εξ εμεαυτού ουκ ελάλησα, αλλ’ ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τι ειπώ και τι λαλήσω» 

Ιωάννης ΙΓ 31 « Ότε ουν εξήλθε, λέγει ο Ιησούς. Νύν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ»

Ιωάννης ΙΔ 10 «ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί; Τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν απ’ εμαυτού ου λαλώ. Ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα»

Ιωάννης ΙΔ 28 « ...ει ηγαπάτε με εχάρητε αν ότι είπον, πορεύομαι προς τον πατέρα. Ότι ο πατήρ μου μείζων μου έστι »

Ιωάννης ΙΕ 10 « .... εγώ τας εντολάς του πατρός μου τετήρηκα και μένω αυτού εν τη αγάπη»

Ιωάννης  Κ 17 « Λέγει αυτή ο Ιησούς. Μη μου άπτου. Ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου. Πορεύου δε προς στους αδελφούς μου και είπε αυτοίς. Αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» 

Ματθαίος ΙΓ 32 « Περί δε της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν τω ουρανώ, ουδέ ο υιός, ει μη ο πατήρ »

Ματθαίος ΚΔ 36 «Περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι  των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος »

Α Κορινθίους ΙΕ 21-22 « επειδή γαρ δι ανθρώπου ο θάνατος, και δι ανθρώπου ανάστασις νεκρών. Ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται »

Α Κορινθίους ΙΑ 3 «Θέλω δε υμάς ειδέναι ότι παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστί, κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε Χριστού ο Θεός»

Εφεσίους Α17 « Ίνα ο θεός του Κυρίου υμών Ιησού Χριστού, ο πατήρ της δόξης, δώη υμίν πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως εν επιγνώσει αυτού...»

Εφεσίους Δ 6 « Εις Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων, και δια πάντων, και εν πάσιν υμίν »

Λουκάς ΚΔ 5- 6 « ...τι ζητείτε το ζώντα μετά των νεκρών; Ουκ’ έστιν ώδε, αλλ’ ηγέρθη..»

Πράξεις ΙΓ 37 « ον δε ο Θεός ήγειρεν, ουκ είδεν διαφθοράν»

Α Πέτρου 21 « Τους δι αυτού πιστεύοντας εις τον Θεόν τον εγείραντα αυτόν εκ νεκρών και δόξαν αυτώ δόντα ...»

Εβραίους Ε 4-5 « και ουχ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν, αλλά καλούμενος υπό του Θεού, καθάπερ και Ααρών. Ούτω και ο Χριστός ουχ εαυτόν εδόξασεν γεννηθήναι αρχιερέα, αλλά ο λαλήσας προς αυτόν. Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκα σε

Αποκάλυψις Α 1 « Αποκάλυψις Ιησού Χριστού, ην έδωκεν αυτώ ο Θεός, δείξαι τοις δούλοις αυτού α δει γενέσθαι εν τάχει...» 

Α Πέτρου 3 « Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του κυρίου υμών Ιησού Χριστού, ο κατά το πολύ αυτού έλεος αναγεννήσας ημάς εις ελπίδα ζώσαν δι’ αναστάσεως Ιησού Χριστού εκ νεκρών»» 

Αποκάλυψις Α 6 « και εποίησεν υμάς βασιλείαν, ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού..»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου