Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Παρμενίδη: Περί μηδενός και νοήσεως


Το μηδέν η δόξα και η νόηση

Μπορούμε να πλησιάσουμε το μηδέν αποφατικά. Να πούμε τι δεν είναι. Δεν μπορούμε να πούμε τι είναι, γιατί αν το κάναμε τότε θα του δίναμε υπόσταση που δεν  έχει. Έτσι μπορούμε να πούμε για το μηδέν ότι:

1. Δεν ταυτίζεται με τον κενό χώρο.

2. Είναι στην ουσία του αδιανόητο και ασύλληπτο στη νόηση. Είναι  απροσδιόριστο, ανύπαρκτο, ασύλληπτο, απερίγραπτο και απροσπέλαστο. Στο απόσπασμα 2 ο Παρμενίδης διατυπώνει την κρίση αυτή με τους ακόλουθους στίχους:

«Ούτε γαρ αν γνοίης το γε μη εόν ( ου γαρ άνυστον ) ούτε φράσαις»
δηλαδή:
«Αυτό που δεν είναι δεν μπορείς να το γνωρίσεις, ούτε μπορείς λεκτικά να το περιγράψεις»

Παραμένει όμως μια σκιά στην υπόθεση ότι το εντελώς ασύλληπτο στη διάνοια είναι και ανύπαρκτο, εφόσον σκεπτόμαστε και γράφουμε γι’ αυτό, διατυπώνοντας τα της ανυπαρξίας του. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το μηδέν υπάρχει επειδή διατυπώνουμε κρίσεις περί αυτού; Ο Παρμενίδης δεν θα μπορούσε να δει την ύπαρξη και το μηδέν διαζευκτικά, ως όψεις μιας υπέρ-πραγματικότητας, η οποία τα συνέχει με βάση την  ενότητα των αντιθέτων. Θεωρεί μια τέτοια άποψη αστήρικτη δοξασία στην οποία δεν φωλιάζει η βεβαιότητα της αλήθειας. Όπως το θέτει χαρακτηριστικά, οι αντιφατικές δοξασίες είναι:

«βροτών δόξας, ταις ουκ ένι πίστις αληθής» (απόσπασμα  1.30)
 « γνώμες θνητών στις οποίες δεν υπάρχει σίγουρη αλήθεια»

Είναι πράγματι απόλυτος στη θέση αυτή, όπως ένας προφήτης εξ’ αποκαλύψεως θρησκείας. Υπάρχουν, δογματίζει, δύο δυνατότητες. Δύο οδοί, μια αληθινή και μια εικονική. Το είναι και το μηδέν, δηλαδή η ύπαρξη και η ασύλληπτη από το νου ανυπαρξία. Οι οποίες υπάρχουν διαζευκτικά. Ή η μια ή η άλλη. Ποτέ ταυτόχρονα γιατί αλληλοαναιρούνται. Όπως ένα σωματίδιο ύλης τη στιγμή που συναντά σωματίδιο αντί-ύλης. Θυμίζουν τη λογική αρχή της αντίφασης, την οποία εξέλιξε και διατύπωσε αργότερα ο Αριστοτέλης. Εφόσον λοιπόν το μη είναι παραμένει ασύλληπτο και αδιανόητο, με βάση την τυπική λογική, ως μόνη δυνατότητα ύπαρξης έχουμε το είναι.
Οι άνθρωποι συνήθως δεν αντιλαμβάνονται την απόλυτη ισχύ της λογικής αρχής της αντίφασης, γι’ αυτό μπορούν να αποδεχτούν τα πλέον αντιφατικά πράγματα, χωρίς να εξανίσταται ο νους τους.

Ο Παρμενίδης διατυπώνει την λογική αρχή του αποκλεισμού του τρίτου με την φράση ερώτημα:

« Η δε κρίσις περί τούτων εν τωδ’ έστιν. «έστιν ή ουκ έστιν» (απόσπασμα 8 15-16)
Δηλαδή...Η κρίση γι’ αυτά είναι η ακόλουθη: Ή το είναι ή το μη είναι »

Δεν υπάρχει προφανώς τρίτη δυνατότητα. Μαύρο ή άσπρο. Μέρα ή νύκτα. Ή το είναι υπάρχει ή το ανύπαρκτο μη είναι δεν είναι ανύπαρκτο τελικά. Δεν υπάρχει γέφυρα που συνενώνει τα δύο, ή μια εντελώς ξένη και τρίτη κατάσταση.
Το μη είναι  σκοτεινό, ασύλληπτο στη νόηση και άπειρο, μη ορισμένο, προσομοιάζει στην ουσία του χριστιανικού θεού που είναι απροσπέλαστη από τη νόηση μας. Μιλούμε γι’ αυτόν, παρά  ταύτα είναι ασύλληπτος κατ’ ουσία. Ορίζεται σε αντίθεση με το είναι του κόσμου, το οποίο μπορεί να οριστεί και μετρηθεί με το μυαλό μας. Η υπόθεση ότι ο νους είναι το μέτρο του υπαρκτού μπορεί να τεκμηριωθεί και να οριστούν οι παράμετροι της. Η διατύπωση του συμπεράσματος αυτού προκύπτει:

1. Από τη λογική αρχή του αποχρώντος λόγου, την τέταρτη αρχή της τυπικής λογικής, που με απλά λόγια λέγει ότι κάτι είναι σωστό αν μπορούμε να το αποδείξουμε ως τέτοιο.

2. Από τη λογική αρχή της ταυτότητας. Αυτή ορίζει το γεγονός ότι το Ον ταυτίζεται μόνο με τον εαυτό του και τίποτε άλλο. Το Α ταυτίζεται με το Α και μόνο. Η αυθαίρετη ταύτιση του με το Β στερείται αληθείας, ή το Α στερείται υπόστασης ως αυθεντικό Α. Μπορώ όμως να ταυτίσω το μηδέν με τον εαυτό του; Η απάντηση είναι αρνητική γιατί δεν υπάρχει τίποτε για να ταυτιστεί.

Δόξα: Η άλογη σύλληψη του κόσμου από τους ανθρώπους

Γιατί οι άνθρωποι στηρίζουν αντιφατικές δοξασίες; Γιατί δεν μπορούν να συλλάβουν την αλήθεια; Ο Παρμενίδης απαντά στο ερώτημα με τη διαπίστωση ότι λείπει από τους πολλούς η λογική σκέψη. Όχι μόνο δεν έχουν μια αυστηρή λογική μέθοδο για να συλλάβουν το Ον, αλλά στηρίζονται άκριτα στις υποκειμενικές εμπειρίες των αισθήσεων  και τις μαρτυρίες εξ’ ακοής οι οποίες τους ξεγελούν. Περιγράφει χαρακτηριστικά την κατάσταση αυτή στο απόσπασμα 6:

Χρή το λέγειν το νοείν τ’ εόν εμμέναι. Έστι γαρ είναι, μηδέν δ’ ούκ εστίν. Τα σ’ εγώ φράζεσθαι άνωγα. Πρώτης γαρ τ’ αφ οδού ταύτης διζήσιος <άρξει>, αυτάρ έπειτ’ από της ην δη βροτοί ειδότες ουδέν πλάττονται, δίκρανοι. Αμηχανίη γαρ εν αυτών στήθεσιν ιθύνει πλακτόν νόον. Οι δε φορούνται. Κωφοί όμως τυφλοί τε, τεθηπότες, άκριτα φύλα, οις το πέλειν τε και ουκ είναι ταυτόν νενόμισται κου ταυτόν, πάντων δε παλίντροπος εστί κελευθός
 Δηλαδή......
Το είναι απαραίτητα εκφράζεται διαμέσου του λόγου και της νόησης, αφού η νόηση σηματοδοτεί τη δυνατότητα του  να υπάρχει, ενώ το μη είναι (που δεν νοείται ) δεν υπάρχει Αυτά (εγώ η θεά ) σε διατάζω να πεις. Θα ξεκινήσεις με αυτή την οδό της έρευνας, αλλά κατόπιν και με την οδό των θνητών, που δεν γνωρίζουν τίποτε, που είναι φορείς αντιφατικών γνωμών, (δίγνωμοι) αφού η έλλειψη  μεθόδου οδηγεί τον ζαλισμένο νου τους. Παρασύρονται έτσι οι άνθρωποι και πιστεύουν ότι τα αντίθετα είναι και δεν είναι τα ίδια. Ο δρόμος τους δεν τους οδηγεί πουθενά, κάνουν κύκλους στο κενό και φτάνουν με τον χαμένο κόπο τους στην αφετηρία από όπου ξεκίνησαν.

Διακρίνουμε ένα απόλυτο μονισμό στην σκέψη του Παρμενίδη. Ένα το Ον και ένας ο δρόμος που οδηγεί στη σύλληψη του, η νόηση. Μια η αλήθεια και αυτή μόνο με τη λογική γίνεται αντιληπτή. Το Ον ταυτίζεται με την αλήθεια, την απόλυτη ενότητα. Όλα τα άλλα είναι αστήρικτες δοξασίες που οι αισθήσεις γεννούν στο νου των θνητών για να τους πλανήσουν.
Απορρίπτει λοιπόν συλλήβδην ο Ελεάτης μια κοσμολογία στηριγμένη στις αισθήσεις και την εμπειρία μόνο; Αυτό είναι αναμφίβολο. Όμως οι αισθήσεις δεν παύουν να είναι μια πηγή  νοητικού υλικού. Το μυαλό πρέπει να κάνει το διαχωρισμό. Να δει πίσω από τη φαινομενική μεταβολή το αμετάβλητο. Μια κοσμολογία της αλλαγής απέχει από τον πυρήνα της αλήθειας. Μπορεί όμως να χρησιμεύσει για δύο πράγματα:

1. Είτε ως καθημερινό βοήθημα διαχείρισης του κόσμου. Αυτό απέχει βέβαια της ακριβούς περιγραφής, όμως μας βοηθά να αποκτήσουμε μερική γνώση, χρήσιμη για την καθημερινότητα μας. Γιατί πέραν της απόλυτης αλήθειας, υπάρχουν οι σχετικές και μεταβαλλόμενες αλήθειες της εμπειρίας των ανθρώπων. Με βάση τη σχετική διατύπωση του Παρμενίδη:

«τω παντ’ όνομα έσται όσα βροτοί κατέθεντο πεποιθότες είναι αληθή» Απόσπασμα 8, στίχος 3
Δηλαδή:
όλα όσα δημιούργησαν οι άνθρωποι είναι ονόματα (μερικών και επιμέρους αληθειών )

2. Είτε ως αρνητικό κριτήριο, για να διαχωρίσουμε το απατηλό και επουσιώδες από το αληθινό και το ουσιώδες

Τα φαινόμενα απατούν, η εμπειρία οδηγεί σε λανθασμένες, παραπλανητικές, ή στην καλύτερη περίπτωση μερικές αλήθειες, που στέκουν στον τοπικό χρόνο και στον τοπικό χώρο και όχι στην αιωνιότητα. Σε αντίθεση με τον Ηράκλειτο που ταυτίζει την ύπαρξη με τη συνεχή μεταβολή και το αιώνιο γίγνεσθαι, ο Παρμενίδης απεχθάνεται την μεταβολή, λατρεύει τη σταθερότητα ενός κόσμου κατά βάση αναλλοίωτου και αιώνιου και βλέπει στο γίγνεσθαι την επιφάνεια και όχι την ουσία. Ο Heidegger στο βιβλίο του «Εισαγωγή στην μεταφυσική» συλλαμβάνει το Ελληνικό πνεύμα ως τη διαχρονική πάλη ορισμού και διαχωρισμού του είναι και του γίγνεσθαι. Λέγει στη σελίδα 149

«Η σκέψη και η ύπαρξη των Ελλήνων ήταν αγώνας για διάκριση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του είναι και γίγνεσθαι και του είναι και του φαίνεσθαι»

Στην ουσία ο Παρμενίδης όπως και οι άλλοι μεγάλοι διανοητές παλεύουν με αυτά τα ερωτήματα:

1. Ποιο είναι το αμετάβλητο/ αληθές και ποιο το μεταβαλλόμενο/ ψευδές στοιχείο αυτού του κόσμου;

2. Τι υπόκειται σε μεταβολή και τι είναι άφθαρτο στην αιωνιότητα;

3. Ποιο είναι το φαινομενικό, το επιφανειακό, το επουσιώδες και ποια η ουσία, το είναι, η μοναδική αλήθεια της πραγματικότητας;

Οι δημιουργοί των γνωμών έχουν, κατά τον Παρμενίδη,  αποτύχει να συλλάβουν τον απόλυτο χαρακτήρα του γεγονότος της ύπαρξης. Ελκύονται από την λαγνεία των λέξεων και κάτω από τα λεκτικά σχήματα κρύβουν την άγνοια τους. Έχουν απαντήσει λανθασμένα τις ανωτέρω ερωτήσεις. Συγχύζουν το γίγνεσθαι με το είναι.

Νόηση

Πώς ο Παρμενίδης ορίζει τη νόηση; Έχουμε ήδη αναφερθεί στην ταύτιση της με την ύπαρξη, αλλά τι είναι το περιεχόμενο, η ουσία του νοείν; Η νόηση για τους Ελεάτες δεν είναι η σκέψη, η θολή, ατέρμονη περιδιάβαση του νου στα εμπειρικά φαινόμενα, ούτε το επιφανειακό, επιπόλαιο ψάξιμο της πραγματικότητας. Νόηση είναι η αντίληψη του πυρήνα της ύπαρξης. Αυτή πρέπει να είναι αφενός λογική και άμεση, αφετέρου ενορατική και αφαιρετική. Αφαιρετική γιατί μέσα από την φαινομενική πολλαπλότητα πρέπει να συλλάβει την ενότητα, μέσα από τη φαινομενική κίνηση και  μεταβολή το αναλλοίωτο και ακίνητο της πραγματικότητας. Ενορατική γιατί η νόηση εργάζεται όχι μόνο γραμμικά δια του Λόγου, αλλά και επεκτατικά κάνοντας άλματα. Ο Λόγος είναι απαραίτητος και συνεχής, ενώ η ενόραση έρχεται επικουρικά. Η σκέψη εργάζεται κυρίως δια του Λόγου και χωρίς αυτόν δεν μπορεί να συλλάβει το Ον . Αυτό δηλώνει και η αρχή του 6ου αποσπάσματος, ως εξής:

«Χρη το λέγειν το νοείν τ’ εόν έμμεναι» 6.1 Δηλαδή.... «το είναι που ταυτίζεται με το «νοείν» απαραίτητα εκφράζεται με τον λόγο»

Ο άνθρωπος που νοεί διαλέγεται με το Ον. Προφανώς αν  διαλέγεται με το ανύπαρκτο, η νοητική του ενασχόληση θα καταλήξει σε αδιέξοδο. Οποιαδήποτε αλήθεια δεν είναι διαχρονική, αιώνια και αναλλοίωτη είναι «μη αλήθεια». Αυστηρώς ομιλούντες ο διάλογος για την απόκτηση της είναι μάταιος, εφόσον δεν υπάρχει κάτι σταθερό πάνω της, επί του οποίου να κτίσεις τη γνώση. Προφανώς, αν η μελέτη μας αφορά μόνο τον κόσμο του γίγνεσθαι, καταλήγουμε σε αδιέξοδο. Πώς όμως προφυλάγουμε τη νόηση από την παγίδευση στον κόσμο του μεταβλητού; Με το να περάσουμε το αντικείμενο του νοητικού μας διαλόγου από τα κριτήρια του Παρμενίδη. Τα επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά:

1. Αυτό που «υπάρχει πραγματικά», συλλαμβάνεται δια της νόησης κυρίως και όχι δια των αισθήσεων.  Το αντίθετο είναι συνήθως το ανυπόστατο και ανύπαρκτο.

2. Η άποψη που υποστηρίζει ότι η ύπαρξη «είναι και δεν είναι ταυτόχρονα» ισούται με αυταπάτη, είναι λανθασμένη. Είναι αυτό που ο Παρμενίδης περιφρονητικά χαρακτηρίζει «δόξα» δηλαδή διάδοση των θνητών. Είναι η αντίφαση, η μάνα κάθε νοητικής αυθαιρεσίας.

3. Ο φιλόσοφος πρέπει να γνωρίζει τις δοξασίες των θνητών, όχι γιατί είναι αληθινές, αλλά ακριβώς ως άσκηση αναγνώρισης του λάθους. Η γνώση του λάθους, αποτελεί μέρος της αλήθειας, αφού ότι δεν είναι λάθος, αναγκαστικά είναι ορθό. Ξέροντας ο νους πιο δρόμο να αποφύγει, θα οδηγηθεί νομοτελειακά στη σωστή ατραπό.

4. Η δοξασία πολλές φορές φαίνεται να έχει ως αντικείμενο της το είναι. Τυγχάνει κάποτε και αυτή η περίπτωση,  πρέπει όμως να αποδειχθεί. Άκριτες απόψεις συνήθως είναι ψευδείς, λανθασμένες, απατηλές. Ο γνήσιος φιλόσοφος, όπως και ο αδαής θνητός, κάποτε μελετούν το ίδιο πράγμα. Η διαφορά είναι  ότι ο δεύτερος κατά τύχη και χωρίς να το γνωρίζει έχει συλλάβει το ορθό. Εναπόκειται στην ορθή νόηση να δώσει έρεισμα αληθείας και άρα ύπαρξης στην άποψη.


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου