Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Παρμενίδης, βίος και γενική αναφορά στο Σύγγραμμα "Περί Φύσεως"


Εισαγωγή

Εν αρχή ην ο μύθος. Οι άνθρωποι έθεταν τα ερωτήματα και έδιναν  εύκολες  απαντήσεις, που σήμερα θα ικανοποιούσαν μόνο παιδιά. Έφτιαξαν τους θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωση τους και τους απέδωσαν τη δημιουργία του κόσμου. Οι ερμηνείες τους, απλοϊκές και αυθαίρετες, σίγασαν  την επιθυμία της γνώσης για πολύ καιρό. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι μέσα στη νάρκη της άγνοιας.  Ύστερα.....
Ύστερα γεννήθηκε ο Λόγος. Τέθηκαν ξανά τα μεγάλα ερωτήματα. Ποιος δημιούργησε τον κόσμο; Είναι το σύμπαν σταθερό και αναλλοίωτο ή συνεχώς μεταβαλλόμενο; Υπάρχει και άλλη πραγματικότητα πέραν της υλικής; Ποιες είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου; Υπάρχουν πραγματικά οι Θεοί και ποιος είναι ο ρόλος τους στο γίγνεσθαι του κόσμου; Μπορεί η νόηση να εξηγήσει το μυστήριο του κόσμου αλλά και του ανεξιχνίαστου εσωτερικού μας σύμπαντος; Ποια η σχέση νόησης και ύπαρξης; Όμως τώρα οι πρωτοπόροι διανοητές δεν ζητούσαν απλοϊκά παραμύθια για απάντηση, αλλά έρευνα, λογική τεκμηρίωση, αποδείξεις, αληθείς απαντήσεις. Ο νους ύψωσε το ανάστημα του για πρώτη φορά και αναμετρήθηκε με το άγνωστο, την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία.. Έτσι γεννήθηκε η φιλοσοφία. Που όμως έγινε η μεγάλη αυτή πρόοδος;
Η Ιωνία και η Μεγάλη Ελλάδα. Να οι δύο πρώτες κοιτίδες της φιλοσοφικής σκέψης. Ο Ηράκλειτος από την Έφεσο, ο Παρμενίδης από την Ελέα, ο Πυθαγόρας, είναι μερικές από τις μεγάλες μορφές, που θεμελίωσαν το ταξίδι της γνώσης. Ένα ταξίδι το οποίο με διαλείμματα συνεχίζεται ως σήμερα..
Ο Παρμενίδης ο Ελεάτης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Έχουν διασωθεί 19 μόλις αποσπάσματα από το ποίημα του Περί φύσεως, λίγο περισσότερο από εκατό στίχοι. Μέσα από τα ψήγματα  αυτά όμως, αναδύεται μια θεωρία λογική, συμπαγής, δυσνόητη αλλά τεκμηριωμένη, που εξηγεί την ουσία της ύπαρξης και τη σχέση της με τη νόηση. Οι λογικές συνεπαγωγές και οι προεκτάσεις της απασχολούν έκτοτε τους μεγάλους διανοητές του κόσμου. Η ενασχόληση με την Γνωσιολογία και την Οντολογία του Παρμενίδη, απετέλεσε το πεδίο έρευνας πνευμάτων της ανθρώπινης ιστορίας του διαμετρήματος του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη  του Καντ, του Σπινόζα του Έγελου και άλλων. Αυτά τα κολοσσιαία πνεύματα  ενδιέτριψαν, κατανόησαν και επέκτειναν τη θεμελιακή γνώση που διατύπωσε ο μέγας διανοητής της Ελέας.
 Στα πλαίσια αυτά είδα τη μελέτη της Παρμενίδειας φιλοσοφίας ως μια πρόκληση για να διευρύνω τους  πνευματικούς μου ορίζοντες. Προβληματίστηκα, αγωνίστηκα να νοήσω την ουσία πίσω από τις δυσνόητες λέξεις. Να κατανοήσω τους προβληματισμούς και να βαδίσω την δύσκολη οδό της νοητικής ανάβασης. Ακολούθως να διατυπώσω και αποδώσω  τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματα με στρωτό και, κατά το δυνατό, βατό γραπτό λόγο.
Η παρουσίαση του Παρμενίδη αρχίζει με τα βιογραφικά στοιχεία που διασώθηκαν γι’ αυτόν. Ακολούθως παραθέτω και επεξηγώ τα αποσπάσματα του γραπτού του έργου που διασώθηκαν.  Η Παρμενίδια κοσμοθεωρία και οι τρόποι απόδειξης υποθέσεων που προκύπτουν από αυτήν είναι το επόμενο κεφάλαιο της μελέτης. Ακολουθεί η Οντολογία. Παρουσιάζεται η έννοια της ύπαρξης και καταγράφονται και εξηγούνται τα χαρακτηριστικά της. Το ίδιο γίνεται και για το Μη Ον που ταυτίζεται με τις ανθρώπινες δοξασίες οι οποίες, παρόλο που δεν ταυτίζονται με την τεκμηριωμένη αλήθεια, επίσης μελετούνται από τον Παρμενίδη, για να αποσαφηνιστεί αν υπάρχει πυρήνας γνώσης πίσω από τις ανερμάτιστες επιφανειακές αιτιάσεις .
Η θεωρία του μεγάλου Ελεάτη δεν μπορεί να παρουσιαστεί εκτός του πολιτισμικού περιβάλλοντος που τη γέννησε. Στα πλαίσια αυτά παρουσιάζεται αυτή συγκριτικά με τα άλλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής των προσωκρατικών. Περαιτέρω παρουσιάζουμε την επίδραση που αυτή άσκησε στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Οι κορυφαίες αυτές προσωπικότητες, ιδίως ο πρώτος, επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον Παρμενίδη. Ο Πλάτωνας ενστερνίστηκε την φιλοσοφία του Παρμενίδη, εκτίμησε το διανοητικό του ανάστημα, έκτισε πάνω σε αυτή και την επέκτεινε. Ο Αριστοτέλης, πιο αποστασιοποιημένος, καταγράφει στο έργο του σχόλια για την Παρμενίδεια θεωρία, την οποία παρουσιάζει σε αντιπαραβολή με τις δικές του θέσεις
Η φιλοσοφία του Παρμενίδη επιβιώνει μέχρι σήμερα στη δυτική επιστήμη και διανόηση, όπως αυτές αναστήθηκαν από το ζόφο του χριστιανικού μεσαίωνα. Στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτό το δεδομένο παρατίθενται και ανιχνεύονται οι επιδράσεις του διανοητή της Ελέας στο έργο μεγάλων διανοητών  και επιστημόνων. Ακόμα και σε κορυφαίες διάνοιες των θετικών επιστημών του 20ου αιώνα ανιχνεύονται, ως υπόστρωμα και θεμέλιο, οι διανοητικές προτάσεις του στοχαστή της Ελέας
Κάπου εδώ το ταξίδι θα τελειώσει. Έκανα ότι μπορούσα. Προσπάθησα να κατανοήσω και να μεταδώσω αυτό που κατανόησα. Η όλη εργασία είναι απλά μια εισαγωγή σε ένα τεράστιο θέμα. Ελπίζω η  μελέτη αυτή μια αφετηρία για τις δικές σας γνωσιολογικές αναζητήσεις. Μια αρχή για ένα μαγευτικό παιγνίδι στον συναρπαστικό και χωρίς τέλος κόσμο της γνώσης.

Βίος και συγγραφή

Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του Παρμενίδη. Γεννήθηκε στην Ελέα (Υέλη) της Κάτω Ιταλίας. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, στο έργο του Βίοι Φιλοσόφων αναφέρει ότι ο φιλόσοφος έφτασε στην ακμή των δραστηριοτήτων του κατά τη διάρκεια της 69ης Ολυμπιάδας. (504-501 π.χ. ) Αν αυτό αληθεύει, σημαίνει ότι γεννήθηκε γύρω στο 540 ΠΧ . Από την άλλη ο Πλάτωνας αναφέρει ότι ο Παρμενίδης, συνοδευόμενος από τον μαθητή του Ζήνωνα, επισκέφθηκε την Αθήνα. Ήταν τότε 65 χρόνων και έγινε δάσκαλος του εφήβου Σωκράτη. Ο Πλάτωνας στο Θεαίτητο βάζει τα πιο κάτω λόγια στο στόμα του Σωκράτη, ο οποίος λέγει για τον μεγάλο δάσκαλο :

«Όντας πολύ νέος πλησίασα αυτόν τον άνδρα που ήταν ήδη πολύ γέρος και μου φάνηκε να έχει φοβερό βάθος. Φοβούμαι λοιπόν μήπως δεν εννοήσουμε το περιεχόμενο των λόγων του και δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του» Πλάτωνας, Θεαίτητος, 183e

 Ο Σωκράτης γεννήθηκε το 470 π.Χ Η επίσκεψη λοιπόν του Παρμενίδη στην Αθήνα και η συνομιλία του με τον έφηβο Σωκράτη, πρέπει να έγινε μεταξύ του 455-450 π.Χ. Αν αυτός ο υπολογισμός είναι ορθός, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Παρμενίδης δεν γεννήθηκε πριν το 520 π.Χ, ενώ το 510 π.Χ, ως ημερομηνία γέννησης του, φαίνεται πολύ πιθανή. Έχουμε λοιπόν μια διαφωνία 20-30 χρόνων μεταξύ Πλάτωνα και Διογένη Λαέρτιου, αναφορικά με τη γέννηση του μεγάλου διανοητή. Μια ερμηνεία της διαφοράς είναι ότι ο Πλάτωνας περιγράφει μια φανταστική επίσκεψη του Παρμενίδη στην Αθήνα, ως αφορμή για να τον παρουσιάσει ως φιλόσοφο. Από την άλλη, ο Διογένης, ως μεταγενέστερος, ίσως να υπέπεσε σε κάποιο αριθμητικό λάθος στη χρονολόγηση του βίου του. Πώς παρουσιάζεται όμως ο Παρμενίδης από το μεγάλο Αθηναίο διανοητή;

Ο Πλάτωνας τον περιγράφει ως ήρεμο, αξιοπρεπή, ασπρομάλλη γέροντα με αριστοκρατική εμφάνιση. Όπως και ο Ηράκλειτος, ο Ελεάτης καταγόταν από αρχοντική γενιά, γεγονός που του επέτρεψε να αναδειχθεί σε  παράγοντα της πόλης. Αυτό τεκμαίρεται και από το γεγονός ότι πρόσφατα έχει ανακαλυφθεί στην περιοχή της αρχαίας Ελέας βάθρο αγάλματος με την επιγραφή:

Παρμενίδης, υιος του Πύρητος, ιατρός φιλόσοφος

Ο Πλούταρχος και ο Στράβωνας διασώζουν το γεγονός ότι ο Παρμενίδης νομοθέτησε στην Ελέα και ότι οι νόμοι του ήταν σε ισχύ πολλά χρόνια μετά το θάνατο του. Αυτό αποδεικνύει ότι έχαιρε μεγάλου σεβασμού και όχι άδικα. Η νομοθεσία που θέσπισε οδήγησε την πόλη σε ευημερία για δεκαετίες. Ποια ήταν όμως η πορεία του στον κόσμο της γνώσης;
Γράφτηκε ότι συναναστράφηκε με τον Πυθαγόρειο Αμεινία, ο οποίος επέδρασε στην απόφαση του να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία. Προφανώς γνώρισε την Πυθαγόρεια κοσμοθεωρία, αλλά είναι αβέβαιο αν ποτέ έγινε μέλος των πυθαγορείων. Τίμησε τον δάσκαλο του με το κτίσιμο μαυσωλείου. Η αναφορά ότι μαθήτευσε στον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, δεν είναι εξακριβωμένη απόλυτα, αφού λείπουν οι αποδείξεις της φυσικής παρουσίας του τελευταίου στην Ελέα. 
Έγραψε το ποίημα Περί φύσεως σε εξάμετρους στίχους, από το οποίο έχουν σωθεί αποσπάσματα. Άγνωστο είναι το τέλος της ζωής του. Το σίγουρο όμως είναι ότι τη διδασκαλία του συνέχισαν και επέκτειναν οι Ζήνωνας, Μέλισσος και Ξενοφάνης που έμειναν γνωστοί συλλογικά  ως η Ελεατική σχολή.

Γραπτό έργο

Το έργο  Περί φύσεως είναι επικό εξάμετρο ποίημα κατά τα πρότυπα του Ομήρου και της Θεογονίας του Ησιόδου. Σώθηκαν 19 αποσπάσματα, συνολικά 153 στίχοι. Η σκοπιμότητα της μορφής αυτής είναι η εύκολη απομνημόνευση. Σε μια εποχή που δεν ήξεραν όλοι να διαβάζουν και τα γραπτά κείμενα ήταν σπάνια, ακριβά και δυσεύρετα, η απομνημόνευση και η απαγγελία ήταν μια λύση γι’ αυτούς που ήθελαν να μάθουν. Προσπαθεί ακόμα δια της απαγγελίας να κάνει εύληπτη τη μετάδοση δύσκολων νοημάτων. Διαμέσου των στίχων του καταδεικνύει με λογικό τρόπο την ορθότητα των θέσεων,  χωρίς να γίνεται κουραστικός.
Η θεά που καθοδηγεί τον Παρμενίδη δεν δογματίζει όπως ο θεός του Μωυσή, αλλά διδάσκει. Έχει μέθοδο με την οποία εισάγει τις θέσεις του όπως και μέθοδο απόδειξης που είναι η τυπική λογική και θα την αναπτύξουμε περισσότερο αργότερα. Διατυπώνει επίσης ενδιάμεσα συμπεράσματα, τα οποία χρησιμοποιεί ως βάσεις για θεμελίωση των τελικών προτάσεων, την ορθότητα των οποίων θέλει να καταδείξει.
Μέριμνα του Παρμενίδη είναι η αξιοπιστία του λόγου. Την επιτυγχάνει με τον αποκλεισμό τόσο της αντίφασης, όσο και της αληθοφάνειας των ρηχών δοξασιών.

Μπορούμε να χωρίσουμε το ποίημα στα ακόλουθα μέρη:

1. Ο Δρόμος της αληθούς τεκμηριωμένης γνώσης:
Περιλαμβάνει τα αποσπάσματα 1-8 ως το στίχο 50 του ογδόου αποσπάσματος. (1- 8, 50 ) Χωρίζεται στα ακόλουθα:

1.1 Το προοίμιο που περιγράφει το ταξίδι στην θεά της αποκαλυπτόμενης γνώσης. (1)
1.2 Οι δρόμοι έρευνας για τη νόηση. (2.1-7.6)
1.3 Η ορθή μέθοδος απόδειξης. (8.1-8.50)

2. Οι αληθοφανείς δοξασίες των θνητών. (Αποσπάσματα 8:51-19.0) Περιλαμβάνουν:
2.1 Εισαγωγικοί στίχοι (Αποσπάσματα 8.51-8.60)
2.2 Γνώμες ανθρώπων χωρίς έρεισμα αληθείας (Αποσπάσματα 9 -19)


Τα σπαράγματα του ποιήματος που έφθασαν στις μέρες μας, σώθηκαν τμηματικά σε συγγράμματα μεταγενεστέρων. Ο Πλάτωνας διασώζει στίχους  στον Σοφιστή, στον Θεαίτητο και στο Συμπόσιο. Ο Σιμπλίκιος παραθέτει εκτεταμένα αποσπάσματα, περίπου 30 στίχους, στο έργο του Υπόμνημα στα Φυσικά του Αριστοτέλη. Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς που διέσωσαν στίχους είναι ο Σέξτος Εμπειρικός , ο Πρόκλος κ.α. Τα ψήγματα αυτά,  προσπάθησαν να συγκεντρώσουν μεταγενέστεροι μελετητές όπως ο Henri Estienne (Φιλοσοφική ποίησις, 1573), ο Joseph J. Scaliger κ.α. Η πιο εμπεριστατωμένη παράθεση αποσπασμάτων, όχι μόνο του Παρμενίδη αλλά και όλων των προσωκρατικών βρίσκεται στο μνημειώδες έργο του Herman Diels Die Fragmente der Vorsokratiker που η πρώτη έκδοση του έγινε το 1903 και αποτελεί τη βάση των μελετητών έκτοτε. Ορισμένοι αμφισβητούν τη σειρά παράθεσης των αποσπασμάτων. Για το θέμα αυτό όμως μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν.
Αυτά τα ισχνά απομεινάρια αποτελούν μια πηγή γνώσεως αφάνταστης πυκνότητας και δυσκολίας, την οποία οι μελετητές προσπαθούν διαχρονικά να αποκωδικοποιήσουν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο M. Heideger

«Η συζήτηση με τον Παρμενίδη δεν έχει τέλος. Όχι μόνο γιατί πολλά από τα σωζόμενα αποσπάσματα του διδακτικού ποιήματος του παραμένουν σκοτεινά, αλλά και διότι ο λόγος του παραμένει εις το διηνεκές άξιος στοχασμού» Heideger, Μ. Moira

Οι λιτοί, πλην μεστοί νοημάτων στίχοι, υποβάλλουν και διερευνούν θεμελιώδη ερωτήματα όπως:

 Τι είναι η ύπαρξη στο θεμελιώδες επίπεδο;

Ποια είναι η ουσία του είναι;

Γιατί το είναι και όχι το μηδέν;

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας παρουσιάσουμε το έργο:

1. Το απόσπασμα 1 αποτελεί μια αλληγορική παρουσίαση της μεθόδου δια της οποίας φθάνουμε στη γνώση. Μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως συμβολική διήγηση μύησης του αμαθή στη γνώση, η οποία παρομοιάζεται με ταξίδι με θηλυκά άλογα που καθοδηγούνται από τις κόρες του ήλιου και φέρνουν τον ταξιδιώτη τόσο μακριά, όσο η παρόρμηση του για μάθηση μπορεί να τον πάρει. Από το σκότος (άγνοια ) στο φως (γνώση ) δια της οδού (λογικής)  που είναι το μόνο σωστό μονοπάτι. Ο ταξιδιώτης φτάνει στην πύλη και με τη βοήθεια των Ηλιάδων αποδεικνύει στη δίκη ότι πρέπει να συνεχίσει το ταξίδι. Η εικόνα αυτή φανερώνει ότι η κατάκτηση της γνώσης απαιτεί προσπάθεια και λογική σκέψη. Όχι άλογη πίστη, αλλά πειθώ και επιχειρήματα. Η θεά ακολούθως διδάσκει τον νεαρό εραστή της γνώσης ότι πρέπει να ερευνήσει τα πάντα. Να ακολουθήσει την οδό της διερεύνησης του είναι. Η λέξη αυτή, γραμμένη με έντονη γραφή, συμβολίζει στο κείμενο μας την ουσία της ύπαρξης. Πρόκειται για δρόμο όχι ευκολονόητο, αλλά γεμάτο σημάδια, συμβολισμούς και νύξεις τοποθετημένες από τη θεά (1.2-3). Ένα δρόμο πολύ μακριά από τις δοξασίες των ανθρώπων (1.27). Ένα δρόμο επίπονης έρευνας.
 Όχι δόγμα λοιπόν, αλλά συνεχής έρευνα και λογική τεκμηρίωση. Στο πεδίο της διερεύνησης περιλαμβάνονται τόσο οι γνώμες των θνητών (μερικές μεταβαλλόμενες  αλήθειες, αναπόδεικτες εμπειρικές εικασίες, φαινόμενα) όσο και η αλήθεια που είναι αμετάβλητη πραγματικότητα, ύπαρξη, ουσία, τέλειος κύκλος χωρίς αιχμές. Τόσο η αναλήθεια των γνωμών όσο και η ουσία του είναι γνωρίζονται με τη λογική διερεύνηση. Η αλήθεια, αν και δυσνόητη,  είναι τελικά προσιτή. Αυτό είναι το χαρμόσυνο μήνυμα, το ευαγγέλιο του Παρμενίδη. Αν δεν ίσχυε το θεμελιώδες αυτό αξίωμα, θα υπήρχαν μόνο οι ατεκμηρίωτες γνώμες των θνητών και η μόνη δυνατότητα θα ήταν η άγνοια ή η θρησκευτική δεισιδαιμονία.
Ο Σέξτος Εμπειρικός στο έργο του Προς Λογικούς ορίζει το δρόμο της θεάς (1.2-3) ως τη λογική μέθοδο φιλοσοφικής έρευνας. Η θεά δεν αποκαλύπτει απριόρι θείες αλήθειες. Δεν είναι σαν το Θεό του Ισραήλ που μιλά δια μέσου του στόματος των προφητών για να δώσει απαράβατες, αναντίλεκτες και ανεπίδεκτες κριτικής εντολές και δόγματα. Αντίθετα, καλεί το μαθητή να κρίνει τα αποκαλυπτόμενα δια της λογικής και τότε μόνο να τα αποδεχθεί αν επιζήσουν της αποδεικτικής διαδικασίας.
Στους δύο τελευταίους στίχους (1.31-32) τίθεται το πρόβλημα αν οι άνθρωποι μπορούν να ξεφύγουν από την άποψη και να φτάσουν στην αλήθεια. Οι παγιωμένες απόψεις λειτουργούν ως αλήθειες στο νου των ανθρώπων, οι οποίοι δεν μπορούν να σπάσουν το κέλυφος της δοξασίας και να θηρεύσουν την αλήθεια. Πώς όμως παγιώθηκαν οι αναπόδεικτες δοξασίες; Οι γνώμες των πολλών είναι κτισμένες από άλλες πεποιθήσεις, αυτές από άλλες και γενικά δεν έχουν κάτι το σταθερό ως κριτήριο απόδειξης. Αυτό συμβαίνει επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι, νωθροί στη σκέψη, προτιμούν τη παθητική αποδοχή όσων ακούν να επαναλαμβάνονται φορτικά,  χωρίς να πολυσκοτίζονται να τις ερευνήσουν. Το γεγονός όμως ότι όλοι πιστεύουν ως αληθές κάτι, δεν είναι απόδειξη ότι αυτό είναι ορθό και αληθές.
Ο Παρμενίδης δεν παρασύρεται στον απόλυτο υποκειμενισμό και στην ματαιότητα της αναζήτησης της αλήθειας. Αυτή η άποψη θα ισοδυναμούσε με αυτοαναίρεση, εφόσον το ποίημα του δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά μια υποκειμενική δοξασία. Η λογική (μεθ)οδός δίνει το εργαλείο για έλεγχο  αλήθειας κάθε αληθοφανούς παγιωμένης άποψης και σώζει τον Ελεάτη από το βάραθρο του υποκειμενισμού..

2. Το απόσπασμα 2, οκτώ στίχοι όλοι και όλοι, διέσωσαν ο Πρόκλος και ο Σιμπλίκιος. Αναφέρεται στο είναι και στο μη είναι. Το πρώτο ως δηλωτικό της ύπαρξης στην γενικότητα της, αφού  είναι ρήμα απρόσωπο και ταυτίζεται με το αντικείμενο του που είναι ο κόσμος, το άπαν της ύπαρξης. Επαναλαμβάνεται και εδώ το εφικτό της  διερεύνησης του. Το δεύτερο δηλώνει την ανυπαρξία και η έρευνα του είναι αδύνατη. Δύο οδοί θεωρητικά, μια προσπελάσιμη και μια πλήρως απροσπέλαστη, αφού τι νόημα υπάρχει στη διερεύνηση του ανύπαρκτου; Άρα η έρευνα του είναι, δηλαδή η πρώτη οδός, είναι η μόνη έγκυρη και η δεύτερη οδός μόνο ως φευγαλέα νοητική σύλληψη υπάρχει, εφόσον δεν έχει αντικείμενο έρευνας. Το μη είναι χαρακτηρίζεται πλήρως ακατάληπτο, ανέκφραστο, άδηλο. Η δήλωση είναι αξιωματική χωρίς τεκμηρίωση.
Τελικά μια είναι η οδός (είναι = κόσμος = μονοπάτι της πειθούς = λογική = νόηση) και η αντίθεση της (μη είναι = μηδέν ) μπορεί να νοηθεί ως κενό κέλυφος, αφού δεν έχει ουσία για να γίνει αντικείμενο μελέτης. Με βάση τη διατύπωση του ποιήματος:

«Η άλλη οδός (το μη είναι) είναι αδύνατον να τη γνωρίσεις, αφού δεν θα εννοήσεις ούτε καν θα προφέρεις το ανύπαρκτο» στίχοι 2.6-8 παράφραση.

3. Η σημασία του τρίτου αποσπάσματος είναι αντιστρόφως ανάλογη της ποσότητας του σε λέξεις. Δηλώνει το θεμελιώδες αξίωμα της ταύτισης νόησης και  ύπαρξης.

«Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι»

 Χωρίς το νου που νοεί και εκλογικεύει, τι υπόσταση έχει το είναι; Οι ιδέες είναι αθάνατες, όπως και  η ύπαρξη που δηλώνεται διαμέσου αυτών. Ακούγεται ανθρωπομορφικό, αλλά χωρίς τη συνείδηση και το νου που μορφοποιεί, τι υπόσταση έχει ο κόσμος;

4. Το απόσπασμα 4 μιλά για την μονομέρεια του είναι, αφού δηλώνεται ότι δεν μπορεί να χωριστεί από τον εαυτό του, αφού δεν υπάρχει κάτι άλλο για να μπει ανάμεσα στα μέρη του.

5.Το πέμπτο απόσπασμα, ένας στίχος όλος και όλος, αλλά μεστός νοήματος, εκφράζει την αρχή της κυκλικής διερεύνησης. Ο ερευνητής καταλήγει εκεί απ’ όπου άρχισε. Αρχή και τέλος, όπως φαίνεται και στο συμβολικό σχήμα του κύκλου, ταυτίζονται. Παραθέτω τον πολύ σημαντικό αυτό στίχο πιο κάτω:

Ξυνόν δε μοι εστίν, οππόθεν άρξωμαι. Τόθι γαρ πάλιν ίξομαι αυθίς.
Δηλαδή...
Συνηθίζω να επιστρέφω και πάλι στην αρχική μου αφετηρία

6. Το έκτο  απόσπασμα τονίζει το αναγκαίο της ύπαρξης και το αδύνατο του τίποτε. Η ύπαρξη υπάρχει και η μη ύπαρξη είναι το τίποτε. Η θεά διατάσσει τον Παρμενίδη να ακολουθήσει, ερευνήσει και διακηρύξει την οδό της έρευνας του είναι, της μόνης βατής και με ουσιαστικό περιεχόμενο. Ακολούθως να ερευνήσει τις γνώμες των θνητών, που νομίζουν ότι είναι και μη είναι ταυτίζονται. Η δεύτερη οδός, αυτή των θνητών, αξιολογείται ως φανερά λανθασμένη και χωρίς περιεχόμενο. Οι τελευταίοι μωρολογούν και δεν φτάνουν σε καμιά ουσιαστική γνώση, παρά κάνουν κύκλους γύρω από το μηδέν. Σύμφωνα με τους στίχους:

6.4-5 «αυτάρ έπειτ’ από της, ην δη βροτοί ειδότες ουδέν πλάττονται δίκρανοι...» δηλαδή
Δηλαδή...
Μετά θα ερευνήσεις το δεύτερο δρόμο, που δημιουργήθηκε από τους αμαθείς θνητούς που περιπλανιούνται δίγνωμοι στο σκότος της αμάθειας.


7. Το έβδομο απόσπασμα διασώθηκε τμηματικά σε έργα του Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Σιμπλίκιου. Επαναλαμβάνει την προτροπή να μην ακολουθηθεί η λανθασμένη οδός που αποδίδει υπόσταση στο τίποτε. Επίσης τελειώνει με την υπενθύμιση ότι η διδασκαλία της Θεάς δεν είναι μια αλήθεια εξ’ αποκαλύψεως την οποία δογματικά αποδέχεται ο μαθητής, αλλά έρευνα με βάση τη λογική. Η Θεά καλεί τον μαθητή να κρίνει και ελέγξει με τη λογική όσα του διδάσκει:

«κρίναι δε λόγω πολύδηριν έλεγχον εξ’ εμέθεν ρηθέντα» 7.5-6
Δηλαδή....
Κρίνε με τη λογική τις ενάντιες αποδείξεις που σου παρουσίασα.

Η απαξίωση του δογματισμού είναι η βάση της επιστήμης και η πηγή της όποιας διανοητικής προόδου. Όσοι κάνουν το λάθος να θεωρούν κάποιες ιδέες ως την απόλυτη και μοναδική αλήθεια και να τις θέτουν στο απυρόβλητο της κριτικής σκέψης, ανοίγουν το δρόμο του πνευματικού μεσαίωνα....
Το εκτεταμένο όγδοο απόσπασμα αναφέρεται στις ιδιότητες της ύπαρξης. Θα τις περιγράψουμε σε ξεχωριστό κεφάλαιο. Αποτελεί τον πυρήνα της Ελεατικής φιλοσοφίας, την περιγραφή της μοναδικής έγκυρης οδού που οδηγεί στην γνώση του Όντος. Οι δύο πρώτοι στίχοι, αποτελούν την ουσία του ενισμού, εφόσον επισημαίνεται ο ένας και μόνο δρόμος του είναι. Οι ιδιότητες της ενιαίας μονολιθικής ύπαρξης του Όντος περιγράφονται στους στίχους που ακολουθούν. Οι 10 τελευταίοι στίχοι (8.51-60)περιγράφουν τις απόψεις των θνητών. Ο Παρμενίδης τις χαρακτηρίζει κόσμο της απάτης γιατί είναι αντιφατικές και δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής. Σε αντίθεση με την ενιαία οντότητα του είναι, οι δοξασίες αποτελούν ασταθή μίγματα αντικρουόμενων και αλληλοαναιρούμενων συστατικών. Το είναι και το μηδέν παλεύουν μέσα τους κτίζοντας και αμοιβαία χαλώντας και εξουθενώνοντας τα ερείσματα της όποιας ύπαρξης. Μια δοξασία δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Είναι απλώς μια ατεκμηρίωτη άποψη.
Η ύπαρξη είναι αναλλοίωτη. Η δοξασία είναι ασταθής και μεταβαλλόμενη. Η πρώτη αποτελεί το είναι. Η δεύτερη το γίγνεσθαι.
Το απόσπασμα υποδεικνύει την άρρηκτη σχέση της νόησης με την ύπαρξη, αφού χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι:

«Ου γαρ άνευ του εόντος, εφ’ ω πεφατισμένον εστίν, ευρήσεις το νοείν» 8.35-36
Δηλαδή:
«Χωρίς αυτό που υπάρχει, το οποίο νοητικά (και μόνο) εκφράζεται, δεν θα βρεις την ίδια τη νόηση»

Μπορούμε να σκεφτούμε το υπαρκτό, ενώ ότι δεν μπορεί να νοηθεί δεν είναι απλώς αδιανόητο, αλλά ανύπαρκτο.

8. Το  ένατο απόσπασμα δίνει  ένα παράδειγμα της πλανεμένης, αντιφατικής σκέψης των θνητών. Λέει ο στίχος 9.3

«παν πλέον εστίν ομού φάεος και νυκτός αφάντου»
Δηλαδή:
« Τα πάντα είναι γεμάτα ταυτόχρονα με φως και σκότος»

Αυτή η σκέψη είναι αντιφατική και δεν οδηγεί πουθενά κατά τον Παρμενίδη. (Σε αντίθεση με τον Ηράκλειτο που αποδέχεται την αρμονική σύζευξη των αντιθέτων). Παρόμοια, η αντιφατική σκέψη των θνητών δίνει στα πάντα ένα όνομα, χωρίς να διακρίνει την αντιφατικότητα που περιέχει η εξομοίωση των αντιθέτων (απ.19)Το απόσπασμα 9 δηλώνει ότι οι θνητοί κρύβουν την άγνοια τους δίνοντας ονόματα σε όλα τα όντα. Ονομάζει τις ονομασίες ως «τα ονόματα του φωτός και της νύκτας» για να δηλώσει την αντιφατική σκέψη των θνητών. Να δηλώσει ότι οι άνθρωποι σκέφτονται ότι κάτι μπορεί να είναι και να μην είναι ταυτόχρονα. Η ενότητα των αντιθέτων που είναι η βάση της Ηρακλείτιας φιλοσοφίας, είναι για τον Παρμενίδη το πρώτο και μέγιστο λάθος. Είναι η αρχή της ατραπού που δεν οδηγεί στην αλήθεια.

9. Το απόσπασμα δέκα οριοθετείται από το αξίωμα ότι τα πάντα κυβερνά η ανάγκη. Ο Παρμενίδης οριοθετεί την ανάγκη ως συμπαντική νομοτέλεια, γι’ αυτό τα ατελή αποσπάσματα 11,14,15 που αναφέρεται στα ουράνια σώματα, πρέπει να συνδέονται με την ύψιστη αυτή νομοτέλεια. Στο απόσπασμα 14 η σελήνη περιγράφεται ως

«Λάμποντας τη νύκτα, περιπλανώμενη γύρω από τη γη με δανεικό φως»

Γνωρίζει προφανώς ότι το φως της σελήνης προέρχεται από τον ήλιο. Είναι, ο δορυφόρος της γης, ταυτόχρονα φωτεινός και σκοτεινός κατά την ατελή, αντιφατική σκέψη των θνητών. Η ύπαρξη όμως είναι πέρα από το φως και το σκοτάδι, το πεπερασμένο και το άπειρο, πέρα και πάνω απ’ όλα τα ζεύγη αντιθέτων που οι άνθρωποι προσδιόρισαν με τις αισθήσεις. Είναι κάτι πλέον θεμελιώδες, άρρητο, μη περιγραφόμενο με λέξεις. Η άγνοια των ανθρώπων και η αντιφατική σκέψη τους κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τους ορισμούς που διατυπώνουν. Ότι δεν γνωρίζουν το ονοματίζουν, για να έχουν τη ψευδαίσθηση ότι έχουν αποκωδικοποιήσει τα μυστικά του.

10. Το απόσπασμα 16 οριοθετείται από την φράση «η σκέψη είναι υπεράνω όλων». Ότι υπερβαίνει την αντίφαση μπορεί να διεκδικήσει ύπαρξη. Επίσης οι στίχοι :

«Όπως σε κάθε περίπτωση υπάρχει μια ανάμειξη περιπλανώμενων άκρων στην κίνηση, έτσι και ο νους είναι παρών στους ανθρώπους, αφού αυτό που τα σκέπτεται, δηλαδή η νόηση, συγκροτεί τη φύση των άκρων» 16.1-4

Δηλώνουν την υλική βάση της σκέψης των θνητών, η οποία είναι αντιφατική. Αντίστροφα μπορούμε να πούμε ότι η ύπαρξη έχει  νοητική φύση. Υπάρχει ότι μπορώ να εννοήσω ή εναλλακτικά νοώ ότι έχει  υπόσταση.

11. Τα μικρά αποσπάσματα: 12,13, 17-19  αποτελούν, όπως έχουμε ξαναπεί, παραδείγματα της αντιφατικής σκέψης των ανθρώπων που ταυτίζουν τα ανόμοια και έτσι φτάνουν σε άτοπα συμπεράσματα. Ειδικά το απόσπασμα 19 προτείνει  ότι η αστήρικτη γνώμη είναι το καλούπι του λάθους, της ψευδούς και αντιφατικής θέασης της πραγματικότητας. Λέγει χαρακτηριστικά:

«Έτσι, αυτά τα πράγματα αναδύθηκαν σύμφωνα με τη γνώμη, και έτσι υπάρχουν τώρα. Και τότε, από τη στιγμή που εξελίχθηκαν θα πεθάνουν» 19. 1-2

Το πεπρωμένο της αληθούς, αδιάσειστης αποδεικτικής αφήγησης είναι η αιωνιότητα. Το πεπρωμένο της δοξασίας είναι η φθορά και τελικά ο θάνατος. Εκτός αν μπορέσει να αντέξει την αποδεικτική διαδικασία και μετατραπεί σε αξιόπιστη αποδεδειγμένη θέση.
Σημαντική επίσης είναι η θέση που είδαμε και στο απόσπασμα 9, ότι  οι άνθρωποι καλύπτουν την άγνοια τους με ονόματα.
Στα αποσπάσματα 17-18 παρατίθενται δόξες (γνώμες) των θνητών για βιολογικά θέματα. Γιατί ο Παρμενίδης τις αναφέρει; Εικάζω για τους ακόλουθους λόγους:

Α) Ο ερευνητής θα πρέπει να ξεχωρίζει την αναπόδεικτη δοξασία από την επαληθευμένη πρόταση μέσα από σαφή παραδείγματα, με βάση το αξίωμα σοφόν το σαφές.

Β) Ακολούθως αφού την εντοπίσει και παρά το προφανές της αναλήθειας της, δεν θα πρέπει να διστάσει να την περάσει από το βάσανο της λογικής. Το πιο πιθανό είναι να αποτελεί μια αναληθή εικασία. Η αποδεικτική διαδικασία όμως θα αποδείξει το ψέμα ή την αλήθεια που κρύβει. Κάθε πρόταση είναι κατ’ αρχή αναληθής μέχρι η αποδεικτική διαδικασία να αποφανθεί γι’ αυτήν.

Ο ρόλος της Θεάς

Ποια είναι η ανώνυμη Θεά που οδηγεί τον Παρμενίδη; Γιατί παραμένει ανώνυμη; Στην εισαγωγή του ποιήματος (1.1-3) λέγονται τα ακόλουθα:

«Ίπποι ται με φέρουσιν όσον τ’ επί θυμός είναι ικανοί, πέμπον, επεί μ’ ες οδόν βήσαν πολύφημον άγουσαι δαίμονος ή κατά πάντ’ τα τη φέρει ειδότα φώτα».
Δηλαδή:
«Τα άλογα που με οδηγούν με έφεραν όσο η θέληση μου μπορεί να φτάσει, στην φημισμένη οδό της δαίμονος που οδηγεί τον άνθρωπο που γνωρίζει μέσα από όλα.»

Η Θεά ονομάζεται δαίμων. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα δαίω που σημαίνει διαιρώ, κατ’ επέκταση διανέμω, μερίζω. Οι δαίμονες ήταν οι διανομείς των μοιρών και των πεπρωμένων των ανθρώπων. Η ανώνυμη οντότητα που επικαλείται ο Παρμενίδης είναι η μέθοδος διαχωρισμού του είναι από το μη είναι. Δεν είναι μια προσωπική θεότητα, όπως ο θεός του χριστιανισμού, αλλά ένας δρόμος που επιδιώκει να ξεχωρίσει τα ανόμοια που συγχέονται στον νου των θνητών. Είναι η οδός που ορίζει το  υπαρκτό και το περιορίζει με δεσμά, όρια και κανόνες για να το ξεχωρίσει από το άρρητο μηδέν που ο δρόμος του είναι απροσπέλαστος και αδιανόητος. Είναι η προσωποποίηση της ανάγκης που ορίζει τα όρια μέσα στα οποία κινείται η ύπαρξη. Παρουσιάζεται ως πρόσωπο για λόγους επικοινωνιακούς, αφού η ανθρώπινη προσωπική νόηση είναι η μόνη οδός της γνώσης....
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου