Στο προηγούμενο άρθρο είχαμε παρουσιάσει το βίο και τα ψύγματα από το συγγραφικό έργο του Παρμενίδη. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να δώσουμε σε συντομία την κοσμοθέαση του στοχαστή της Ελέας.
Η Κοσμοθεωρία του ιδρυτή της Ελεατικής Σχολής
Ο Παρμενίδης δίδασκε ότι το Μη Ον
είναι ανύπαρκτο. Τίποτε δεν μπορεί να προέλθει από αυτό, ούτε μπορούμε να το
περιγράψουμε ή να μιλήσουμε γι’ αυτό, με τον τρόπο που μιλούμε για το υπαρκτό . Για
το φιλόσοφο μας δεν υπάρχει το κενό. Ο άδειος χώρος με τις διαστάσεις του
αποτελεί μέρος της δομής , της ενιαίας δηλαδή ύπαρξης, του Όντος. Το
τελευταίο περιγράφεται ως ενιαίο, άφθαρτο, συνεχές, αυθύπαρκτο,
αιτιοκρατικό, αιώνιο, πλήρες και
αμετάβλητο συνολικά. Θα επανέλθουμε στις ιδιότητες του Όντος με λεπτομέρεια σε άλλο κεφάλαιο.
Η ενότητα και η συνέχεια του Όντος
προέρχεται από το γεγονός ότι το Mη Oν είναι ανύπαρκτο και ως εκ τούτου ανεπίδεκτο περιγραφής και αναφοράς. Το
ανύπαρκτο δεν μπορεί να παρεμβληθεί ανάμεσα στα μέρη του υπαρκτού, γιατί εκ
φύσεως δεν είναι κάτι για να μπει ανάμεσα στα μέρη αυτού που υπάρχει και να το
διχοτομήσει. Άρα το Ον είναι ενιαίο.
(Εν το Παν)
Η αφθαρσία του Όντος σημαίνει
ότι αυτό υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα. Ως σύνολο το σύμπαν είναι
αμετάβλητο, αφού ότι υπάρχει δεν μπορεί δια μαγείας να εξαφανιστεί, ούτε από το
τίποτε να υλοποιηθεί κάτι και να προκύψει ουσία από το μηδέν.
Η αιτιοκρατική δομή της ύπαρξης σημαίνει πώς, αν και συνολικά αμετάβλητο,
εντούτοις τα μέρη του μπορούν φαινομενικά να αλληλεπιδρούν και να αλλάζουν με
βάση το νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος. Λέμε φαινομενικά, γιατί η
ασθενής ανθρώπινη νόηση συλλαμβάνει όχι την μέγιστη εικόνα του σύμπαντος
κόσμου, αλλά επιμέρους πτυχές στις οποίες δίνει αυτοτέλεια. Ο άνθρωπος βιώνει
τη ψευδαίσθηση του παρόντος, γι’ αυτό νομίζει ότι τα πάντα μεταβάλλονται. Ένας
παρατηρητής όμως που θα μπορούσε να εποπτεύσει το Ον υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, ενοποιώντας παρελθόν, παρόν και
μέλλον, θα το έβλεπε ως ακίνητο, αμετάβλητο και ενιαίο. Ως μια υπέρ-εικόνα
τεσσάρων διαστάσεων, ασύλληπτη από τον κοινό ανθρώπινο νου που μπορεί να έχει περιορισμένη εποπτεία τριών διαστάσεων.
Η Παρμενίδια αντίληψη του αιώνιου Όντος
βρίσκεται στον αντίποδα της χριστιανικής, εφόσον δεν συμβιβάζεται με τη βιβλική
δημιουργία του κόσμου εκ του μηδενός. Η ιδέα ότι ο θεός δημιουργεί τον κόσμο
από το τίποτε, θα φαινόταν αδόκιμη στον Παρμενίδη, γιατί θα εξίσωνε την ύπαρξη
με την ανυπαρξία. Θα ήταν η μέγιστη των αντιφάσεων, μια ακόμα ανθρώπινη δόξα,
στερούμενη ερείσματος αληθείας.
Αυτό το οποίο μπορούμε να σκεφτούμε και λεκτικά να περιγράψουμε ανήκει στην
κατηγορία του υπαρκτού κατά τον Παρμενίδη. Στο σημείο αυτό φαίνεται να
υποπίπτει σε αντίφαση γιατί αναφέρεται στο ανύπαρκτο Μη Ον, άρα αυτό πρέπει να έχει κάποια υπόσταση. Θα μπορούσαμε να
καταθέσουμε τον πυρήνα της σκέψης του Παρμενίδη με βάση τους ακόλουθους
συλλογισμούς:
1. Εναλλακτικές Αρχικές
υποθέσεις
1.1 Είτε υπάρχει το είναι είτε
υπάρχει το μη είναι (δρόμος της
θεάς)
1.2 Υπάρχουν ταυτόχρονα το είναι και το μη είναι (δρόμος των θνητών )
|
2. Η αποκάλυψη της θεάς
Το μη είναι δεν έχει υπόσταση,
αφού είναι αδιανόητο και ακατανόμαστο. Η θέση αυτή είναι φαινομενικά αντιφατική,
γιατί μιλούμε για το ανύπαρκτο τώρα, το
σχολιάζουμε και το περιγράφουμε. Εντούτοις αν το εξετάσουμε βαθύτερα δεν
υπάρχει αντίφαση. Μιλούμε για το ανύπαρκτο. Δεν αγγίζουμε όμως την, ούτως ή άλλως, ανύπαρκτη ουσία του με
το λόγο μας. Αυτό γιατί δεν υπάρχει τίποτε για να αγγίξουμε. Με τα σχόλια μας
δεν αποδεικνύουμε ότι υπάρχει κάτι ουσιαστικό μέσα στην ανυπαρξία. Ούτε
υποδεικνύουμε ή περιγράφουμε χαρακτηριστικά της ανυπαρξίας, που θα μπορούσαν να
την αναδείξουν σε ύπαρξη. Περιγράφοντας το ουκ
εστί πέφτουμε σε λεκτική μόνο
αντίφαση, αφού πρέπει να τοποθετηθούμε με τον γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας. Άρα
το ουκ εστί αυτοαναιρείται
στην αποδεικτική διαδικασία δια της αντίφασης περιγραφικού λόγου και μη
πραγματικότητας. Η τελευταία είναι το χαρακτηριστικό της ανυπαρξίας, είναι η
ίδια η ανυπαρξία γιατί αναιρεί την υπόσταση.
Δεν μπορεί κάτι να υπάρχει και να μην υπάρχει. Η άρνηση αναιρεί τη θέση
και απομένει το μηδέν. Δια της λογικής
άρα, δεν αποδεικνύουμε μόνο την υπόσταση του είναι, αλλά και το ανυπόστατο του μη είναι. Εκ του μηδενός μηδέν. Το μη είναι
δεν μεταβάλλεται, αφού δεν υπάρχει τίποτε για να μεταβληθεί. Δεν διαιρείται ή
πολλαπλασιάζεται γιατί μπορείς να μερίσεις ή να πολλαπλασιάσεις κάτι το υπαρκτό.
Ούτε μπορεί να υπάρξει άλλο μη είναι,
γιατί κάτι τέτοιο θα έθετε όρια στην ανυπαρξία, εντός των οποίων θα έπρεπε να
εξηγήσουμε τι υπάρχει. Προφανώς αυτό θα τη μετέτρεπε έμμεσα σε ύπαρξη.
3. Η τελική απόφανση για την ορθότητα και αξιοπιστία των προτεινομένων οδών
είναι ότι ο μόνος βατός δρόμος οδηγεί
στη μελέτη του είναι. Ο δρόμος του μη είναι μόνο κατ’ ευφημισμό είναι
δρόμος. Κατ’ ουσία είναι το απόλυτο αδιέξοδο, εφόσον δεν οδηγεί πουθενά. Δεν
μπορεί να αποδείξει τίποτε, άρα δεν έχει υπόσταση και ίχνος αλήθειας.
Η αναφορά στην θεά είναι ο εύσχημος τρόπος να δώσει ο Παρμενίδης
αληθοφάνεια στις απόψεις του. Αν υποστήριζε ότι οι απόψεις ήταν δικές του θα
έπεφτε σε αντίφαση, αφού ο ίδιος ως θνητός, δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει τη
δοξασία από την αλήθεια.
4. Η δόξα των θνητών
Οι άνθρωποι κάνουν συνήθως λάθος γιατί δέχονται άκριτα το αντιφατικό ως
ορθό. Η δόξα είναι αναξιόπιστη γιατί αναμειγνύει το είναι με το μη είναι
χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι το ένα αναιρεί το άλλο. Μοιάζει με την περιπλάνηση
στο χώρο χωρίς πυξίδα. Οι θνητοί κάνουν κύκλους και επιστρέφουν στην αφετηρία,
δηλαδή στο μηδέν. Με βάση το απόσπασμα 6:
«οις το πέλειν τε και ουκ είναι ταυτόν νενόμισται κου ταυτόν, πάντων δε
παλίντροπος έστι κέλευθος» 6.8-9
Δηλαδή: ταυτίζουν την ύπαρξη και την ανυπαρξία γι’ αυτό άπρακτοι
επιστρέφουν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν.
|
Η τραγικότητα της αναζήτησης των
θνητών βρίσκεται στο ότι αυτοί νομίζουν ότι ξέρουν. Ούτε που διανοούνται ότι
πνίγονται στον ωκεανό της άγνοιας. Όσο πιο λίγα ξέρουν τόσο πιο πολύ μιλούν,
κρύβοντας το γνωστικό τους κενό με φανταχτερές λέξεις. Όπως ο χαμένος στην
έρημο βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν, έτσι και αυτοί δίνουν υπόσταση αληθείας
στις αναπόδεικτες δοξασίες τους. Βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν. Πιστεύουν ότι
κολακεύει το εγώ τους, τη ματαιοδοξία τους, τα αυτιά τους. Σαστίζουν και άκριτα
παρασύρονται από το επιφανειακό και επουσιώδες και παραγνωρίζουν ή αρνούνται να
αντιληφθούν το ουσιαστικό. Θεωρούν τη συνήθεια και την άκριτη γνώμη αλήθεια,
επειδή την μηρυκάζουν οι πολλοί. Από το τίποτε στο τίποτε. Ακόμα δε και αν
σπάνια και από σύμπτωση φτάσουν στην αλήθεια, δεν έχει αξία, γιατί δεν είναι σε
θέση να αναγνωρίζουν τι έχουν στα χέρια τους.
Οι απόψεις του «ποιμνίου», περί των
πραγμάτων είναι ασαφείς, ανολοκλήρωτες, ρευστές, διφορούμενες, νεφελώδεις.
Εστιάζονται οι άνθρωποι στα φαινόμενα και ξεχνούν τα νοούμενα. Μόνο βλέπουν
αυτό που λάμπει, ακούν αυτό που θωπεύει η κατακτά το αυτί, αγγίζουν και πιάνουν
το πολύχρωμο περιτύλιγμα, με το επιτηδευμένο σχέδιο, χωρίς να ερευνούν τι
υπάρχει στο εσωτερικό του. Δεν κρίνουν, ούτε συγκρίνουν, ούτε νοούν, γιατί το
μυαλό τους είναι βαρύ από την πνευματική ραθυμία.
Η Θεά υπογραμμίζει τα ανωτέρω στους
δέκα τελευταίους στίχους του όγδοου αποσπάσματος (8.50-60), τονίζοντας ότι ο
ακριβής λόγος εδώ σταματά και ακολουθεί ο απατηλός δρόμος των δοξασιών. Είναι φανερό
ότι άγονται και φέρονται οι άνθρωποι από τις παρορμήσεις τους. Ασαφείς
γενικότητες που άκριτα δέχονται οι πολλοί, ή κρίσεις που κολακεύουν το εγώ τους
και χαϊδεύουν τα αυτιά, γίνονται αποδεκτές χωρίς να υποβάλλονται στον
βασανιστικό έλεγχο της λογικής.
Το παράδειγμα του φωτός και του σκότους είναι χαρακτηριστικό για εποπτική
παράσταση των προαναφερθέντων. Νομίζουν οι άνθρωποι ότι πρόκειται για δύο
διαφορετικά πράγματα. Όμως μόνο το φως έχει υπόσταση, ενώ το σκοτάδι είναι η
απουσία του φωτός. Το φως συμβολίζει το είναι,
το δε σκότος το μηδέν. Το φως είναι η
υπόσταση, το δε σκότος είναι ανύπαρκτο και ανυπόστατο. Το σκότος «είναι» η
απουσία του φωτός δηλαδή, αυτούσιο το μη
είναι. Όπως το απόλυτο σκοτάδι είναι πλήρως απροσπέλαστο και απερίγραπτο,
έτσι και το νοητικό του αντίστοιχο και η οδός έρευνας του.
Σκότος = Μη είναι = Πλήρης απροσδιοριστία
|
Το γεγονός ότι φως και σκότος δεν μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο, παρέχει
ακόμα μια απόδειξη του ότι μόνο το φως υπάρχει. Όπως το σκότος δεν μπορεί να χωρίσει
το φως στα δύο, έτσι και το είναι
δεν μπορεί να μεριστεί σε δύο όντα. Το μηδέν δεν έχει υπόσταση για να διαχωρίσει το είναι, ένας θύλακας σκότους δεν μπορεί να υπάρξει περικυκλωμένος
από το φως. Επιπλέον το άπλετο φως δεν μπορεί να αυτό-διαχωριστεί από τον εαυτό
του.
Η φαινομενικά ανεξάρτητη υπόσταση του φωτός και της νύκτας είναι ο πυρήνας
της απάτης για την οποία προειδοποίησε η θεά. (8.52)Τα αντίθετα γενικά δεν
έχουν αυτόνομη οντότητα για τον Παρμενίδη. Είναι μέρη μιας μεγαλύτερης ενιαίας
εικόνας. Κάποτε τα μέρη της εικόνας φαίνονται αλληλοαναιρούμενα και υποκείμενα
σε φθορά και θάνατο, όμως αυτό συμβαίνει γιατί η μεγάλη ενιαία εικόνα της
ύπαρξης δεν συλλαμβάνεται από τους ασθενείς αισθητήρες της νόησης μας.
Η εμπειρία γεμίζει το νου των θνητών με πληροφορίες. Αυτές όμως είναι
μερικές και αποσπασματικές και δεν οδηγούν στον πυρήνα της αλήθειας. Εξάλλου λείπει η μέθοδος για να νοηθούν σωστά, για να
χωριστεί το επουσιώδες από το ουσιαστικό και έτσι να βρεθούμε
στην ακλόνητη καρδιά της αλήθειας.
Εφόσον όμως η δόξα είναι απατηλή και αναξιόπιστη γιατί ο Παρμενίδης την
περιγράφει στο ποίημα του; Γιατί θα πρέπει να χάσουμε χρόνο να ασχοληθούμε με
την κάθε ανερμάτιστη εικασία; Προφανώς γιατί εντοπίζοντας και απομονώνοντας το
λάθος, αυτό που μένει είναι το ορθό. Επιπλέον γιατί το λάθος οφείλεται στην
ανάμειξη των αντιφατικών γνωστικών στοιχείων, και όχι στα στοιχεία τα ίδια, που
κάποια από αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν ουσιαστικά τεκμήρια μιας άλλης
αποδεικτικής διαδικασίας. Η δόξα μπορεί να μεταμορφωθεί σε γνώση, αν ο νους
συμπληρώσει ορθά το μωσαϊκό. Για να δει την σωστή εικόνα, που σκοτίζει η
απατηλή σύζευξη αλληλοαναιρούμενων κομματιών, πρέπει να κάνει τη σωστή σύνθεση.
5. Ενισμός
Μπορούμε να αντιληφθούμε τον ενισμό του Παρμενίδη με τρεις τρόπους.
Πρώτον ότι η ύλη έχει ενιαία δομή. Η άποψη αυτή συμφωνεί με τη σύγχρονη
υποατομική φυσική, εφόσον όλα τα υλικά σώματα αποτελούνται από τις ίδιες
θεμελιώδεις μονάδες. Αυτές είναι τα κουάρκ και τα ηλεκτρόνια.
Δεύτερο ότι όλα τα υλικά σώματα αποτελούν
στην ουσία ένα Ον, εφόσον οι
διαχωρισμοί σε επιμέρους όντα αποτελούν νοητικά σχήματα. Ο εγκέφαλος μας
δημιουργεί κατηγορίες, διαχωρίζει και ταξινομεί, για να δώσει στον κόσμο νόημα.
Να δει τη μεγάλη εικόνα και να βάλει τάξη στο χάος. Υπάρχει όμως συνέχεια στην
ύλη. Το διαστημικό κενό των φυσικών επιστημών δεν ταυτίζεται με την κατά
Παρμενίδη ανυπαρξία. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το διάστημα πληρούται από
λεπτότατη ύλη τον αιθέρα. Ο Αριστοτέλης ονόμαζε τον Αιθέρα πέμπτη ουσία ή πεμπτουσία, για να τον ξεχωρίσει από τις
άλλες τέσσερις, δηλαδή το πυρ, το ύδωρ, τη γη, και τον αέρα. Εφόσον λοιπόν δεν υπάρχει
πραγματικό κενό κατά Παρμενίδη, δεν μπορούμε να παρεμβάλουμε οτιδήποτε ανάμεσα
στα υλικά σώματα και να διαλύσουμε την αδιάσπαστη ενότητα τους.
Η αρχή του ενισμού έχει το αντίστοιχο της στην βιολογία, με την ενότητα και
την αλληλεξάρτηση που υπάρχει στη βιόσφαιρα. Όπως όταν μελετούμε ένα
οικοσύστημα δεν μπορούμε να δούμε μεμονωμένα ένα είδος, αλλά την κοινή
συμβιωτική σχέση μεταξύ των ειδών, έτσι σε ένα βαθύτερο επίπεδο «τα πάντα είναι
ένα» αφού κανένα είδος δεν μπορεί να επιβιώσει απομονωμένο από το οικοσύστημα
που το στηρίζει.
Τρίτο, αντιλαμβανόμαστε τον ενισμό με βάση την αρχή της ταυτότητας η οποία
δηλώνει ότι κάθε ύπαρξη ταυτίζεται μόνο με τον εαυτό της. Δεν μπορούμε να
ταυτίσουμε το Α με το Β γιατί αυτόματα πέφτουμε σε αντίφαση, χάνεται η ύπαρξη
και καταλήγουμε στον αδιανόητο κόσμο του μηδενός. Ο ενισμός δηλώνεται
απερίφραστα στους στίχους 8. 1-6
«ένας δρόμος απομένει ο δρόμος
του είναι. Σ’ αυτόν υπάρχουν
σημάδια πολλά ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, ολόκληρο, μονοειδές ακλόνητο και τέλειο. Ούτε ήταν, ούτε είναι,
γιατί είναι τώρα όλο μαζί ένα, συνεχές»
|
Κατά συνέπεια μόνο η ύπαρξη υπάρχει, αφού η ταύτιση της ύπαρξης με την
ανυπαρξία, ή με οτιδήποτε άλλο, αποκλείεται από την προαναφερθείσα αρχή.
6. Ελιτισμός
Σύμφωνα με τον Παρμενίδη οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν έχουν κρίση, δεν
ξέρουν τίποτε, ο νους τους δεν εστιάζει στην ουσία του Όντος αλλά περιπλανάται διχασμένος. Δεν γνωρίζουν την αρχή της
ταυτότητας και θεωρούν φυσική την αντίφαση θεωρώντας ότι κάτι μπορεί να είναι και να μην είναι ταυτόχρονα. Τα πιο πάνω δηλώνονται και στους ακόλουθους
στίχους:
«Θα ξεκινήσεις με την πρώτη οδό έρευνας, αλλά κατόπιν με εκείνη (την
αδιέξοδη οδό) που έχει δημιουργηθεί από τους θνητούς που δεν γνωρίζουν τίποτε, δίγνωμοι, αφού οι έλλειψη πόρων οδηγεί
τον περιπλανώμενο νου μέσα στο στήθος τους. Παρασύρονται, τυφλοί και κωφοί, κατάπληκτοι, άνθρωποι
χωρίς ικανότητα διάκρισης, που θεωρούν ότι η ύπαρξη και η μη ύπαρξη είναι το
ίδιο και όχι το ίδιο. Ο δρόμος τους οδηγεί στο σημείο εκκίνησης. (το
μηδέν)» 6. 3-7
|
Η γνώμη του Παρμενίδη για τη διανοητική ικανότητα του πλήθους είναι
απογοητευτική. Ίσως να μην αφίσταται πολύ της πραγματικότητας, αλλά ποιος πολιτικός
θα τολμούσε να διακηρύξει σήμερα φανερά κάτι τέτοιο; Στην αρχαιότητα όμως, ο
πνευματικός ελιτισμός, η άποψη δηλαδή ότι μόνο ελάχιστοι προικισμένοι μπορούν
να φτάσουν στη γνώση, συναντάται και σε άλλους φιλοσόφους. Ο Ηράκλειτος, για
παράδειγμα, υποστηρίζει τα ακόλουθα για τις διανοητικές ικανότητες των πολλών,
στο γνήσιο απόσπασμα 17:
«Γιατί αυτά (που αποκαλύπτει ο λόγος ) δεν τα καταλαβαίνουν οι πολλοί,
όσοι τα συναντούν, ούτε τα καταλαβαίνουν όταν τα διδάξουν άλλοι, πιστεύουν
όμως ότι τα κατάλαβαν» Κλήμης, Στρωματείς ΙΙ 8
|
Ο δε Ιησούς, σε ένα άλλο επίπεδο, επαναλαμβάνει τα ίδια
Πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί Ματθαίος ΚΒ14
|
Αν η διαδεδομένη δοξασία των
φιλοσόφων ότι η γνώση και η αρετή είναι μόνο για τους λίγους είναι αληθινή,
τότε δεν μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για τη διανοητική και τη
γενική ανέλιξη της ανθρωπότητας. Ακόμα, θα έπρεπε να παραδεχτούμε ότι η επίδραση θεσμών όπως το σχολείο στη
διανοητική ανάπτυξη της ανθρωπότητας, είναι χαμηλότερη από όσο θέλουμε να
πιστεύουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου